Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.


Η αναζωογόνηση των Βυζαντινών Σπουδών στις Η.Π.Α. πρέπει να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τους συνδρομητές και τους φίλους της Ευρωπαϊκής Επιθεώρησης για την Επιστήμη και τη Θεολογία στις Ορθόδοξες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ιδιαίτερα.
Το Πανεπιστήμιο της Notre Dame, στην Ινδιάνα, έχει δεσμευτεί σοβαρά τα τελευταία χρόνια σε ένα πρόγραμμα που είναι αφιερωμένο στην αναβάθμιση των Βυζαντινών Σπουδών. Η Notre Dame αντιπροσωπεύει μία μακρά Αμερικανική λόγια παράδοση, που έχει τις ρίζες της στην Ευρωπαϊκή κληρονομιά μάθησης στη Θεολογία, τη Φιλοσοφία, την Ιστορία και τις Τέχνες. Μέσα στο πνεύμα αυτής της παράδοσης, η Notre Dame προσφέρει αξίες και γνώση στον κόσμο, που έγιναν αντιληπτές και διαμορφώθηκαν στον Μεσαίωνα.
Το πρόγραμμα για την αναβάθμιση των Βυζαντινών Σπουδών θα βοηθήσει να επέλθει ισορροπία στην παρουσίαση αυτής της κληρονομιάς που, για ιστορικούς λόγους, έμεινε εστιασμένη στη Δυτική Ευρωπαϊκή Λατινική και Καθολική παράδοση. Το συμπληρωματικό μέρος αυτής της παράδοσης, η Ελληνο-Βυζαντινή κληρονομιά, είναι ουσιαστικό για μία ισορροπημένη παρουσίαση και καλλιέργεια της μεσαιωνικής κληρονομιάς. Σήμερα, η Βυζαντινή σκέψη και οι εφαρμογές της στην πολιτική, την τέχνη και την καθημερινή ζωή αξιολογούνται ως μία αληθινά ανθρωπιστική προσέγγιση της ζωής.
Ιδιαίτερα, το Πανεπιστήμιο της Notre Dame αναλαμβάνει τις ακόλουθες πρωτοβουλίες: δύο νέες θέσεις του τμήματος της Βυζαντινής Ιστορίας και της Ιστορίας της Βυζαντινής Θεολογίας, δύο υποτροφίες για πτυχιούχους στις Βυζαντινές Σπουδές, δύο προγραμματισμένα κονδύλια για συνέδρια, συμπόσια και επισκέπτες ομιλητές, καθώς και κονδύλια για τη συντήρηση της Βυζαντινής συλλογής Μίλτων Ανάστος στη βιβλιοθήκη Hesburgh της Notre Dame.
Το Πανεπιστήμιο της Notre Dame είναι ιδεωδώς κατάλληλο και εφοδιασμένο για να καταστήσει την Ανατολική (Βυζαντινή) μεσαιωνική παράδοση ένα ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα διδασκαλίας και έρευνας. Οι εξαιρετικοί επιστήμονες της Σχολής (πάνω από 50 μέλη της Σχολής ενταγμένοι στο Μεσαιωνικό Ινστιτούτο των τμημάτων της Ιστορίας, Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Ρομανικών Γλωσσών και Λογοτεχνιών, Γερμανικών, Κλασσικών Σπουδών, Ιστορίας της Τέχνης, Μουσικής· οι περισσότεροι ειδικευμένοι στο Δυτικό μεσαιωνικό πολιτισμό, ή στη σκέψη και τον πολιτισμό του μεσαιωνικού Ιουδαϊσμού ή του Ισλάμ) και τα έσοδα της Βιβλιοθήκης
Μίλτων Ανάστος διαμορφώνουν ένα σταθερό θεμέλιο για αυτήν την προσπάθεια. Η προσφορά του Μίλτων Β. Ανάστος (1909-1997), ο οποίος ανάλωσε ολόκληρη την ακαδημαϊκή του ζωή για να προσκομίσει τη Βυζαντινή σκέψη στο σύγχρονο ακροατήριο της Αμερικής και ο οποίος άφησε στη Notre Dame την καλύτερη ιδιωτική βιβλιοθήκη για το Βυζάντιο και την Ελληνική κληρονομιά στον κόσμο, είναι ιδιαίτερα παρήγορη. Η Συλλογή Ανάστος προσέθεσε πάνω από 40.000 τόμους και 50 περιοδικά στις ήδη εξαιρετικές συλλογές του Πανεπιστημίου για τις μεσαιωνικές σπουδές. Η Notre Dame τώρα κατέχει τη δεύτερη μεγαλύτερη (έπειτα μόνο από αυτές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και του Dumbarton Oaks) συλλογή αφιερωμένη στις Βυζαντινές Σπουδές στις Η.Π.Α. Αυτός ο συνδυασμός της Σχολής και της βιβλιοθήκης καθιστά τη Notre Dame ιδεώδη τόπο για την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου κέντρου έρευνας και διδασκαλίας στις Βυζαντινές Σπουδές.
Οι Βυζαντινές Σπουδές είναι ένα πεδίο που συχνά παραβλέπεται και παρεξηγείται από τους ακαδημαϊκούς στη Δύση. Αυτό συμβαίνει δυστυχώς. Για περισσότερο από μία χιλιετία το Βυζάντιο ενσωμάτωσε και διέδωσε τους πλούσιους πολιτισμούς της Κλασσικής και Ελληνιστικής Ελλάδας, της Αρχαίας Ρώμης, της Μικράς Ασίας, του Πρώιμου Χριστιανισμού και του Σλαβικού κόσμου. Το Βυζάντιο έχει την αφετηρία του στο 330 μ.Χ., όταν τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης (τώρα Ινσταμπούλ) σηματοδότησαν τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό. Όταν η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέκυψε στις βαρβαρικές εισβολές κατά τον ύστερο πέμπτο αιώνα, η Ανατολική Αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επιβίωσε και έγινε η καρδιά ενός ακμάζοντος πολιτισμού έως ότου κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους πάνω από χίλια έτη αργότερα το 1453. Ό,τι τώρα ονομάζουμε «Βυζαντινές Σπουδές» είναι στην πραγματικότητα Μεσαιωνικές Σπουδές, που επικεντρώνονται στο Ανατολικό μισό της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στους γείτονές της.
Ο πλούτος της συγχώνευσης από το Βυζάντιο των Ελληνικών, Ρωμαϊκών και πρώιμων Χριστιανικών πολιτισμών υποτιμήθηκε στην Ευρώπη ύστερα από την Αναγέννηση. Μόνο κατά τον τελευταίο αιώνα οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει τον ιστορικό πλούτο του Βυζαντινού πολιτισμού και των αυθεντικών και ειδικών επιτευγμάτων του. Παρ’ όλη αυτή την αλλαγή της κατανόησης παραμένει σπάνιο για ένα Πανεπιστήμιο να έχει παραπάνω από έναν ή δύο Βυζαντινολόγους στα τμήματά του. Όπου υπάρχουν Βυζαντινολόγοι, τείνουν να είναι είτε ιστορικοί είτε ιστορικοί της Τέχνης. Αναπτύσσοντας τις ήδη υπολογίσιμες δυνάμεις της στην Ιστορία, τη Φιλοσοφία, τη Θεολογία και τη Λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας και του Δυτικού Μεσαίωνα, η Notre Dame ευελπιστεί να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο κέντρο για τις Βυζαντινές Σπουδές κάτω από την ομπρέλα του Μεσαιωνικού Ινστιτούτου.
Άπαξ η Notre Dame βρεθεί στη θέση να αναλάβει το ρόλο ενός ηγετικού εκπαιδευτικού έργου των Βυζαντινών Σπουδών, αναμένεται να ελκύσει Αμερικανούς σπουδαστές με καταγωγή από την Ελλάδα και άλλα μέρη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι ενδιαφέρονται να μελετήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η καλλιέργεια στενής ακαδημαϊκής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή επιστημονική κοινότητα, όπως αποδείχτηκε από το δεύτερο Συνέδριο πάνω στη «Βυζαντινή Ιστορία των Ιδεών» του Φεβρουαρίου 2006, το οποίο αφιερώθηκε στο Μεσαιωνικό Ελληνικό Υπομνηματισμό για τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, είναι πολύ εμψυχωτικό πράγματι. Οι δημοσιεύσεις που παρουσιάστηκαν έπειτα από το πρώτο συνέδριο (Reading Michael Psellos, edited by Charles Barber και David Jenkins, Leiden-Boston, Brill, The Medieval Mediterranean, vol. 61, 2006, p. 255) εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Αυτή η περίσταση είναι κατάλληλη για να παρουσιάσω μία σημαντική δημοσίευση από τον καθηγητή Charles Barber, τον επικεφαλής του νέου Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών στη Notre Dame. Ο τίτλος του: Figure and Likeness. On the Limits of Representation in Byzantine Iconoclasm, New Jersey, Princeton University Press 1964, 204 p. Ο Charles Barber είναι Καθηγητής της Τέχνης, της Ιστορίας της Τέχνης και του Σχεδίου του Πανεπιστημίου της Notre Dame.
Το Figure and Likeness παρουσιάζει μία προκλητική νέα περιγραφή της Βυζαντινής εικονομαχίας, τη θεμελιώδη κρίση στη Χριστιανική εικαστική αναπαράσταση κατά τον όγδοο και ένατο αιώνα, που καθόρισε τους όρους της σχέσης του Χριστιανισμού με τη ζωγραφισμένη εικόνα. Ο Barber απορρίπτει τις συμβατικές μεθόδους για την ανάλυση της κρίσης, που αναζητούν την προέλευσή της στους πολιτικούς και άλλους κοινωνικούς παράγοντες. Αντίθετα, υποστηρίζει, η εικονομαχία είναι πρωταρχικά ένα θέμα της Θεολογίας και της αισθητικής θεωρίας.
Εργαζόμενος ανάμεσα στα θεολογικά κείμενα και το εικαστικό υλικό, ο Barber καταδεικνύει ότι αμφισβητώντας την εγκυρότητα της εικονικής αναπαράστασης, οι εικονομάχοι έθεταν το ερώτημα: Πώς μπορεί μία εικόνα να απεικονίσει έναν ασύλληπτο Θεό; Σε απάντηση, οι εικονόφιλοι θεολόγοι σταδιακά ανέπτυξαν μία έννοια αναπαράστασης που διέκρινε το έργο τέχνης από το αντικείμενο που απεικόνιζε. Συνεπώς, ο Barber συμπεραίνει, αναγκάστηκαν να οδηγήσουν τη γλώσσα που περιέγραφε την εικόνα πέρα από αυτή της Θεολογίας. Αυτό το ουσιώδες βήμα επέτρεψε αυτούς τους Θεολόγους, από τους οποίους ο Πατριάρχης Νικηφόρος και ο Θεώδορος ο Στουδίτης ήταν οι περισσότερο σημαντικοί, να καθορίσουν και να υπερασπιστούν μία ιδιαίτερα Χριστιανική τέχνη.
Φωτίζοντας αυτό το αποτέλεσμα και επίσης προσφέροντας μία πλήρη και σαφώς αποδοσμένη περιγραφή των εικονομαχικών εννοιών της Χριστιανικής αναπαράστασης, ο Barber αποκαλύπτει ότι η έννοια της τέχνης ήταν πράγματι κεντρική για την εξέλιξη της εικονομαχίας. Οι συνέπειες αυτής της μελέτης φτάνουν αρκετά πιο πέρα από τη κρίση που ερμηνεύει. Ο Charles Barber αναθεωρεί θεμελιωδώς όχι μόνο την κατανόησή μας της Χριστιανικής ζωγραφικής στα χρόνια που διαδέχτηκαν τη εικονομαχική διαμάχη, αλλά επίσης της Χριστιανικής ζωγραφικής στους αιώνες που ακολούθησαν. Για τούτο περιμένουμε λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο βιβλίο του Charles Barber, Art and Understanding in 11th century Byzantium


Λίνος Γ. Μπενάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: