Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Η υποψία της μεταφυσικής και του ονειρικού


Ο flâneur είναι ο κατεξοχήν δημιουργός νοήματος ανάμεσα στους άλλους περιπατητές. Είναι ο περιπατητής που διασκεδάζει να πλανάται στους δρόμους των πόλεων, που έχει ως σκοπό το άσκοπο της περιπλάνησης, αποκρυπτογραφώντας τα σημεία που υπάρχουν υπερβολικά πολλά παντού γύρω του. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο έργο του Arcades Project γράφει ότι οι πόλεις είναι σαν ο άνθρωπος να πραγματοποίησε το πανάρχαιο όνειρό του, τον λαβύρινθο. Οι όψεις της περιπλάνησης στις πόλεις, κρύβουν πολλά μυστικά, τα οποία προσπαθεί να ξεκλειδώσει, αποδυόμενος στην καταγραφή και αποδελτίωση χιλιάδων παραπομπών από συγγραφείς πριν από αυτόν. Το μυστικό, ωστόσο, του Μπένγιαμιν δεν έγκειται στην πληθώρα των παραπομπών αλλά στο κριτήριο της επιλογής τους: αναφέρονταν όλοι στη μεταφυσική διάσταση της πόλης.
Ο περιπλανητής, ο αναζητητής και ο ονειρευτής, όταν βιώνει το χάσιμο στο πλήθος, περιηγούμενος στις σκονισμένες ατραπούς της πόλης, ανάμεσα από τα κτίρια και τους πεζούς, βιώνει την υποψία του μεταφυσικού για πολλά πράγματα που συναντά γύρω του. Η διαρκής αναζήτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να προϋποθέτει την υποψία, την έλλειψη του γνωστού, που διακόπτει τον ρεμβασμό, δημιουργώντας την παράξενη αίσθηση του ανοίκειου, που απομακρύνεται μόνο όταν η υποψία εξαλειφθεί. Κατά την άποψη του Μπένγιαμιν, ο ιστορικός χρόνος των πόλεων είναι ένα ξύπνημα μέσα στο όνειρο, προωθώντας έτσι - όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος - μία Κοπερνίκειο Επανάσταση της μνήμης. Η ανάμνηση του παρελθόντος ως συνειδητό ονείρεμα, που προϋποθέτει την έλλειψη σταθερού εδάφους στο παρόν για την θέα και εξέταση του παρελθόντος, υποδηλώνει μία προσπάθεια αναπλήρωσης και κάλυψης της αμφισβήτησης. Το ονειρικό, και όχι το μεταφυσικό, δεν είναι ένας ορίζοντας, αλλά μία αυταπάτη.  
Η αντιφατική κατάσταση του ξυπνήματος μέσα σε όνειρο, θα μπορούσε να μην είναι αυταπάτη ή αντίφαση, στο βαθμό που το παρελθόν συνεχίζει στο παρόν. Εάν η μνήμη του παρελθόντος είναι ένα όνειρο, τότε ονειρευόμαστε και το παρόν. Δεν υπεισέρχεται φαινομενικά εδώ καμία υποψία, αλλά εάν υπεισερχόταν κάποια, αυτή δεν θα ήταν μήπως ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο, συνεπώς το παρελθόν δεν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει ούτε το παρόν, και άρα το όνειρο της μνήμης είναι μία μνήμη μέσα σε ένα όνειρο; Όχι, διότι όταν κανείς ονειρεύεται, η υποψία του ονείρου δεν είναι παρά μία ονειρική υποψία περί του ονείρου, μέσα στο όνειρο, και όχι έξω από αυτό, καθώς δεν υπάρχει πλέον εξωτερικότητα. Η συλλογική μνήμη εμπεριέχει το όνειρό της· μόνο τότε μοιάζει να ξυπνάει συνειδητά, όταν ονειρεύεται αναθυμόμενη. Εάν η αλήθεια του παρόντος των πόλεων δεν είναι παρά μία αναθύμηση μέσα σε μία αναθύμηση, ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, τότε και η υποψία είναι μία ονειρική υποψία, ανύπαρκτη όσο το παρελθόν και το όνειρο, στο βαθμό που η υποψία ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο δεν επιβεβαιώνεται.  

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ



Μία από τις χειρότερες φάσεις που πέρασε η διαβίωση των ανθρώπων στην πόλη υπήρξε η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην «παλαιοτεχνική» πόλη, όπως την ονομάζει ο Λιούις Μάμφορντ, στο έργο του The City in History, η ζωή ήταν ανθυγιεινή, υποβαθμισμένη, απάνθρωπη. Στις πόλεις του άνθρακα το κυρίαρχο χρώμα ήταν το μαύρο. Μαύρα σύννεφα καπνού έφευγαν από τις καμινάδες των εργοστασίων και τους σιδηροδρόμους και εξαπλώνονταν στην ατμόσφαιρα. Η εφεύρεση του τεχνητού φωτισμού από γκάζι βοηθούσε σε αυτή την εξάπλωση, χωρίς τη βοήθεια του οποίου η εργασία θα σταματούσε λόγω του καπνού και της ομίχλης. Ο δηλητηριώδης καπνός τώρα σκέπαζε τα πάντα. Tα ποτάμια δηλητηριάζονταν, ενώ η καπνιά από τον άνθρακα κολλούσε παντού. Τα επιβλαβή χημικά από τα εργοστάσια έκαιγαν τα μάτια, έμπαιναν στο λαιμό και στους πνεύμονες. Οι οσμές αλλοιώθηκαν και οι άνθρωποι μυρίζοντας συνέχεια τον άνθρακα έγιναν αναίσθητοι σε πιο ευχάριστες οσμές. Έχασαν ακόμη και την γεύση τους, αφού έτρωγαν μόνο κονσερβοποιημένα και μπαγιάτικα τρόφιμα. Ακόμη και η όρασή τους αδυνάτισε. Σκοτεινό, άχρωμο, πικρό, δύσοσμο αυτό ήταν το περιβάλλον στις πόλεις. Απαιτούσε επιπλέον πλύσιμο και υγιεινή. Η μόλυνση και το νέφος οδήγησαν σε υπέρογκη αύξηση των δαπανών για την υγιεινή. Ο θόρυβος επίσης ήταν συχνά ανυπόφορος. Οι μηχανικές τέχνες ρύπαιναν τις πόλεις ασταμάτητα με υπερβολικούς θορύβους. Τα σφυριά έπεφταν συνεχώς πάνω στο αμόνι, τα νερά διαρκώς έπεφταν από ψηλά, το ατσάλι βρυχώταν και κατά διαστήματα, δυνατά και υπόκωφα, ακούγονταν η βροντή από τα κτίρια όπου δοκιμάζονταν τα όπλα. Οι άνθρωποι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα δονούμενη από βοή.
Ποτέ πριν στην καταγεγραμμένη ιστορία τόσο μεγάλες μάζες ανθρώπων δεν έζησαν σε τέτοιο φρικτά περιορισμένο περιβάλλον, άσχημο στην μορφή, χωρίς κανένα ουσιαστικό θεμέλιο που θα νοηματοδοτούσε τη ζωή τους. Το κάρβουνο που στα μέσα του 19ου αι. πνίγει ήδη τις πόλεις της Αγγλίας, στην συνέχεια επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη. Ως σύμβολο της βιομηχανικής πόλης θα μπορούσε να θεωρηθεί η υψικάμινος: μία αχόρταγη χοάνη που καταπίνει την ύλη, την απορροφά για να την μετατρέψει, να την μεταλλάξει. Ταυτόχρονα απορροφά και μεταλλάσσει την ίδια τη δομή του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Τα εργοστάσια δεν κατασκευάζουν μόνο αντικείμενα. Παράγουν την ίδια την δομή που παγιδεύει τα ανθρώπινα υποκείμενα, αλλοιώνοντας τον τρόπο που σκέφτονται, αυξάνοντας την επιθυμητική διάθεση απέναντι σε ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει (ακόμα).
Μία από τις πολλές απαντήσεις στην άθλια κατάσταση της «παλαιοτεχνικής» πόλης υπήρξε η ανάγκη για μεγαλύτερη υγιεινή. Η λατρεία της υγείας, η οργάνωση των αποχετεύσεων, οι νέες υδραυλικές εγκαταστάσεις, η πρόοδος της ιατρικής, βελτίωσαν σταδιακά τη γενικότερη εικόνα. Η θετικιστική επανάσταση στις επιστήμες προήλθε ως αντίδραση σε αυτήν την εξαθλίωση των ανθρώπων της πόλης. Η αστική τάξη και καθαριότητα επέφερε μία καλυτέρευση στις συνθήκες διαβίωσης τους.
Με την έλευση της βιομηχανοποίησης εμφανίστηκαν, επίσης, εκτός από τον Θετικισμό και ο Δαρβινισμός. Όμως είναι και η εποχή της μαρξιστικής αλλοτρίωσης του εξαθλιωμένου εργάτη και από την άλλη, όμοια και αντίστροφη πλευρά του, ο παράλογος νιτσεϊκός αριστοκρατικός τύπος του υπεράνθρωπου. Πρόκειται για πολλαπλές όψεις του ίδιου κατά βάθος τρόπου σκέψης. Ο άνθρωπος της Βιομηχανικής Εποχής βιώνει εξίσου την αντικειμενοποιημένη οργάνωση της ζωής και της εργασίας, μία οργάνωση που τέμνει και επεξεργάζεται τη φύση. Παράλληλα όλη αυτή η καταπιεσμένη εργατική τάξη ζητά μία διέξοδο στην ιστορία· ζητά να έρθει στο προσκήνιο. Η τεράστια ανθρώπινη μάζα που μεταφέρθηκε στις πόλεις της Βιομηχανικής Εποχής αναζητώντας τη μοίρα της, αναζητούσε τώρα ένα ξεκαθάρισμα, μία αναδόμηση, μία βελτίωση των συνθηκών της ζωής της. Το ίδιο πάθος για την κίνηση προς το φως και την ιστορική καταξίωση διακατέχει και τον υπεράνθρωπο. Η Εποχή της Νεωτερικότητας, που άρχισε να αυτο-συνειδητοποιείται ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, φέρνει το υποκείμενο σε μία νέα κατάσταση στην ζωή στις πόλεις, όπου όλοι ζητούν να παίξουν σε μία όσο το δυνατόν περισσότερο προβαλλόμενη και πανταχόθεν φωτισμένη θεατρική παράσταση: τα μεμονωμένα άτομα, οι τάξεις, οι ιστορικές ομάδες, τα έθνη, οι αυτοκρατορίες.