Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Το μεταφυσικό Άλλο




Η αντιμετώπιση της σκέψης των άλλων ως ξένης και διαφορετικής σχετίζεται όχι μόνο με την υποψία, αλλά και τη φιλυποψία. Η έννοια της ετερότητας ως μία εκ των πέντε μέγιστων γενών του Σοφιστή του Πλάτωνα (ον, στάση, κίνηση, ταυτόν, έτερον) αντιπαρατίθεται στην ταυτότητα: το ίδιο, ως οικείο δεν γεννά υποψίες· είναι συνήθως το έτερον, που τις παράγει. Δεν πρόκειται απλώς για μία προσωποποιημένη ετερότητα, με την έννοια της διαφορετικότητας που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινο υποκείμενο. Ακόμη και όταν εγκαθιδρύεται μία διαλεκτική σχέση ταυτού και ετέρου, η απομάκρυνση από ό,τι ταυτοποιεί και ενώνει στη σχέση αυτή και η επαναφορά της διάστασης προς το διαφορετικό, δεν συγκροτούν ούτε κάποια λογική ή οντολογία, ούτε απλώς μία δυναμική τυπικού χαρακτήρα. Το ίδιο και το άλλο δεν ταυτίζονται πάντα με το εγώ, και η υποψία δεν βρίσκεται στη σχέση που γίνεται ασχεσία και διαφορά, δηλαδή στο μεταξύ, καθώς η διαμεσολάβηση θα επέτρεπε την εναλλαγή τους. Η υποψία δεν μετακινείται, αλλά παρουσιάζεται τρόπον τινά ως άχρονη, καθώς ούτε εξέρχεται από το νου που τη γεννά, ούτε επιστρέφει σε αυτόν, με την έννοια ότι δεν παράγει κάποιο δικό της έργο, ούτε σκοπεύει σε αυτό. Φυσικά, αναγκαστικά φέρεται στο λόγο και τα λόγια με τα οποία γράφεται και λέγεται, όμως δεν είναι ακριβώς ούτε οι λέξεις που την εκφράζουν, ούτε κάποιο ον ή πράγμα στο οποίο αυτές αντιστοιχούν. Ουσιαστικά στερείται ουσίας και λογικά στερείται του λόγου. Με άλλα λόγια, δεν έχει μία σταθερή κατοικία, αν και επειδή αναφέρθηκε ο άχρονος χαρακτήρας της θα νόμιζε κανείς ότι εγκαθιδρύεται σε ένα νοητό τόπο. Είναι άχρονη όχι λόγω κάποιας νοητής αρχής που τη συνέχει, αλλά λόγω του ότι αν και σχηματίζεται, δεν ολοκληρώνει την πορεία που άρχισε, ακόμη και όταν επιβεβαιώνεται, αφού η επιβεβαίωση είναι διαφορετική από αυτήν. Στο σημείο αυτό εισέρχεται η έννοια του ετέρου, ως η δυνατότητα υπάρξεώς της. Η ύπαρξη αυτή κυμαίνεται ανάμεσα στο ίδιο και το άλλο, στην ταυτότητα όπου βρίσκεται η αφετηρία της, και στην ετερότητα που την καθιστά να μήν είναι αυτή που ήταν. Έτσι, η γέννηση των υποψιών οδηγείται όχι στην παύση, αλλά στην ανανέωση, στην προέκταση, στην αλλοίωση, νοούμενων ως διαφορά προς αυτό που τις γέννησε. Ωστόσο, οι υποψίες δεν εντάσσονται, ούτε έχει κανένα νόημα άλλωστε, σε μία σειρά, κάποια διαδοχή ή συνέχεια. Πράγματι κάποιες ομοιάζουν, είναι παραπλήσιες, συγγενικές. Παρά όλα αυτά η δικαίωσή τους σημαίνει τη λήξη της αναγκαιότητάς τους. Επίσης, είτε αποδειχτούν βάσιμες, είτε αβάσιμες είναι άλλες από ό,τι ήταν. Δεν παραμένουν ίδιες. Η ταυτότητα δεν έχει νόημα για την έννοια της υποψίας, διότι αυτή η τελευταία γίνεται άλλο από ό,τι είναι. Ωστόσο, δεν αποτελεί ένα παίγνιο, αφού οι προθέσεις, τα κίνητρα και οι στόχοι της μπορούν να θεωρηθούν σοβαρά, διαφεύγει από κάθε μονιμότητα που θα την παγίωνε σε κάποιο δόγμα ή αρχή. Δεν υπάρχει κάτι που θα ονομάζαμε η «αρχή της υποψίας».
Για τον Πλωτίνο η κύρια υποψία ετερότητας είναι αυτή της ύλης, από την οποία πρέπει κανείς να προσπαθήσει να απαλλαγεί. Η ποθούμενη ταυτότητα είναι η προσπάθεια αποφυγής της αλλοτρίωσης, της ξένωσης που συνεπιφέρει η συγκατοίκηση με την ύλη, η οποία δεν μπορεί, και δεν επιτρέπεται, να αλλοιώσει την εσωτερική προσήλωση για την επίτευξη της απόλυτης απομάκρυνσης από αυτήν. Η υποψία του διαφορετικού, ο κατεξοχήν τόπος όπου γεννάται διαρκώς, είναι μία μη-πραγματικότητα, ένα φάντασμα και φευγαλέο παιχνίδι. Έτσι, η μόνη πραγματικότητα όπου μπορεί να καταφύγει κανείς για να αποφύγει την ετερότητα της ύλης είναι το θείο. Η μυστική ένωση με το Εν, παραμένει η απόλυτη  και μεγίστη Ετερότητα προς όλα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει τίποτε εξωτερικό προς το οποίο αυτή η ετερότητα να υπάρχει, άρα στην ουσία η ετερότητα του Ενός είναι μη-ετερότητα.
Το θαυμαστό του Ενός, η στροφή προς το οποίο σώζει από την φθοροποιό ετερότητα της ύλης, είναι ανάλογο προς το numinous, για το οποίο κάνει λόγο ο Ρούντολφ Όττο (Rudolf Ottο),[1] και υπόσχεται να καταργήσει κάθε υποψία ετερότητας. Η έννοια της υποψίας λοιπόν, δεν εισδύει σε αυτό το παράξενο αίσθημα, αλλά οδηγεί σε αυτό. Διαφοροποιείται από τη θρησκευτική και μυστική εμπειρία με τους τρόμους και τις εκστάσεις της, η οποία παρασύρει σε άγνωστα νερά. Η υποψία μπορεί να υπάρχει από την πλευρά της απάθειας, χωρίς να προϋποθέτει τη συμμετοχή. Αναγνωρίζει το διαφορετικό, πίσω από την επιφάνεια, όπως τη σκιά πίσω από το φως. Συνδέεται με το δυσοίωνο συναίσθημα, αλλά και τη λύτρωση. Το γεγονός ότι, όταν την ακολουθεί κανείς σπεύδει να προσπαθήσει να την επιβεβαιώσει ή να τη διαψεύσει, δεν σημαίνει ότι οδηγείται στον χαμό, στην αφάνεια της οποίας είχε την προνοητικότητα να ξεσκεπάσει το σκοτεινό βάθος. Ωστόσο, εφόσον είναι αμφίσημη, διαπερνάται από μία άλογη ή υπέρλογη δύναμη, μία διαίσθηση, θετική ή αρνητική, που αναγκαστικά πρέπει να εκφραστεί. Το ότι δεν γίνεται άλλη από αυτή που είναι, αλλά η λογική της συνέχεια είναι να αποσυνδεθεί από ό,τι αποτελεί το αντικείμενο της, δεν σημαίνει ότι χαρακτηρίζεται από εμμονή, εφόσον είναι προσωρινή, μη-ολοκληρωμένη. Άλλωστε, η απόλυτη και μεγίστη Ετερότητα, δεν φανερώνται ποτέ στα αλήθεια. Ο υποψιαζόμενος μπορεί να μην μετέχει στην γενική ετερότητα που πρόκειται να αποκαλύψει, αλλά ούτε και στην ταυτότητα προς την οποία έστρεψε τις υποψίες του. Δεν υπάρχει απαραίτητα κάποια ευχαρίστηση ή απόλαυση σε σχέση με αυτήν, ούτε υποδηλώνει κάποια εκδικητικότητα, ούτε και φιλικότητα. Η ύπαρξή της είναι τόσο αμφιλεγόμενη, ο νοητός χαρακτήρας της τόσο οξύς, ώστε το πιο πιθανό είναι να χαθεί πριν καν εκφραστεί, ξεφεύγοντας από την αίσθηση και τη γνώση.
Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο πίσω της, καμία παραπλάνηση, κανένας κανόνας. Ακόμη και η προσπάθεια να νοηθεί σε έναν a priori χώρο, πριν την εμφάνισή της είναι εξ’ ορισμού αποτυχημένη. Η αποτυχία αυτή δεν έγκειται σε κάποια αδυναμία, αλλά στο γεγονός ότι, αν και παρουσιάζεται στη νόηση δεν είναι εύκολο να καταταχθεί. Μάλλον αφήνεται να έρθει χωρίς να γίνει κατανοητή η φύση της, ούτε γίνεται αισθητός ο τρόπος που παρουσιάστηκε. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο χαρακτηρίζεται από ευελιξία, από την ιδιότητα να προκαλεί, αφήνοντας όλες τις αντιθέσεις και τις διαφορές να υπάρξουν, ως αντίθετες και διαφορετικές από την ίδια.
Επομένως, εφόσον για τον πλατωνικό Σοφιστή, το έτερον μετέχει στο ον, κάτι ανάλογο δεν μπορεί να ειπωθεί για την έννοια αυτή: δεν είναι ακόμη αληθινή αλλά ούτε και ψεύτικη· δεν χαρακτηρίζεται ούτε από ασφάλεια, ούτε από επιφυλακή, άρα δεν μπορεί να παρομοιαστεί «ούτε με σκύλο, ούτε και με λύκο»·[2] ακόμη και οι Σοφιστές θα την έβλεπαν με δισταγμό, αμφιβάλλοντας για τη χρησιμότητά της. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ωστόσο, για να θηρευτούν αλήθειες και να διαπιστωθούν οι πλάνες. Όλοι δεν μπορούν παρά να διατηρούν υποψίες για την υποψία· άραγε υφίσταται μία υποψία πριν από κάθε υποψία, μία πρωταρχική υποψία; Έχει η υποψία ένα ιδεατό πρότυπο, μία αιώνια υποψία των υποψιών, που καθορίζει όλες τις επιμέρους; Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτε πέραν αυτής, αφού και η ιδέα της υποψίας είναι ένας ιδεασμός.
Η ετερότητα οδηγεί στη διάκριση, τη διαφοροποίηση και την κατάργηση. Όμως η υποψία, όταν εμφανίζεται, απλούστατα είτε παραβλέπεται, είτε προκαλεί ταλαιπωρία. Η ίδια δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ιδέα, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό της. Εάν αφεθεί, το πιο πιθανό είναι να χαθεί, χωρίς να αφήσει ίχνη. Για να υπάρχει, χρειάζεται τη διαφορά και την πολλότητα. Όμως εάν πράγματι διεκδικούσε μία θέση, αναγκαστικά θα την έφθειρε, θα την υπονόμευε με την ανησυχία που τη συνοδεύει, θα γκρέμιζε το βάθρο που της επιφύλασσαν. Δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί, ούτε καν σε σχέση προς τον εαυτό της. Βρίσκεται πέραν του άλλου και του ίδιου, πέραν της κίνησης και της στάσης, πέραν του όντος.
Ενδιαφέρουσα προπολεμική, προδρομική του μετα-μοντερνισμού, μελέτη για την ετερότητα απαντάται στο έργο του Φρόιντ. Η ψυχολογική αίσθηση του ανοίκειου (Das Unheimliche) μπορεί να παραχθεί εν γένει «από την αμφιβολία για την ύπαρξη ζωής σε ένα εκ πρώτης όψεως έμβιο ον, και αντίστροφα, την υποψία ότι ένα άψυχο ον είναι τελικά έμψυχο».[3] Η αίσθηση αυτή προκαλείται από το αντίγραφο του Εγώ, το είδωλο ή τη σκιά, τον σωσία, από όπου εξήχθη, ίσως, η ιδέα περί της αθανασίας της ψυχής.[4] Η προβολή στο Εκεί, του εγώ, μετατρέπει τον πρωταρχικό εγωτισμό σε συνείδηση. Όσο πιο διαφορετικό είναι ένα αντικείμενο ή υποκείμενο τόσο περισσότερο απρόσιτο και ανοίκειο φαντάζει· υπερβολικά ζωντανεμένο από την επιθυμία και, την ίδια στιγμή, υπερβολικά άψυχο από την έλλειψη. Για τον Φρόιντ η αναφορά της ψυχής, είναι ως προς τα πράγματα και τα υποκείμενα. Η φροϋδική  ψυχολογιστική εμμονή στην ερμηνεία του αισθήματος του ανοίκειου και της ετερότητας είναι, ωστόσο, δέσμια μίας αυτοϋπονομευόμενης θετικότητας, καθώς παραπέμπει στον πλατωνικό ιδεατό αναδιπλασιασμό: η διαλεκτική σχέση (αυτό)κριτικής προς το ναρκισσισμό, αντιστοιχεί στη (νέο)πλατωνική αναλογία του νοητού προς τον αισθητό κόσμο.[5] 
Με τη μεταμοντέρνα ψυχαναλυτική ερμηνεία του Ζακ Λακάν (Jacques Lacan), το θέμα του διαφορετικού ως απόδραση από το κανονικό και συνηθισμένο, τίθεται ως petit objet a, η ίδια η επιθυμία που τοποθετείται στην έλλειψη, η διέλευση της φαντασίωσης που διαρκώς αναζητά στη συμβολική τάξη του Άλλου ένα άνοιγμα. Εάν το ριζικά διαφορετικό και ανοίκειο παρουσιάζονται έως ένα βαθμό ως πραγματικότητα, είναι όχι μόνο επισφαλή αλλά διαρκώς μετέωρα, πριν ακολουθήσει η επαναφορά στην πεζότητα του καθημερινού. Για τον Λακάν είναι σκληρά σαν βράχια, όπου προσκρούει κάθε ερμηνευτική προσπάθεια. Ακόμη και η πλατωνική ιδέα συγκρίνεται με τις λοιπές φαινομενικότητες, όπως είναι μία τεχνητή εικόνα, η οποία μοιάζει να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι· δεν διαφέρει από τα πλάσματα της φαντασίας, ως μία ακόμη εξαπάτηση.[6] Ωστόσο, εάν η αίσθηση της απόδρασης νοηθεί ως το Λακανικό α-όριστο προς το οποίο το Υποκείμενο υποτάσσεται, ακριβώς για να βιώσει την ίδια την υπέρβαση κάθε έννομου ορίου, προσεγγίζοντας μία απόλυτη και περιδεή αμορφία, δεν παύει διακηρυγμένος, επιτεύξιμος ή μη, στόχος να είναι η επιθυμία, να μην μείνει σκέτη επιθυμία, αλλά να εκδιπλωθεί ως απόλυτη διαφορά, και ταυτόχρονα ως ζωντανή σχέση αγάπης.[7]
Μετά τον Φρόυντ και τον Λακάν, η έννοια της ετερότητας μπορούσε εύκολα να νοηθεί ως ετερότητα στο εσωτερικό του Υποκειμένου. Ακόμη και ολόκληρος ο κόσμος των φανταστικών μορφών, κατά την ψυχανάλυση, όπως παρουσιάζονται στους μύθους και τις παραδόσεις των λαών, ο κόσμος της θρησκείας και της μαγείας, θεωρήθηκαν εξαιτίας της ακραίας σολιψιστικής ψυχαναλυτικής κριτικής, δημιουργήματα του ανθρώπινου ψυχισμού. Στο γκρέμισμα του ανθρώπινου υποκειμένου από το βάθρο του, όπου λάτρευε τον εαυτό του ως ορθολογικό και νουνεχές ον, συνετέλεσε και η διαβεβαίωση ότι οι ανθρώπινες πολιτιστικές δημιουργίες διέπονταν από την άλλοτε σκοτεινή, και άλλοτε φωτεινή όψη της ανθρώπινης φύσης, που πληρούται από άλογες δυνάμεις. Ο διχασμός πλέον δεν είχε καμία εξωτερικότητα, αφού εντοπίζονταν στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο Τζούλιαν Τζαίηνς (Julian Jaynes) έθεσε τις βάσεις της νέας υποψίας, που στην ουσία ήταν γνωστή από την Αρχαιότητα, ήδη από τους Πυθαγορείους, οι οποίοι την επεσήμαναν ως Μονάδα και Αόριστο Δυάδα. Τώρα όμως το πήγαινε έλα από τη μία στην άλλη, περιορίστηκε στην ανθρώπινη ψυχολογία, στο πέρασμα από τον ένα θάλαμο του εγκεφάλου στον άλλον, και στην ενοποίησή τους.[8] Παρουσιάστηκε λοιπόν το παράδοξο ολόκληρη η ιστορία να ερμηνευτεί με βάση αυτήν τη διαδρομή, και να τοποθετηθεί μία νέα αφετηρία για τη γέννηση της νεώτερης συνείδησης, όχι μόνο στην κοινωνική εξέλιξη, αλλά και στην ανθρώπινη, νοούμενης ως ψυχο-βιολογικού τύπου εξέλιξης. Η μεταμοντέρνα υποψία του τέλους του ανθρώπου διαφαίνεται σε αυτές τις απόψεις, μέσα από το όραμα της απόλυτης επικράτησης μίας φυσιοκρατικής γνώσης. Αμφίσημα στοιχεία που γεννούν υποψίες είναι το αποδεδειγμένο γεγονός της αναπλήρωσης των λειτουργιών ενός μέρους του εγκεφάλου από ένα άλλο, το γεγονός ότι η θεωρία αυτή είχε και στο παρελθόν απασχολήσει ιδιαίτερα τους φιλοσόφους της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως τον Πλωτίνο, που θεωρούσε τους ανθρώπους παίγνια των θεών, και η τεχνική ελέγχου της ανθρώπινης συνείδησης που μεθοδεύεται. Καταφανώς αρνητικά όμως είναι η άγνοια και ελλιπής ιστορική πληροφόρηση που φαίνεται με την χρήση κλισέ απόψεων και χρονολογικών αλμάτων και το αναπόδεικτό της από τη βιολογία μέχρις σήμερα. Ωστόσο, η θεωρία της τεχνολογικής μοναδικότητας (singularity) και η προσδοκία της υπέρβασης του ανθρώπινου (transhumanism), στο βαθμό που η τεχνολογική εξέλιξη επηρεάζει την ανθρώπινη φύση, με την έννοια ότι και ανθρώπινος νους εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου σε σχέση με το εξωτερικό φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, ανοίγονται στον ορίζοντα της μεγίστης ετερότητας, που σηματοδοτείται από την προσέγγιση του Αγαθού, του Ενός και του Θεού. Η παρουσία όμως του μεταφυσικού Άλλου δεν μπορεί να έρθει μόνο μέσα από μία λογικο-επιστημονική προετοιμασία, αλλά και όταν είμαστε ενθουσιασμένοι, δηλαδή έχουμε το Θεό μέσα μας, είμαστε υπό θεία κατοχή. Τότε κατανοούμε ότι έχουμε κάτι μεγαλύτερο από εμάς, ακόμη και εάν δεν το γνωρίζουμε.[9]   







[1] Rudolf Otto, The Idea of the Holy. An Inquiry into the non-rational factor in the idea of the divine and its relation to the rational. Transl. by John W. Harvey, Oxford University Press, London/Oxford/New York 1958, 5-7.
[2] Πλάτων, Σοφιστής. English Translation by H. N. Fowler, William Heineman-G. P. Putnam’s sons, London – New York 1921, 316 (231B).
[3] Sigmund Freud, Το Ανοίκειο. Μετάφραση Έφη Βαικούση, Επίμετρο Κύρκος Δοξιάδης, Εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2009, 26.
[4] Ας σημειωθεί ότι στα ελληνικά η λέξη σωσίας ετυμολογείται από τη λέξη σώζω, ενισχύοντας έτσι τη φροϋδική υπόθεση. (σωσίας=σώζω=σωτηρία=δόγμα της αθανασίας της ψυχής).
[5] Pierre Hadot, «Le mythe de Narcisse et son interprétation par Plotin», Nouvelle Revue de Psychanalyse 13, (1976), 81-108
[6] Jacques Lacan, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσηςΤο Σεμινάριο, Βιβλίο XI. Μεταγραφή κειμένου από τον Ζακ-Αλαίν Μίλλερ. Μετάφραση Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Τελική Ανάγνωση Γιώργος Χειμωνάς, Εκδ. Ράππα, Αθήνα 1982,147.
[7] Για την κατεξοχήν αναφορική λειτουργία της επιθυμίας στη συγκρότηση του Υποκειμένου βλ. Χρήστου Γιανναρά, Ορθός Λόγος και Κοινωνική Πρακτική. Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1984, 151 κ.ε.
[8] Julian Jaynes, The Origin of Consciousness in the Breakdown of the Bicameral Mind. Houghton Mifflin Company, BostonNew York, 2000 (1976), 217.
[9] Εννεάδες, V.3.14.9-10.



Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

English is a Crazy Language, author unknown


One day among my emails I found this piece of text. I think it is interesting and amusing. 

Let's face it -- English is a crazy language. There is no egg in
eggplant nor ham in hamburger; neither apple nor pine in pineapple. English muffins weren't invented in England or French fries in France. Sweetmeats are candies while sweetbreads, which aren't sweet, are meat.


We take English for granted. But if we explore its paradoxes, we find that quicksand can work slowly, boxing rings are square and a guinea pig is neither from Guinea nor is it a pig.


And why is it that writers write but fingers don't fing, grocers don't
groce and hammers don't ham? If the plural of tooth is teeth, why isn't the plural of booth beeth? One goose, 2 geese. So one loose tooth, 2 leese teeth? One index, 2 indices?


Doesn't it seem crazy that you can make amends but not one amend, that you comb through annals of history but not a single annal? If you have a bunch of odds and ends and get rid of all but one of them, what do you call it?


If teachers taught, why didn't preacher praught? If a vegetarian
eats vegetables, what does a humanitarian eat? If you wrote a letter, perhaps you bote your tongue?


Sometimes I think all the English speakers should be committed to an asylum for the verbally insane. In what language do people recite at a play and play at a recital? Ship by truck and send cargo or a truck by ship? Have noses that run and feet that smell? Park on driveways and drive on parkways? Lift a thumb to thumb a lift? Table a plan in order to plan a table?


How can a slim chance and a fat chance be the same, while a wise man and wise guy are opposites? How can overlook and oversee be opposites, while quite a lot and quite a few are alike? How can a person be "pretty ugly?"


How can the weather be hot as hell one day and cold as hell another. Have you noticed that we talk about certain things only when they are absent? Have you ever seen a horseful carriage or a strapful gown? Met a sung hero or experienced requited love? Have you ever run into someone who was combobulated, gruntled, ruly or peccable? And where are all those people who *are* spring chickens or who would actually hurt a fly?


You have to marvel at the unique lunacy of a language in which your house can burn up as it burns down, in which you fill in a form by filling it out and in which an alarm clock goes off by going on. Why is "crazy man" an insult, while to insert a comma and say "crazy, man!" is a compliment (as when applauding a jazz performance.)


English was invented by people, not computers, and it reflects the creativity of the human race (which, of course, isn't a race at all). That is why, when the stars are out, they are visible, but when the lights are out, they are invisible. And why, when I wind up my watch, I start it, but when I wind up this essay, I end it. 


Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΡΩΤΗΜΑ

Quod est Veritas?, Christ and Pilate, by Nikolai Ge 

Το μέγα ερώτημα το οποίο κρύβεται πίσω από όλα τα άλλα και αυτό στο οποίο όλα τα άλλα ανάγονται, είναι ποιος ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη φθαρτότητα της γήινης ύπαρξής του. Όσον αφορά το θέμα των πόλεων, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι όχι μόνο αυτό περί της κοσμόπολης, αλλά αυτό της έλευσης των εσχάτων, ως πλήρη αποθέωση του ανθρώπου, δημιουργού των πόλεων. Πριν ακόμη ειπωθεί οποιοσδήποτε λόγος αλλά και με την εκφορά του πρώτου λόγου, όπως και του τελευταίου, υπάρχει μόνο ένας λόγος ύπαρξης για όλους και όλα. Το ότι όλα χάνονται μέσα στο παν, αυτό δεν σημαίνει ότι το παν χάνεται. Το καίριο και αποφασιστικής σημασίας αυτό ερώτημα, είναι ένα από τα ερωτήματα που όλοι κάποτε συναντούν με ό,τι και εάν ασχολούνται. Το ερώτημα λοιπόν αυτό έχει ή όχι απάντηση; Το ερώτημα αυτό ζητά την απόλυτη απάντηση. Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο ερώτημα αυτό, αν και θα πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη, δεν θα καταργούσε το ερώτημα. Η πραγματικότητα των πόλεων βρίσκεται μέσα στη φύση και στην ιστορία, και όχι σε ένα ιδεατό κόσμο, ο οποίος, ωστόσο, αποτελεί τον σταθερό προσανατολισμό τους.
Όσο και εάν αναρωτηθούμε περί του τέλους της φύσης και της ιστορίας, όχι μόνο ιουδαιο-χριστιανικά ή αρχαιοελληνικά, ούτε με την προοπτική της έννοιας της προόδου, το τέλος είναι άδηλο, αν και η γνώση του εξαρτάται από εμάς. Το θέμα είναι εάν εξαρτάται και από εμάς η έλευσή του, και ο τρόπος με τον οποίο θα έρθει. Έπειτα από την απομάκρυνση του ανθρώπινου υποκειμένου από το λαμπρό βάθρο του, μπορούμε άραγε να έχουμε πίστη στις ανθρώπινες δυνατότητες που στοχεύουν στο Αγαθό; Όσο και αν θέλουμε να βλέπουμε την κακότητα της ανθρώπινης φύσης, πίσω από την χριστιανική και άλλη θεώρηση του κακού ως παρυπόσταση, χωρίς οντολογική ανεξαρτησία, όλοι αναγνωρίζουν ότι η αληθινή ανθρώπινη δυνατότητα έγκειται στην ελευθερία. Η διαλεκτική του ανθρώπου δεν είναι παρά μία διαλεκτική της περιπλάνησης, που λαμβάνει υπ’ όψιν της κυρίως το γεγονός της ανθρώπινης ελευθερίας. Είτε εντός των αστικών τοπίων, είτε στα διαπλανητικά της όνειρα, η ανθρώπινη υπόσταση αναζητά διαρκώς το πεπρωμένο της, το οποίο δεν είναι η ταύτιση με την ουσία.
Θέλουμε να γνωρίσουμε τα πάντα, να πράξουμε το καλό, να αγαπήσουμε, να ζήσουμε, όταν αυτοί οι κιβωτιόσχημοι γκρίζοι όγκοι μας κρύβουν μέρος από τη θέα του ουρανού. Αλλά ακόμη και η επαφή με τη γη μοιάζει μακρινή, τόσο πίσω στο χρόνο. Εβρισκόμενοι ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, άραγε πως θα τους ενώσουμε; Περπατάμε στους σκονισμένους δρόμους, σέρνουμε τα πόδια μας, και αναρωτιόμαστε συνεχώς, διαλεγόμαστε, διότι όλοι γνωρίζουμε το αληθινό μας τέλος. Η γνώση της ζωής δεν αντιμάχεται αυτή του θανάτου. Όσο και εάν κρύβουμε από τους εαυτούς μας ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ξέρουμε, δεν μπορούμε παρά να ζούμε μέσα σε αυτή. Η αστική περιπλάνηση θα έχει ένα τέλος; Και εάν ναι ποιο θα είναι αυτό; Ποια εξέλιξη θα μας έφερνε εμπρός σε νέα τοπία, πέραν των αστικών; Πέραν της πόλης, τι; Όταν όλα τα ερωτήματα δεν μπορούν παρά να συγκλίνουν στο μέγα ερώτημα, και υποθέτουμε ότι η απάντηση στο μέγα ερώτημα θα είναι μία απάντηση για όλα, γιατί δεν ασχολούνται όλοι με το μέγα ερώτημα, αλλά κατατρύχονται από τα επιμέρους; Εάν οι άνθρωποι θέλουν πραγματικά μία απάντηση γιατί δεν τη βρίσκουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι άραγε μία ακόμη πολυδιάσπαση, και είναι πραγματικά η πολυμορφία μία αναπόφευκτη κατάσταση; Όμως αυτό είναι ακριβώς το μέγα ερώτημα, το ερώτημα που συνέχει όλα τα άλλα: το ερώτημα περί της ενότητας, το ερώτημα στο οποίο ίσως συγκλίνουν όλα τα άλλα, είναι το ερώτημα της ίδιας της σύγκλισης. Άραγε είναι ένα άννοο ερώτημα, ερώτημα που δεν έχει νόημα, αφού δεν μπορεί να απαντηθεί εάν δεν έρθει το πλήρωμα του χρόνου; Είναι το ερώτημα περί του ερωτήματος και αυτό χωρίς νόημα;
Εάν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, εάν δεν υποχωρήσουμε σε μία μορφική παραπλάνηση, εάν ακόμη θέλουμε να αποφύγουμε το θεολογικό στερεότυπο, άραγε εάν δεν ζητάμε μόνο το νόημα, εδώ και τώρα, αλλά την ίδια την εμπειρική αλήθεια, την ίδια τη ζωή, νόηση και ύπαρξη, και πάλι δεν θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ενότητα; Το μεγαλείο αυτού του ερωτήματος είναι ότι αποτελεί ΕΝΑ ερώτημα, και όχι μία πολλαπλότητα ερωτημάτων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διεκδικεί τον απόλυτο καθορισμό όλων των άλλων. Το ερώτημα είναι δηλαδή περί της μοναδικότητας του ερωτήματος. Όταν τίποτε άλλο δεν εμφιλοχωρεί εντός του, όταν καμία διακλάδωση δεν εξέρχεται από αυτό, παρά για να επιστέψει σε αυτό, τότε με μιας αντιλαμβανόμαστε ότι όσο και εάν προχωρήσουμε δεν θα πρέπει παρά να αναρωτιόμαστε πάντα. Η ίδια αυτή αναρώτηση, για την οποία η μόνη πειστική απάντηση είναι πως είναι η μόνη αναρώτηση, δεν θα μας αφήσει ποτέ, εφόσον στερούμαστε άλλης απάντησης, και συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε.
Έτσι το μέγα ερώτημα αποτελεί ταυτόχρονα και τη μεγίστη απάντηση. Η πλάνη και η περιπλάνηση στους ατραπούς της ψυχής και της πόλης οδηγεί στο κατόρθωμα της έκστασης. Η καθημερινή εμπειρία υποδηλώνει το χάσιμο και την πτώση στο άπειρο της πολλαπλότητας των επιμέρους όντων, όταν τίποτα δεν προμηνύει ότι η έκσταση θα έρθει· έρχεται όμως αιφνιδιαστικά, κατ’ εξακολούθηση, θέτοντάς μας εμπρός στο μέγα ερώτημα. Θα αναρωτιέται κανείς, ποιό είναι επιτέλους αυτό το μέγα ερώτημα; Το μέγα ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί στον ερωτηματικό τύπο ως εξής: ποιό είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα; Το ένα και μοναδικό ερώτημα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ερώτημα: ποιο είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα. Εάν η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε μοιάζει ταυτολογία ή επανάληψη, εξίσου ερωτηματική,  υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημα: «ποιο είναι το μοναδικό ερώτημα»· αυτή είναι: το ερώτημα είναι ένα.