Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Philosophy and imaginative literature. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Philosophy and imaginative literature. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

ΟΜΟΙΩΜΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ



Από τον Σοφιστή του Πλάτωνα, όπου γίνεται λόγος για την τεχνητή εικόνα, που δεν είναι πιστή αναπαράσταση αλλά μία ομοίωση [1], έως την επανάληψη της διαφοράς του Ζιλ Ντελέζ [2], η έννοια του simulacrum υπάρχει ως το ακαθόριστο των μεταλλαγών, που δεν εδράζει, ούτε στο Υποκείμενο, ούτε στο Αντικείμενο, αλλά σε έναν ανοίκειο χώρο, απροσέγγιστο, απατηλό. Υπάρχουν αρκετά γνωστά έργα που χρησιμοποιούν την ιδέα του simulacrum. Στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας, το έργο του Karel Čapek, R.U.R Rossums Universal Robots, εμφανίστηκε το 1921, εισάγοντας στο λεξιλόγιο τον όρο «ρομπότ». Ο Čapek αναφέρεται σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ανδροειδών, που μοιάζουν επιφανειακά ανθρώπινα. Η χρησιμοποίησή τους όμως από τον άνθρωπο δεν διαρκεί πολύ, διότι ακολουθεί η επανάστασή τους και ο αφανισμός του ανθρώπινου είδους.



 Στο έργο του Stanislaw Lem, Solaris (1961), τα ομοιώματα των εξωγήινων συγχέονται με τα ομοιώματα των γήινων, σε ένα παιχνίδι όπου δεν ξεχωρίζει το νόθο και το αληθινό. Ακόμη, όλο το έργο του Philip Dick διαπνέεται από το ίδιο θέμα, με ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό το ομώνυμο μυθιστόρημα The Simulacra (1964), που αφορά στην έννοια της ομοίωσης ως μέσο εξαπάτησης και κυριαρχίας. Αλλά και το έργο του ίδιου, το Do Androids Dream of Electric Sheep? (1968), μεταφέρθηκε με επιτυχία στην οθόνη με την ταινία Blade Runner, απεικονίζοντας ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, όπου η ανθρώπινη κοινωνία και ο κόσμος βρίθει ομοιωμάτων.


Το ομοίωμα είναι μία αντανάκλαση, που αντανακλά και πάλι το ομοίωμα, μία άλλη αντανάκλαση. Το ομοίωμα, αν και κατάγεται από την φαντασία, είναι λιγότερο φανταστικό από τα καθαρά πλάσματα της φαντασίας. Όταν ο επιστήμονας Φρανκεστάιν σκέφτεται να δημιουργήσει το εξάμβλωμα του, το τέρας του Φράνκεστάιν, εξαρτάται μόνο από τον ίδιο εάν θα το φέρει στη ζωή. Με άλλα λόγια, ο νεαρός επιστήμονας είναι ελεύθερος, και απολύτως υπεύθυνος για ό,τι πρόκειται να δημιουργήσει. Το τέρας του Φρανκεστάιν είναι πράγματι τερατώδες και ομοίωμα, ενώ ο δημιουργός του αναρωτιέται για την αλήθεια του ομοιώματος, γεγονός που υποδηλώνεται από το ότι βρίσκεται διαρκώς στα ίχνη του, όπως και το τέρας της ομοίωσής του τον ακολουθεί όπου και εάν πάει. Το τέρας του Φρανκεστάιν δεν είναι φυσικό, αλλά ομοίωμα παρά φύση, αν και πραγματικό υλικό ον, άρα δεν κατάγεται από μία αγαθοποιό αρχή, αλλά προκαλεί στον δημιουργό του όλα τα ηθικά διλήμματα, που συνοδεύουν έκτοτε το επιστημονικό πνεύμα. Έτσι η πραγματικότητα του τέρατος του Φρανκεστάιν χάνει μέρος της βαρύτητάς της, είναι ένα ομοίωμα της πραγματικότητας, όπως και η νουβέλα της Μαίρη Σέλλευ [3] είναι ένα ομοίωμα, μία φανταστική επινόηση και όχι μία πραγματικότητα, αν και κρύβει την αλήθεια για την ανθρώπινη ελευθερία.   
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν βρίσκεται κάποιο τέλος, ένας σκοπός και προορισμός σε μία απόλυτη ομοίωση, πέραν όλων των μεταλλαγών και μεταμορφώσεων. Συχνά υποθέτουμε ότι υπάρχει πράγματι μία έσχατη ομοίωση [4]. Εάν η ομοίωση είναι πραγματικά πετυχημένη, όσο και η πραγματικότητα, ποιός ο λόγος να διαφέρουν; Επίσης, αν η ανθρωπότητα βίωνε μία καθολική ομοίωση, δεν θα επρόκειτο για υποχώρηση στην ψευδαίσθηση ή στην πίστη ότι όλα αποτελούν περιεχόμενο του ανθρώπινου νου, καθώς η ομοίωση και όχι ο νους δημιουργεί τις παραστάσεις. Χωρίς αυτήν την πρωταρχική οπτική δεν μπορεί να υπάρξει κανένα βλέμμα, και κάθε βλέμμα θα χανόταν, καθώς δεν θα υπήρχε κανένας ορίζοντας σε μία ατελεύτητη έρημο. Όμως αν υπάρχει πράγματι αυτή η πρωταρκτικότητα του βλέμματος, αυτού που οδηγεί στην αναπαραγωγή των υπολοίπων, τότε και αυτή η αρχική οπτική δεν θα ήταν μία οπτική πέραν κάθε αλήθειας. Αντίθετα θα εντασσόταν εις το διηνεκές στο παίγνιο των αλλαγών και των κοιταγμάτων. Το θέμα είναι ότι η ακούραστη και φιλεύρευνη σκέψη του ανθρώπου έχει ανάγκη όχι να δικαιωθεί, αλλά αυτός να μπορεί να κοιτάξει κατάματα το φως και τότε να μισοκλείσει τα βλέφαρα, γιατί αλλιώς θα τυφλωθεί από την ανελέητη φωταύγεια.
Όταν ο Jean Baudrillard σημειώνει στο έργο του Simulacres et Simulation ότι η αδυνατότητα να αποκαλυφθεί το απόλυτο επίπεδο του πραγματικού είναι της ίδιας τάξης με την αδυνατότητα να υπάρξει η ψευδαίσθηση, δεν εννοεί μόνο ότι το πραγματικό δεν είναι πια δυνατό, μία παρωδία, μία υπερ-ομοίωση [5] . Η ομοίωση δεν μπορεί να διαλυθεί απλώς με την έλευση της αυθεντικότητας. Ωστόσο, τα νοήματα δεν παύουν επειδή βάλλονται από άλλα νοήματα. Αυτό που θα φανερωνόταν ως νεόκοπο δεν χάνεται, αλλά επανατίθεται. Το ομοίωμα διακρίνεται σαν μία ψευδαίσθηση, μία παροδική άρνηση του αληθινού, και αρχίζει εκεί που το αληθινό του πραγματικού αμφισβητείται. Το μη-ον του ομοιώματος, των simulacra, δεν αρνείται το νόημα, παρακινεί την παραγωγή του. Φυσικά, εάν επαναληφτεί, ίσως οδηγηθεί και πάλι σε ένα άλλο simulacrum. Μακάρι, η πραγματικότητα του νοήματος, των ανθρώπινων σχέσεων, να υπήρχε ως απόλυτη αλήθεια. Η βεβαιότητα που θα υποκαθιστούσε το ομοίωμα δεν θα επαρκούσε να εξαλείψει το βλέμμα της διαφοράς, με μία ταυτότητα. Όλη η υφέρπουσα διαδικασία της παραγωγής νοήματος δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατή, ούτε κατανοητή εκατέρωθεν. Δεχόμαστε συχνά λοιπόν ότι ένα simulacrum αντικαθιστά ένα άλλο simulacrum.
Αυτή η στροφή των υποψιών ενάντια στο εικονικό, και στη δημιουργία ψευδεπίγραφων ομοιωμάτων του πραγματικού, φάνηκε στην παντελή άρνηση της κοινωνίας του θεάματος από τον Γκυ Ντεμπόρ [6] και κάποιους από τους Καταστασιακούς. Ωστόσο, δεν προέβλεψαν τη λαγνεία των μαζών του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας για συμμετοχή στην κοινωνία αυτή. Η δυνατότητα για μία νέα πιο ενεργητική ζωή στο εσωτερικό της κοινωνίας του θεάματος υπάρχει πλέον σε περισσότερους ανθρώπους. Η ψηφιακή ζωή δεν είναι ένα είδος εμπορεύματος που διαψεύδει τον εαυτό του, μία αφαίρεση που οργανώνει μοναχικά πλήθη. Όμως η έντονα δικαιολογημένη μαρξιστική κριτική βρίσκεται τώρα εμπρός στον συνδυασμό της εικόνας με το περιεχόμενο που κατορθώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναβαθμίζεται και να διευρύνεται η ανθρώπινη λογιοσύνη. Η αναπαράσταση της ενεργούς ψηφιακής ζωής δεν είναι απλώς αναπαράσταση, που δεν επιτρέπει ή συσκοτίζει την εμφάνιση ενός υποτιθέμενου κρυμμένου επιπέδου ανθρώπινων χαρακτηριστικών, αλλά είναι ταυτόχρονα συνειδητοποίηση της γνώσης, προσέγγιση του συγκεκριμένου, εύρεση του ψυχαγωγικού και του ωραίου, διαρκές θέαμα και κατά βούληση εξέλιξη. Όμως, όπως είχε προβλεφτεί από την Επιστημονική Φαντασία, δεν περνάμε για μία ακόμη φορά στην αλήθεια του νοήματος, αλλά στο θέαμα ή ομοίωμά της, το οποίο τώρα διαμορφώνει την αλήθεια, όταν η υποψία περί της αλήθειας απομακρύνεται, αλλά μόνο προσωρινά.





[1] Πλάτων, Σοφιστής 236b, 264c.
[2] Gilles Deleuze, Difference end Repetition, Transl. by Paul Patton, Columbia University Press, New York 1994, 1-27, για το Simulacrum βλ. 66-69, 277-8 κ.α.  
[3] Mary Shelley, Frankenstein or the Modern Prometheus. Edited with an Introduction and Notes by Maurice Hindle, Penguin 1992.
[4] Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση του David J. Chalmers, στο S. Schneider (ed.), Science Fiction and Philosophy. From time travel to superintelligence. Wiley-Blackwell, U.K. 2009, 33-52, καθώς δείχνει ότι η υπόθεση της γενικής ομοίωσης δεν είναι κατεξοχήν σκεπτικιστική αλλά μεταφυσική.
[5] Jean Baudrillard, Simulacra and Simulation. Transl. by Sheila Faria Glaser, The University of Michigan Press, 2010 (1981), 19.
[6] Βλ. Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος. Μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Σ. Γ. Πασχάλης, Θεσσαλονίκη 1986, 9-53 κ.α.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Αβίαστη και βασανιστική υποψία. Η προσέγγιση του «Κλεμμένου Γράμματος»



Συχνά το αντικείμενο της υποψίας, αν και μοιάζει εκ πρώτης όψεως απίστευτα ισχυρό, και ανθεκτικό σε αυτήν, μπορεί να την παρέχει άμεσα και αβίαστα στον αναγνώστη. Θα ονομάσουμε αυτήν την υποψία, προσέγγιση του «Κλεμμένου Γράμματος», όπως στο χαρακτηριστικό διήγημα του Edgar Allan Poe (The Purloined Letter). Αβίαστη είναι η υποψία όταν τελικά έρχεται η λύση του μυστηρίου και παρατίθεται ο τρόπος που ο ντετέκτιβ έλυσε το μυστήριο. Αβίαστη και βασανιστική είναι όμως εξίσου για τον ένοχο και τον ντετέκτιβ, ενώ είναι μόνο αβίαστη για τον αναγνώστη-θεατή, αφού τα ερωτήματα μένουν έως την τελική λύση για αυτόν μυστηριωδώς αναπάντητα. Ο αναγνώστης-θεατής είναι λοιπόν σε μία προνομιούχο θέση, αφού η λύση έρχεται κατά την πορεία της ανάγνωσης, χωρίς ο ίδιος να κουραστεί διόλου. Αντίθετα με αυτόν, ο ένοχος επιδιώκει το αβίαστα κρυμμένο με βασανιστικό τρόπο, ενώ ο  ντετέκτιβ-αναζητητής επιδιώκει με μύριους κόπους να έρθει η αλήθεια στο φως, και μηχανεύεται μία αβίαστη λύση με βασανιστικό και επικίνδυνο τρόπο. Όμως ακόμη και το γεγονός ότι ήδη από την αρχή ο αναγνώστης μοιάζει να βρίσκεται στο σκοτάδι και αγνοεί τι πραγματικά συμβαίνει, ουσιαστικά αυτή η άγνοια, είναι που λυτρώνει. Είναι μία «σοφή άγνοια» (docta ignorantia), όπως έλεγε ο Nicolaus Cusanus, όταν μιλούσε για την προσπάθεια κατανόησης του υπέρτατου μυστηρίου. Στόχος αυτού του περίπλοκου παιχνιδιού ανάμεσα στον ντετέκτιβ και τον ένοχο υποψίας είναι η άκοπη απόλαυση του αναγνώστη. Η υποψία καλύπτεται τέλεια δια της μη κάλυψής της. Η αντίθεση μοιάζει να μην αγγίζει τον αναγνώστη, ο οποίος αναγνωρίζει στο παράδοξο τη χαρά του να μην γνωρίζει ό,τι θα μπορούσε να γνωρίζει, αλλά είναι τόσο γνωστό, ώστε δεν το γνωρίζει!
Κατά ανάλογο τρόπο, όταν κανείς βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα φιλοσοφικό κείμενο μπορεί να επιλέξει είτε την αβίαστη είτε τη βασανιστική προσέγγιση. Εάν επιλέξει την αβίαστη προσέγγιση θα θεωρήσει τις αλήθειες που παρέχονται ως θέσφατα, δεδομένες και παραδεδεγμένες· κοντολογίς προσεγγίζει το σώμα της γνώσης ως τέλεια σχηματισμένο. Αντίθετα, εάν επιλέξει τη βασανιστική προσέγγιση, ίσως σταθεί συχνά και στη θέση του αναζητητή και του ενόχου. Θα είναι ένας γνήσιος αναζητητής, εάν προσπαθήσει να μαντέψει τις προθέσεις και την εκδίπλωση της σκέψης σε όλες τις όψεις και προοπτικές της. Ενώ μπορεί να πάρει τη θέση του ενόχου εάν φορτώσει στο εγώ του το βαρύ φορτίο να αντιπαλέψει με δόλιο και πονηρό τρόπο τη φιλοσοφική σκέψη: εδώ κρύβεται η ψύχωση, η παραπλανητική προβολή του εγώ, η φανταστική ανασκόπηση, η συναισθηματική έξαρση, το ντελίριο, και η τελική διαπίστωση ότι το παιχνίδι είναι στημένο εξαρχής, αλλά και ότι η τάξη υπάρχει μόνο όσο συνεχίζουμε να παίζουμε. Φυσικά, κατά βάθος δεν υφίσταται πια καλό και κακό· στη φιλοσοφική σκέψη δεν υπάρχει καλός ντετέκτιβ και κακός υπουργός, ούτε κάποια κυρία της οποίας η υπόληψη πρέπει να διαφυλαχτεί. Όλα τα παίγνια είναι ανοιχτά, αινιγματικά, ενώ οι λύσεις πάντα προσωρινές. Η λύση του δράματος, η αποκατάσταση μας αφορά όλους, αλλά το ένοχο στοιχείο είναι πια τόσο φανερό, ώστε η αποκάλυψή του δεν παίζει κανένα ρόλο.
Η προσέγγιση του «κλεμμένου γράμματος» αφορά λοιπόν κυρίως τη μορφή, τη μέθοδο που μπορεί να ακολουθηθεί. Δεν είναι στοιχείο της ουσίας, αλλά παρουσιάζεται ως δομική πραγματικότητα, για τούτο αφορά τη δυνητικότητα, τον τρόπο κίνησης της σκέψης από το ένα σημείο στο άλλο, όταν η πράξη δεν την εμποδίζει. Η χαρά του αναγνώστη δεν έγκειται στην ίδια την εύρεση της αλήθειας, αλλά στον τρόπο που αυτή φανερώνεται. Φυσικά, καθαυτό το γεγονός της ύπαρξης της αλήθειας είναι από μόνο του λυτρωτικό και ελπιδοφόρο. Το ίδιο το πράγμα που κρύβεται δια της παρουσίας του, δεν είναι άλλο από το αντικείμενο, το petit objet à, του Jacques Lacan, το οποίο όλοι αναζητούν και επιζητούν να ανακαλύψουν, καθόλου αυτονόητο, αλλά φυσικά και παραδόξως αφύσικα, ευνόητο. Ο πόθος για αυτό υπάρχει διαρκώς μετά και πριν την ανακάλυψή του, μετά και πριν την ύπαρξή του. Είναι το ίδιο μία παγίδα καλοστημένη, φαινομενικά απλή, απλά φανερή, στην οποία η φιλοσοφική σκέψη δεν πρέπει να πέσει. Αντίθετα οφείλει να τη χρησιμοποιήσει, να τη χειριστεί πρόθυμα, να την αποκαλύψει.              

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΥ


Μία φαινομενικά συγκροτημένη, φιλόδοξη και πολύ πρωτότυπη προσπάθεια ερμηνείας της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε όταν ονειρευόμαστε, προτάθηκε από τον άγγλο αεροναυτικό του μεσοπολέμου Τζον Γουίλιαμ Ντάν, στο έργο του Ένα πείραμα με το Χρόνο (1927). Ο Τ.Γ. Νταν προσπάθησε να δείξει μέσω των προσωπικών του εμπειριών, του πειραματισμού σε άλλα υποκείμενα, αλλά και μέσω της πλήρους ανάπτυξης μίας αναλυτικής θεωρίας, ότι όταν πέφτουμε για ύπνο και βλέπουμε όνειρα, τότε στην πραγματικότητα βιώνουμε ένα πέρασμα σε μία συγχρονία, όπου το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον συμπίπτουν. Ο Τ.Γ. Νταν, αν και χρησιμοποιεί μία διαδικασία, όσο μπορούσε στην εποχή του περισσότερο επιστημονική, με στατιστικά στοιχεία, σχεδιαγράμματα και πειραματισμό, κατέληξε σε μία θεωρία, όπου συνδέονται ο χρόνος, τα όνειρα, η συνείδηση και η αιωνιότητα. Τόνισε ότι ο παρατηρητής ως υποκείμενο μπορεί να χρησιμοποιεί ανορθολογικά κριτήρια, αλλά η φυσική πραγματικότητα είναι η μόνη γνήσια βάσανος των θετικών και φυσικών επιστημών. Παρ’ όλα αυτά οδηγήθηκε ως προς τα συμπεράσματά του σε μία «μυστική» σύλληψη του χρόνου των ονείρων ως ένα totum simul, μία απολύτως μοναδική και σύγχρονη, αξεδιάλυτη κατάσταση. Προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα: αφού τα όνειρα δεν είναι γνωστά και δεν ελέγχονται ούτε από τον παρατηρητή, ούτε από τον παρατηρούμενο, τότε από ποιόν ελέγχονται; Ποιος στέλνει τα όνειρα; Μοιάζει λοιπόν, αυτός ο απροσδιόριστος φαινομενικά χρόνος των ονείρων με μία μορφή μυστικής εμπειρίας, μία επαφή με την αιωνιότητα και το θείο. Αυτά τα συμπεράσματα και αυτή η θεωρία δεν είναι καθόλου νέα, εάν σκεφτούμε τον αρχαίο μυστικισμό, όπως αυτόν των Νεοπλατωνικών, του Πλωτίνου ή του Βοήθιου.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε περί πολλού το έργο αυτό του Τ.Γ. Νταν, αν και προσπάθησε να ανασκευάσει τη συλλογιστική του. Ιδιαίτερα επέμενε στη regressus ad infinitum των νοητών υποκειμένων-παρατηρητών, που ονειρεύονται περνώντας ο καθένας σε ένα νέο διαφορετικό χρόνο, αφού διακρίνεται ως πρώτος ο ένας χρόνος, δεύτερος ο άλλος, τρίτος ο άλλος και ούτω καθεξής. Οδηγήθηκε έτσι ο Νταν σε μία αθέμιτη τμήση του χρόνου που δεν βοηθά στον στόχο του να αποδείξει την ενιαία φύση του. Ο συγγραφέας πάντως, από όσο μπορεί κανείς να δει στο έργο του, υπερβαίνει αυτό το πρόβλημα με την τοποθέτηση ενός υπέρτατου γενικού παρατηρητή, εντός του οποίου περιέχονται όλα τα όνειρα που ονειρευόμαστε. Επίσης, κατά τον Μπόρχες, ο Νταν θεωρώντας ως δεδομένο ότι τα όνειρα προβλέπουν το μέλλον, πράγμα φυσικά που δεν γίνεται εύκολα πιστευτό, το μέλλον προϋπάρχει σε μία ενιαία μορφή με το παρόν και το παρελθόν στην ονειρική διάσταση, και μετατρέπεται κατά αυτόν τον τρόπο σε μία ακόμη διάσταση του χώρου  – τούτο φαίνεται άλλωστε και από την επιρροή που δέχτηκε από την παρόμοια θέση του Τζώρτζ Χέρμπερτ Ουέλς στο περίφημο μυθιστόρημα του Η Μηχανή του Χρόνου. Έτσι κάθε ατομικό μέλλον γίνεται μία ακόμη γραμμή στον χώρο. Η απειρία του χρόνου, την οποία συσσωρευμένη θα πρέπει να έχει αυτό το στιγμιαίο χρονικό συνεχές, είναι ταυτόχρονα και μία απειρία εκτεινόμενη στο χώρο. Αυτό που αναγνωρίζει ο Μπόρχες ως θετικό και μάλιστα αισθητικά πολύ ευχάριστο στη θεωρία του Ντάν είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, όταν ο καθένας μας κοιμάται και ονειρεύεται, γεύεται ήδη από τώρα την αιωνιότητα. Ό,τι ονειρευόμαστε, πλάθοντας μία ιστορία στον ύπνο μας, είναι το άμεσο χθες και το άμεσο αύριο. Μόνο που όλα γίνονται σε μία απόλυτη στιγμή.


Ο Μπόρχες αναφέρεται στον Πλωτίνο, αλλά αδυνατεί να διακρίνει τον συσχετισμό της ονειρικής απόλυτης στιγμής σε σχέση με την ψυχολογία των Εννεάδων, επειδή έχει στο νου του έναν ακίνητο και ψυχρό πλατωνικό κόσμο αρχετύπων. Ο νοητός κόσμος για τον Πλωτίνο ταυτίζεται με το αιώνιο, και όπως στον Πλάτωνα δεν έχει αρχή και τέλος. Ο Πλωτίνος όμως για να ξεφύγει από το χάσμα αιώνιου και έγχρονου καταφεύγει στην «εχρόνωση» της ψυχής, τόσο της ατομικής όσο και της καθολικής. Χάρη στην καθολική θεώρηση του κόσμου ως έμψυχου και ζωντανού όντος η χρονική στιγμή συνδέεται με την αιώνια διάρκεια. Η Ψυχή του Κόσμου κατέρχεται για να δημιουργήσει τον χρόνο, αλλά και –τόσο ως καθολική, όσο και ως ατομική- ανέρχεται για να αφθαρτοποιηθεί στα νερά του Σιλωάμ, κατά τον Γκαστόν Μπάσελαρ (Η εποπτεία της στιγμής). Είναι αυτή η έξαρση και έκσταση της ατομικής ψυχής που μετουσιώνει τον χρόνο σε αιώνια και νοητή ουσία.
Όμως η καινοτομία του Πλωτίνου δεν έγκειται μόνο σε αυτό, εφόσον η Ψυχή του Κόσμου και η Υπόσταση της Ψυχής κατά την καθοδική απορροή των υποστάσεων παράγουν κατ’ ανάγκην τον αισθητό κόσμο, άρα και τον χρόνο. Τελικά η ελευθερία της ψυχής είναι μεγαλύτερη ακόμη και από την ζωή του Νου –όπου εστιάζεται η αιωνιότητα. Η μετάβαση της ψυχής στο Εν συνεπάγεται ακόμη και την υπέρβαση του Αιώνος. Επέκεινα του Όντος και εντός του Αιώνος και του Ενός, η ψυχή εγκαθίσταται για μία στιγμή και μόνο. Η υπέρβαση έχει γίνει και η μυστική εμπειρία «δι-αιωνίζεται».

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Everything and Nothing

Στο σύντομο Μπορχεσιανό αφήγημα με τίτλο Everything and Nothing, που αναφέρεται στον Σαίξπηρ, ο κόσμος παρουσιάζεται ως το όνειρο του Θεού, όπως μπορεί αντίστοιχα να θεωρηθούν τα θεατρικά, ποιητικά και λογοτεχνικά έργα ως τα όνειρα ενός ανθρώπου. Πρόκειται για μία Νεοπλατωνική ερμηνεία της δημιουργίας του ποιητή/ καλλιτέχνη, αφού αυτός παρουσιάζεται να ασκεί την ίδια λειτουργία με το Θεό: να ονειρεύεται. Ποιεί έναν κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο που ο Θεός ή οι θεοί δημιουργούν τον κόσμο και εκφράζονται μέσα από τις ανθρώπινες υπάρξεις. Η ίδια ιδέα μπορεί να νοηθεί ως δυνατότητα πολλών κόσμων σε αντιστοιχία με πολλούς θεούς ή ως αιώνια επανάληψη κύκλων που αποτελούν τα όνειρα ενός Θεού.
Τα πολλαπλά εγώ, τα οποία ζει ως personae ο καλλιτέχνης, αντιστοιχούν στις ποικίλες αισθητές μορφοποιήσεις της μίας ύπαρξης, της οποίας, ωστόσο, η αλήθεια αμφισβητείται. Η πορεία του ανθρώπου είναι μία αγωνιώδης προσπάθεια αφαίρεσης του προσωπείου, για να φανεί ή να αποκτηθεί ένα αληθινό πρόσωπο· ακόμη απώτερος στόχος είναι να γίνει ορατό το αληθινό πρόσωπο του Θεού που υποτίθεται ότι βρίσκεται πίσω από όλες τις μεταμορφώσεις του Όντος. Όμως η υποψία ότι δεν βρίσκεται κανείς πίσω ή εκεί πάνω είναι έκδηλη. Ο μηδενισμός και η ψευδαίσθηση της πολλαπλότητας επεκτείνονται και στο θείο και στο ανθρώπινο.
Αγνοώντας την αληθινή ουσία και ύπαρξη, ο Σαίξπηρ του Μπόρχες προσπαθεί να αποκτήσει μία ή πολλές υπάρξεις μέσα από διάφορες εμφανίσεις, είτε είναι ο Καίσαρ, είτε η Ιουλιέτα, είτε ο Μάκβεθ. Όμως το ερώτημα που ανακύπτει έχει ως εξής: εάν δεν είμαι αυτό που είμαι, τότε τι είμαι; Η αναζήτηση του αυθεντικού σε έναν κόσμο άπειρων αλλαγών είναι αδύνατη, εκτός και εάν κανείς αποποιηθεί όλες τις συμβατικότητες και αναπαραστάσεις: τότε όμως μένει άραγε κάτι; ή απλώς το ίδιο το θεμέλιο φαίνεται ως μία ακόμη ψευδαίσθηση; Ζώντας σε έναν κόσμο και ένα χρόνο χωρίς επιστροφή, το μόνο που ζητά είναι ακριβώς αυτό: η τάση εγκατάλειψης όλων με σκοπό την απόκτηση μίας ανώλεθρης πρωταρχικότητας που εξέλειπε. Όμως τίποτε δεν κρύβεται, γιατί τίποτε δεν υπάρχει για να κρυφτεί. Ο ίδιος ο Σαίξπηρ είναι μία ακόμη μορφή του ονείρου, ο οποίος ονειρεύεται διάφορα όνειρα, καλλιτεχνικά και άλλα, όπως και ο Θεός δεν είναι παρά μόνο ένα όνειρο και την ίδια στιγμή ένας ονειρευτής, που ονειρεύεται μία μορφή του Σαίξπηρ. Εντός ενός χωροχρόνου δίχως όρια κάθε προσπάθεια να συλληφθεί κάτι σταθερό και μόνιμο αναιρείται, αφού όλα είναι πολλά και τίποτε, και ο ίδιος ο ποιητής ανάμεσα στις τόσες θεατρικές παραλλαγές που επινοεί ονειρεύεται ακόμη και αυτή την αυθεντική ύπαρξη και ουσία του.