Πιστεύοντας στο κατόρθωμα του ανέφικτου ευελπιστούμε συχνά την άρση των ποικίλων απαγορεύσεων, των κανόνων και των τύπων που μας εγκλωβίζουν στην καθημερινή έλλειψη γνησιότητας. Κάποτε ξεπερνάμε τα όρια. Το μέτρο και το «μηδέν άγαν» ίσχυαν και θα ισχύουν πάντα ως τρόποι σώφρονος διαβίωσης μέσα στην πόλη, αλλά και παντού· όμως σήμερα η εποχή τείνει προς την υπερβολή, την αμετροέπεια και τη βιαστική κατανάλωση των αγαθών. Οι αλλαγές επέρχονται με την ταχύτητα του φωτός. «Οι καιροί ου μενετοί», όμως τα πάντα απαιτούν την αναγκαιότητα δραστικών αποφάσεων και η αλλοτινή vita contemplativa αντικαταστάθηκε από την vita activa, για να θυμηθώ τη Χάνα Αρέντ. Το αίτημα της γνησιότητας είναι το πιο σημαντικό αίτημα που απασχολούσε και συνεχίζει να απασχολεί συνετούς ανθρώπους, αλλά και ασύνετους εραστές της πρωτοτυπίας. Ο τύπος του καλλιτέχνη, όπως και ο τύπος του «σπουδαίου», δηλαδή του σοφού σύμφωνα με την ορολογία του Πλωτίνου, συναντούν τη μοναδικότητα όχι μόνο στο συγκεκριμένο ατομικό ον, αλλά και μέσα από την αφαιρετική διαδικασία στη συναγωγή γενικών εννοιών. Ολότητα και ατομικότητα, γένος και είδος, αλληλο-διαπλέκονται χάρη στην αναγκαία συνάφεια τους. Την ίδια στιγμή, μέσα από τη νομιναλιστική οπτική, οι γενικές έννοιες αδειάζουν από ουσία, ενώ ο καθηλωτικός ρεαλισμός τις επαναφορτίζει με νόημα και πραγματικότητα. Οι ατομικότητες γίνονται το επίκεντρο, για να ξεγλιστρήσουμε όμως και πάλι προς το γενικό και το υπερατομικό. Ποιό είναι το επιτακτικότερο αίτημα των καιρών; Είναι αυτό της γνησιότητας και της αυθεντικότητας. Η γνησιότητα και η αυθεντικότητα κατορθώνονται τόσο δια της προσκόλλησης στα αντικειμενικά δεδομένα, όσο και μέσα από την ανεύρεση της ατομικής, μοναδικής και ανεπανάληπτης ύπαρξης. Είναι η γνησιότητα του οικείου που αντιπαραβάλλεται στην απροσωπία της εξαντικειμενίκευσης. Θα μου πεις, πως μπορούμε να βρούμε την αλήθεια από δύο, φαινομενικά έστω, αντίθετες οδεύσεις και επιστημονικές ή φιλοσοφικές στάσεις; Όμως στην πραγματικότητα της πόλης δεν ισχύει καθόλου η αρχή της μη-αντίφασης, την οποία βέβαια ο Αριστοτέλης διατύπωσε αρνητικά, με οξυδέρκεια και πονηριά, διακηρύσσοντάς την απροσδιόριστη: «Το γάρ αυτό άμα υπάρχειν τε καί μη υπάρχειν αδύνατον τω αυτώ καί κατά τό αυτό» ή ακόμα «ουκ ενδέχεται τό αυτό καθ’ ένα καί τόν αυτόν χρόνον είναι καί μή είναι […] μηδέποτε τάς αντικειμένας φάσεις δυνατόν είναι κατά τών αυτών αληθεύεσθαι». Ο κύκλος στον οποίο θέλησε να μας βάλει ο Αριστοτέλης είναι ένας οντο-λογικός κύκλος, ο οποίος δύσκολα ξεπερνιέται. Ωστόσο, οι μυστικοί φιλόσοφοι όλων των καιρών έδειξαν ότι η ουσία της πραγματικότητας είναι όχι μόνο αμφίσημη ή πολύσημη, αλλά και αντιφατική. Ό,τι ωραία και καλά κατασκευάζουμε με τις λογικές κατηγορίες δεν σημαίνει ότι ισχύει εκεί έξω, μέσα μας, εδώ και τώρα ή παντού. Μπορεί η γλώσσα μας να χρησιμοποιεί τη λογική, όμως ότι είναι λογικό δεν είναι απαραίτητα και πραγματικό, όπως ήθελε ο Γκέοργκ Χέγκελ. Η πραγματικότητα μπορεί να διαψεύσει και τις πιο στέρεες λογικές οικοδομές. Όπως μπορεί να επιβεβαιώσει και την πιο τραβηγμένη φαντασία, αλλά ακόμη περισσότερο να την υπερβεί. Αυτό που λέμε πραγματικότητα δεν μπορεί να μεταγραφεί πλήρως στη γλώσσα και να δεχτεί τελεσίδικες και οριστικές διατυπώσεις. Πάντα ξεφεύγει και γλιστρά, ίσως γιατί μηδενίζεται, ίσως γιατί υπερβαίνει τα πάντα.
Ο κόσμος της πόλης δεν είναι πάντα ένας πραγματικός κόσμος. Εισάγεται και μας εισάγει μέσα στις συμβάσεις ή αντίθετα στη φύση και στην αλήθεια. Είναι η μόνη πραγματικότητα που είναι άμεσα προσιτή στον καθένα μέσα από τόσους τρόπους, όσες και οι στιγμές της ζωής μας. Όμως το να βρεις κάπου κάποτε το μοναδικό και το στιγμιαίο δεν σημαίνει, ότι δεν βρίσκεται παραδίπλα η μύηση στην πολυδιάστατη και άμορφη ουσία του υπερατομικού. Μέρος και όλον, αλήθεια και σύμβαση, ουσία και μη-ον, φύση και πολιτισμός, μοντέρνο και παραδοσιακό, συμπλησιάζουν και συναντιούνται, εκεί όπου αντιτίθενται. Εδώ δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά και εάν πρόκειται για αντίφαση, πρόκειται για μία αληθινή αντίφαση.
Πώς μπορούμε όμως να ισχυριστούμε ότι οδεύουμε προς την αυθεντική γνώση και πράξη σε έναν καιρό που οι μόδες και οι συρμοί μεταβάλλονται αστραπιαία; Είναι άραγε η επιστροφή στο παρελθόν, εννοώ το ιστορικό παρελθόν, μία κάποια λύση; Νομίζω ότι το μεμονωμένο άτομο που φέρει πίσω του μία ατομική και προσωπική ιστορία, αλλά και το ανθρώπινο γένος που φέρει τόσους αιώνες πολιτιστικής συσσώρευσης μπορούν να συγκλίνουν. Το παρελθόν ξαναζεί στο παρόν. Πως; Μέσα από τα ανθρώπινα υποκείμενα που θέτουν τη ζωή τους στην τροχιά της ιστορίας. Γινόμαστε ιστορικά όντα, όταν αναδιφούμε στο παρελθόν, ενώ οι πράξεις και τα λόγια των ιστορικών προσώπων, φυσικά δεν μας διδάσκουν, αλλά αποτελούν μέρος του καθορισμού της παροντικότητάς μας. Το παρελθόν βρίσκεται στο σήμερα ενεργό, αναδιατυπώνεται, προκαλείται, προεκτείνεται, διαφυλάσσεται, χρησιμοποιείται. Η ζωή του παρελθόντος μπορεί να μην έχει ως στόχο την κραταίωση του απόλυτου Πνεύματος, συμβάλλει όμως στη συνειδητοποίηση του εγώ, το οποίο και οικειοποιείται. Η ιστορία μας ενέχει.
Η βίωση της ιστορικότητας ως άμεση εμπειρία καταυγάζει την αλγεινή παροντικότητα. Το παρελθόν δεν έχει όμως μόνο καθησυχαστικές ιδιότητες. Είναι μεγάλο, πολύπλοκο και καθορίζει την οργάνωση του παρόντος. Ωστόσο, η εν τη πόλει βίωση απαιτεί την ανάλωση της στιγμιαία. Αν και, σύμφωνα με όσους κυνηγούν την καινοτομία και το μοντερνισμό, το παρελθόν έχει ιδιαίτερη αξία μόνο για τους ιστοριοδίφες, η ιστορία μας, όποια και εάν είναι αυτή, συνιστά το σύνολο της εμπειρικής, ζωικής, γνωστικής, αστικής ή επαρχιώτικης εν κινήσει κατάστασης πάνω στον πλανήτη γη όλων των προηγούμενων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν αφήσει τα ίχνη τους πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Μπορούμε άραγε να πούμε ότι η ιστορία υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ακόμη μέχρι και σήμερα ή ότι μόνο υπήρξε; Η διάρκειά της μας εμπεριέχει. Το παρελθόν δεν τελειώνει. Εκβάλλει στο σήμερα. Το σήμερα αποτελεί μέρος του, γιατί γίνεται αμέσως χθες.
Η ιστορία δεν ταυτίζεται μόνο με τη ρέουσα χρονικότητα των γεγονότων και των συμβάντων, αφού η δεύτερη σημασία της λέξης είναι αυτή της προσπάθειας καταγραφής και μελέτης όλου αυτού του όγκου των ιστορικών στοιχείων του παρελθόντος. Τα ίχνη της ιστορίας βρίσκονται παντού. Όλα έχουν ιστορία. Οι πολιτειακές δομές, οι θεσμοί, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι άνθρωποι δεν εμφανίστηκαν μονομιάς. Το παρελθόν μας ακολουθεί. Οι ρίζες όλων των πραγμάτων βρίσκονται κάπου πίσω στο σκοτεινό παρελθόν, σε αυτήν την άβυσσο του χρόνου. Η καταγραφή της ιστορίας προέκυψε μόνο έπειτα από τη δημιουργία των πρώτων μέγα-πόλεων, όπως ήταν η Ουρ, οι Αιγυπτιακές Θήβες, η Βαβυλώνα, η Ιερουσαλήμ, η Αθήνα, η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη κλπ. Η ιστορική καταγραφή εμφανίστηκε όπου εφευρέθηκε η γραφή. Οι λαοί χωρίς ιστορία είναι όσοι λαοί και φυλές δεν επινόησαν τη γραφή. Όμως η εφεύρεση της γραφής αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε εκεί όπου εμφανίστηκαν οι δομές της πόλης.
Ζω τη ζωή μου στη χωρική έκταση που μου αναλογεί. Είτε στη μεγαλούπολη είτε σε κάποιο άλλο μικρότερο αστικό περιβάλλον· η ζωή δεν ζει· η ζωή μικραίνει, αναλώνεται, βιώνεται, όμως αντιπαλεύει πάντα τις δυνάμεις της φθοράς και της εντροπίας, για να αναστηθεί, να θεραπευτεί να ανανεωθεί. Η ζωή φεύγει και γίνεται παρελθόν, ένα παρελθόν που κανείς δεν θυμάται εκτός από εσένα· ίσως κάποια ασήμαντα ή σημαντικά συμβάντα που έχουν σχέση με τη ζωή σου να τα θυμούνται και κάποιοι άλλοι με τους οποίους κάποτε κάπου διασταυρώθηκες. Τα πρόσωπα και οι χώροι της πόλης ή του οποιουδήποτε άλλου μέρους, όπου ανθίζει η ζωή, χάνονται για να ξανάρθουν ως ανάμνηση, ως επιστροφή. Οι «θάλασσες των άστρων» μάς καλούν να επιστρέψουμε εκεί, στον υπερουράνιο τόπο, σε μίαν άλλη πόλη και όχι σε αυτήν. Βιώνουμε την επιστροφή μέσα στο μυαλό μας ή έξω από αυτό. Το Ένα και μοναδικό αντικείμενο της οράσεώς μας και της καρδιάς μας, που είναι ταυτόχρονα και το μοναδικό υποκείμενο, στέκει απαρασάλευτο εκεί. Είναι το σημείο των σημείων.
Ένας από τους κύριους τρόπους ανεύρεσης της αυθεντικότητας είναι λοιπόν η ιστορική αναδίφηση. Το βάρος του παρελθόντος καθορίζει το βάρος και τη σημασία του παρόντος και του μέλλοντος. Με αυτό δεν υπονοείται μία οπισθοχώρηση στην παρελθοντολογία, που για κάποιους (ένας από αυτούς ήταν και ο Φρειδερίκος Νίτσε) ισοδυναμεί με κορεσμό και αδυναμία. Το μέλλον πάντα θα εμφανίζεται καινούργιο, προκλητικό, ανεξερεύνητο, μία οθόνη προβολής των επιθυμιών μας. Ωστόσο, με την αναδρομή στο παρελθόν του γένους της ανθρωπότητας, κατορθώνεται η ιχνηλασία του αυθεντικού. Πώς γίνεται αυτό; Μέσα από την προσωπική εμπειρία και συναναστροφή με τους ανθρώπους του παρελθόντος, όπως αυτοί συνεχίζουν να ζουν στο παρόν και να επιβιώνουν, εξαιτίας των μαρτυριών που βρίσκονται αποτυπωμένων στο γραπτό πολιτισμό μας. Πρόκειται άραγε για φαντάσματα;
Οι άνθρωποι του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια. Ό,τι απέμεινε και διασώθηκε από αυτούς δεν είναι παρά μία τεράστια επιφάνεια λόγου. Λόγος ποιητικός, αφηγηματικός, λόγος μυστικός, θρησκευτικός με ασκητική τάση· κείμενα φιλοσοφικά ή κείμενα που περιγράφουν τερατώδεις θεογονίες. Ημερολόγια, χρονογραφίες, αναπαραστάσεις και εξιστορήσεις μαχών, θριάμβων, εκστρατειών, νικών, ακμής και παρακμής αυτοκρατοριών. Λόγοι και αγορεύσεις περί ηθικής, προτροπές και αποστροφές. Ιατρικά κείμενα, εγχειρίδια· ύμνοι και ψαλμοί, ερωτικές ιστορίες. Η δομή του Λόγου εδράζει πάνω στις δομές της πόλης. Θα λέγαμε ότι η δομική συγκρότηση των αρθρωμένων λόγων δεν μπορεί να λειτουργήσει και να σταθεί παρά μόνο εκεί όπου στήθηκαν οι δομές εξουσίας· και πού αλλού στήθηκαν πρώτα αυτές, παρά στις πόλεις έπειτα από τη μεγάλη αγροτική και στη συνέχεια αστική επανάσταση (urbanism) των εύφορων πεδιάδων της Μεσοποταμίας, που ποτίζονταν από τον Τίγρη και τον Ευφράτη.
Η δομή της πόλης μέσα από τη δομή του λόγου περνά στο εσωτερικό των υποκειμένων συγκροτώντας τα ως άτομα. Δεν είναι τυχαίο ότι το πέρασμα από το μύθο στο Λόγο συνέβη στις πόλεις της Ιωνίας, και ότι ο ελληνικός ρασιοναλισμός έφτασε στο απόγειό του στις πόλεις-κράτη της κλασσικής και μετά-κλασσικής εποχής.
Ζωντανές πόλεις είναι οι πόλεις των ονείρων: απρόσιτες, υπέργειες, φανταστικές. Πού κείτονται; Στο άχωρο και άχρονο νοητό βασίλειο. Ωστόσο, ό,τι η εποχή μας ύστερα από τον 19ον αι. θεωρεί ως φανταστικό μέσα από την αντιστροφή όλων των αξιών του Φ. Νίτσε, την αντιστροφή του ιδεαλισμού του Γ. Χέγκελ από τον Κάρολο Μαρξ και το γκρέμισμα του Υποκειμένου από το βάθρο του, εξαιτίας του Σίγκμουντ Φρόιντ, ήταν πριν τον 19ον αι. ο μέγας κόσμος των Ιδεών, η μεγάλη αυτοκρατορία της νοησιαρχίας, ο θριαμβεύων σπιριτουαλισμός, ο χριστιανικός κόσμος των αξιών, η πλατωνική μεταφυσική. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη έφερε στην επιφάνεια και αποκατέστησε την απόλυτη αισθησιαρχία, τον επιστημονικό εμπειρισμό, αποδιαρθρώνοντας κάθε θεμέλιο προς όφελος ενός κυνικού ρεαλισμού. Μία φιλοσοφία ως μηδενολογία παρείσφρησε ολοένα και περισσότερο παντού. Όμως η υποψία ότι το μηδέν χαίνει, χωρίς να το γνωρίζουμε πάντοτε, πίσω από όλα, οδήγησε στη σκέψη ότι η αυθεντικότητα συνίσταται, επίσης, στο φιλοσοφικό θάρρος απέναντι σε αυτήν τη μοιραία και παράδοξη επίγνωση: ότι το ουσιώδες είναι αυτό το τίποτε που βρίσκουμε απειλητικά εμπρός μας. Ο θάνατος, η άγνοια, η αθλιότητα δεν μπορούν να γιατρευτούν από τον άνθρωπο, γι’ αυτό επικράτησε γύρω απ’ αυτά μια συνωμοτική σιωπή. Το πέπλο του μυστηρίου γύρω από την ύπαρξη και το είναι, αφού απομυθοποιήθηκε από τον μεταμοντέρνο μεταπολεμικό άνθρωπο έδειξε τη γύμνια του ως ένα απροκάλυπτο τίποτε. Το μόνο ον που σαγηνεύεται από αυτό το μεγάλο, άδειο, χάσκον άνοιγμα είναι ο άνθρωπος. Η ελευθερία και η διακινδύνευση που συνεπάγεται αυτή η συνειδητοποίηση αποτελούν το δίκοπο μαχαίρι και το αμφίρροπο διακύβευμα, εγγενή σε κάθε παροντική κατάσταση.
Πώς μπορούμε όμως να ισχυριστούμε ότι οδεύουμε προς την αυθεντική γνώση και πράξη σε έναν καιρό που οι μόδες και οι συρμοί μεταβάλλονται αστραπιαία; Είναι άραγε η επιστροφή στο παρελθόν, εννοώ το ιστορικό παρελθόν, μία κάποια λύση; Νομίζω ότι το μεμονωμένο άτομο που φέρει πίσω του μία ατομική και προσωπική ιστορία, αλλά και το ανθρώπινο γένος που φέρει τόσους αιώνες πολιτιστικής συσσώρευσης μπορούν να συγκλίνουν. Το παρελθόν ξαναζεί στο παρόν. Πως; Μέσα από τα ανθρώπινα υποκείμενα που θέτουν τη ζωή τους στην τροχιά της ιστορίας. Γινόμαστε ιστορικά όντα, όταν αναδιφούμε στο παρελθόν, ενώ οι πράξεις και τα λόγια των ιστορικών προσώπων, φυσικά δεν μας διδάσκουν, αλλά αποτελούν μέρος του καθορισμού της παροντικότητάς μας. Το παρελθόν βρίσκεται στο σήμερα ενεργό, αναδιατυπώνεται, προκαλείται, προεκτείνεται, διαφυλάσσεται, χρησιμοποιείται. Η ζωή του παρελθόντος μπορεί να μην έχει ως στόχο την κραταίωση του απόλυτου Πνεύματος, συμβάλλει όμως στη συνειδητοποίηση του εγώ, το οποίο και οικειοποιείται. Η ιστορία μας ενέχει.
Η βίωση της ιστορικότητας ως άμεση εμπειρία καταυγάζει την αλγεινή παροντικότητα. Το παρελθόν δεν έχει όμως μόνο καθησυχαστικές ιδιότητες. Είναι μεγάλο, πολύπλοκο και καθορίζει την οργάνωση του παρόντος. Ωστόσο, η εν τη πόλει βίωση απαιτεί την ανάλωση της στιγμιαία. Αν και, σύμφωνα με όσους κυνηγούν την καινοτομία και το μοντερνισμό, το παρελθόν έχει ιδιαίτερη αξία μόνο για τους ιστοριοδίφες, η ιστορία μας, όποια και εάν είναι αυτή, συνιστά το σύνολο της εμπειρικής, ζωικής, γνωστικής, αστικής ή επαρχιώτικης εν κινήσει κατάστασης πάνω στον πλανήτη γη όλων των προηγούμενων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν αφήσει τα ίχνη τους πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Μπορούμε άραγε να πούμε ότι η ιστορία υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ακόμη μέχρι και σήμερα ή ότι μόνο υπήρξε; Η διάρκειά της μας εμπεριέχει. Το παρελθόν δεν τελειώνει. Εκβάλλει στο σήμερα. Το σήμερα αποτελεί μέρος του, γιατί γίνεται αμέσως χθες.
Η ιστορία δεν ταυτίζεται μόνο με τη ρέουσα χρονικότητα των γεγονότων και των συμβάντων, αφού η δεύτερη σημασία της λέξης είναι αυτή της προσπάθειας καταγραφής και μελέτης όλου αυτού του όγκου των ιστορικών στοιχείων του παρελθόντος. Τα ίχνη της ιστορίας βρίσκονται παντού. Όλα έχουν ιστορία. Οι πολιτειακές δομές, οι θεσμοί, οι δρόμοι, τα κτίρια, οι άνθρωποι δεν εμφανίστηκαν μονομιάς. Το παρελθόν μας ακολουθεί. Οι ρίζες όλων των πραγμάτων βρίσκονται κάπου πίσω στο σκοτεινό παρελθόν, σε αυτήν την άβυσσο του χρόνου. Η καταγραφή της ιστορίας προέκυψε μόνο έπειτα από τη δημιουργία των πρώτων μέγα-πόλεων, όπως ήταν η Ουρ, οι Αιγυπτιακές Θήβες, η Βαβυλώνα, η Ιερουσαλήμ, η Αθήνα, η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη κλπ. Η ιστορική καταγραφή εμφανίστηκε όπου εφευρέθηκε η γραφή. Οι λαοί χωρίς ιστορία είναι όσοι λαοί και φυλές δεν επινόησαν τη γραφή. Όμως η εφεύρεση της γραφής αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε εκεί όπου εμφανίστηκαν οι δομές της πόλης.
Ζω τη ζωή μου στη χωρική έκταση που μου αναλογεί. Είτε στη μεγαλούπολη είτε σε κάποιο άλλο μικρότερο αστικό περιβάλλον· η ζωή δεν ζει· η ζωή μικραίνει, αναλώνεται, βιώνεται, όμως αντιπαλεύει πάντα τις δυνάμεις της φθοράς και της εντροπίας, για να αναστηθεί, να θεραπευτεί να ανανεωθεί. Η ζωή φεύγει και γίνεται παρελθόν, ένα παρελθόν που κανείς δεν θυμάται εκτός από εσένα· ίσως κάποια ασήμαντα ή σημαντικά συμβάντα που έχουν σχέση με τη ζωή σου να τα θυμούνται και κάποιοι άλλοι με τους οποίους κάποτε κάπου διασταυρώθηκες. Τα πρόσωπα και οι χώροι της πόλης ή του οποιουδήποτε άλλου μέρους, όπου ανθίζει η ζωή, χάνονται για να ξανάρθουν ως ανάμνηση, ως επιστροφή. Οι «θάλασσες των άστρων» μάς καλούν να επιστρέψουμε εκεί, στον υπερουράνιο τόπο, σε μίαν άλλη πόλη και όχι σε αυτήν. Βιώνουμε την επιστροφή μέσα στο μυαλό μας ή έξω από αυτό. Το Ένα και μοναδικό αντικείμενο της οράσεώς μας και της καρδιάς μας, που είναι ταυτόχρονα και το μοναδικό υποκείμενο, στέκει απαρασάλευτο εκεί. Είναι το σημείο των σημείων.
Ένας από τους κύριους τρόπους ανεύρεσης της αυθεντικότητας είναι λοιπόν η ιστορική αναδίφηση. Το βάρος του παρελθόντος καθορίζει το βάρος και τη σημασία του παρόντος και του μέλλοντος. Με αυτό δεν υπονοείται μία οπισθοχώρηση στην παρελθοντολογία, που για κάποιους (ένας από αυτούς ήταν και ο Φρειδερίκος Νίτσε) ισοδυναμεί με κορεσμό και αδυναμία. Το μέλλον πάντα θα εμφανίζεται καινούργιο, προκλητικό, ανεξερεύνητο, μία οθόνη προβολής των επιθυμιών μας. Ωστόσο, με την αναδρομή στο παρελθόν του γένους της ανθρωπότητας, κατορθώνεται η ιχνηλασία του αυθεντικού. Πώς γίνεται αυτό; Μέσα από την προσωπική εμπειρία και συναναστροφή με τους ανθρώπους του παρελθόντος, όπως αυτοί συνεχίζουν να ζουν στο παρόν και να επιβιώνουν, εξαιτίας των μαρτυριών που βρίσκονται αποτυπωμένων στο γραπτό πολιτισμό μας. Πρόκειται άραγε για φαντάσματα;
Οι άνθρωποι του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια. Ό,τι απέμεινε και διασώθηκε από αυτούς δεν είναι παρά μία τεράστια επιφάνεια λόγου. Λόγος ποιητικός, αφηγηματικός, λόγος μυστικός, θρησκευτικός με ασκητική τάση· κείμενα φιλοσοφικά ή κείμενα που περιγράφουν τερατώδεις θεογονίες. Ημερολόγια, χρονογραφίες, αναπαραστάσεις και εξιστορήσεις μαχών, θριάμβων, εκστρατειών, νικών, ακμής και παρακμής αυτοκρατοριών. Λόγοι και αγορεύσεις περί ηθικής, προτροπές και αποστροφές. Ιατρικά κείμενα, εγχειρίδια· ύμνοι και ψαλμοί, ερωτικές ιστορίες. Η δομή του Λόγου εδράζει πάνω στις δομές της πόλης. Θα λέγαμε ότι η δομική συγκρότηση των αρθρωμένων λόγων δεν μπορεί να λειτουργήσει και να σταθεί παρά μόνο εκεί όπου στήθηκαν οι δομές εξουσίας· και πού αλλού στήθηκαν πρώτα αυτές, παρά στις πόλεις έπειτα από τη μεγάλη αγροτική και στη συνέχεια αστική επανάσταση (urbanism) των εύφορων πεδιάδων της Μεσοποταμίας, που ποτίζονταν από τον Τίγρη και τον Ευφράτη.
Η δομή της πόλης μέσα από τη δομή του λόγου περνά στο εσωτερικό των υποκειμένων συγκροτώντας τα ως άτομα. Δεν είναι τυχαίο ότι το πέρασμα από το μύθο στο Λόγο συνέβη στις πόλεις της Ιωνίας, και ότι ο ελληνικός ρασιοναλισμός έφτασε στο απόγειό του στις πόλεις-κράτη της κλασσικής και μετά-κλασσικής εποχής.
Ζωντανές πόλεις είναι οι πόλεις των ονείρων: απρόσιτες, υπέργειες, φανταστικές. Πού κείτονται; Στο άχωρο και άχρονο νοητό βασίλειο. Ωστόσο, ό,τι η εποχή μας ύστερα από τον 19ον αι. θεωρεί ως φανταστικό μέσα από την αντιστροφή όλων των αξιών του Φ. Νίτσε, την αντιστροφή του ιδεαλισμού του Γ. Χέγκελ από τον Κάρολο Μαρξ και το γκρέμισμα του Υποκειμένου από το βάθρο του, εξαιτίας του Σίγκμουντ Φρόιντ, ήταν πριν τον 19ον αι. ο μέγας κόσμος των Ιδεών, η μεγάλη αυτοκρατορία της νοησιαρχίας, ο θριαμβεύων σπιριτουαλισμός, ο χριστιανικός κόσμος των αξιών, η πλατωνική μεταφυσική. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη έφερε στην επιφάνεια και αποκατέστησε την απόλυτη αισθησιαρχία, τον επιστημονικό εμπειρισμό, αποδιαρθρώνοντας κάθε θεμέλιο προς όφελος ενός κυνικού ρεαλισμού. Μία φιλοσοφία ως μηδενολογία παρείσφρησε ολοένα και περισσότερο παντού. Όμως η υποψία ότι το μηδέν χαίνει, χωρίς να το γνωρίζουμε πάντοτε, πίσω από όλα, οδήγησε στη σκέψη ότι η αυθεντικότητα συνίσταται, επίσης, στο φιλοσοφικό θάρρος απέναντι σε αυτήν τη μοιραία και παράδοξη επίγνωση: ότι το ουσιώδες είναι αυτό το τίποτε που βρίσκουμε απειλητικά εμπρός μας. Ο θάνατος, η άγνοια, η αθλιότητα δεν μπορούν να γιατρευτούν από τον άνθρωπο, γι’ αυτό επικράτησε γύρω απ’ αυτά μια συνωμοτική σιωπή. Το πέπλο του μυστηρίου γύρω από την ύπαρξη και το είναι, αφού απομυθοποιήθηκε από τον μεταμοντέρνο μεταπολεμικό άνθρωπο έδειξε τη γύμνια του ως ένα απροκάλυπτο τίποτε. Το μόνο ον που σαγηνεύεται από αυτό το μεγάλο, άδειο, χάσκον άνοιγμα είναι ο άνθρωπος. Η ελευθερία και η διακινδύνευση που συνεπάγεται αυτή η συνειδητοποίηση αποτελούν το δίκοπο μαχαίρι και το αμφίρροπο διακύβευμα, εγγενή σε κάθε παροντική κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου