Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Le Voile d’ Isis. Essai sur l’histoire de l’idée de Nature


Ο P. Hadot, χρησιμοποιώντας ως οδηγητικό νήμα τη ρήση του Ηράκλειτου: «ἡ φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ», αποδύεται στην έρευνα των ποικίλων σημασιών που αυτή η φράση πήρε σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης του Δυτικού πολιτισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για μία μελέτη της ιστορίας της έννοιας της φύσης. Από την θεοποιημένη φύση στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το πέρασμα στην αντί-φύση και υπέρ-φύση, που ο Χριστιανισμός είχε ως ιδεώδες, έως στην χωρίς Θεό φύση των Νεώτερων Χρόνων (17ος -18ος αι., René Descartes, Isaac Newton κ.α.), οδηγηθήκαμε στο σημερινό οικολογικό πρόβλημα. Ο P. Hadot βλέπει μία σταδιακή «αποιεροποίηση» (désacralisation) της φύσης, θεωρώντας ότι στρεφόμενοι στη χαμένη παγανιστική φυσιολατρία μπορούμε να κερδίσουμε πολλά. Είναι σημαντικό να πούμε πως για την περιγραφή όλης αυτής της ιστορίας της ιδέας της φύσης χρησιμοποιεί δύο ελληνικούς όρους. Διακρίνει ως προς τις στάσεις που τηρήθηκαν απέναντι στη φύση δύο κατηγορίες: την προμηθεϊκή και την ορφική. Η πρώτη συνδέεται με την πονηριά και την άσκηση βίας προς τη φύση, αντιμετωπίζοντάς την εχθρικά. Η δεύτερη διαπνέεται από τον σεβασμό απέναντί της. Στην προμηθεϊκή στάση εντάσσεται η προσπάθεια αποκάλυψης των μυστικών δια της μηχανικής, της μαγείας και της πειραματικής μεθόδου, που οδήγησαν στην ανάπτυξη της τεχνικής. Στην ορφική στάση η αποκάλυψη των μυστικών γίνεται δια του λόγου, της ποίησης και της Τέχνης.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, υποστηρίζεται ότι η αντιμετώπιση της φύσης μέσα από τη μοντέρνα αγωνία, κατέστησε τη σχέση μαζί της συναισθηματική, περισσότερο συγκινησιακή και προπαντός αμφίρροπη, προκαλώντας τρόμο και θαυμασμό, αγωνία και απόλαυση. Αυτό ίσχυε κυρίως για τον 19ον αι., όταν η αποκάλυψη του αγάλματος της Ίσιδας εμπεριείχε ακόμη την τάση της διάνοιξης προς το μυστήριο. Ωστόσο, στον σύγχρονο κόσμο, κατά τον P. Hadot, δεν μιλάμε για το μυστικό της φύσης και έτσι η Ίσιδα έφυγε με το πέπλο της στη χώρα των ονείρων. Επίσης, γίνεται αναφορά στον Martin Heidegger και στη μετάβαση από τα μυστικά της φύσης στο μυστήριο του Είναι, το οποίο καλύπτεται στη λήθη του. Ως κατακλείδα του έργου ο P. Hadot προτείνει, επαναλαμβάνοντας τον Friedrich Hölderlin, να γίνουμε ένα με όλα τα ζωντανά πλάσματα και να ξαναγυρίσουμε, μέσα από μία χαρούμενη λήθη του εγώ, στο Όλον της Φύσης.

Όπως γίνεται φανερό στο έργο του P. Hadot, αναφέρονται πάμπολλοι αρχαίοι, μεσαιωνικοί, μοντέρνοι και σύγχρονοι συγγραφείς, πάντα σε σχέση με τον τρόπο που είδαν και αντιμετώπισαν την ιδέα της φύσης. Θεωρούμε ότι το έργο του Pierre Hadot δεν έχει ανακαλυφτεί από την ελληνική διανόηση και κοινωνία στο βαθμό που θα έπρεπε. Πάντως το αυξανόμενο ενδιαφέρον υπάρχει. Εκτός των άλλων του έργων, μεταφράστηκε και η σημαντική μονογραφία του για τον Πλωτίνο, με τίτλο: Πλωτίνος ή Η απλότητα του βλέμματος (2007). Ας σημειωθεί ότι υπήρξε από το 1964, Directeur d’ Études στην École Pratique des Hautes Études, ενώ το 1991 εξελέγη στο Collège de France. Στο βιβλίο υπάρχουν 18 ιλουστρασιόν φωτογραφίες που σχετίζονται με αναπαραστάσεις της Ίσιδας, ως άγαλμα, εντός πινάκων ζωγραφικής ή ως εξώφυλλα παλιών βιβλίων. Ακόμη στο τέλος υπάρχουν 47 σελίδες σημειώσεων, βιβλιογραφικό σημείωμα και γενικό ευρετήριο συγγραφέων.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


Η αποκρυπτογράφηση μυστηρίων στις άλλοτε φωτεινές και άλλοτε σκοτεινές οδούς, ίσως εκ πρώτης όψεως να μην έχει ενδιαφέρον. Κάποτε όμως ο κώδικας υπάρχει παντού. Είναι η φύσις, η ζωή στην πόλη, η αρχιτεκτονική, οι χειρονομίες, οι πλάκες με σφραγίδες στα πεζοδρόμια, κάποιες εικόνες με σύμβολα πανάρχαια ή μοντέρνα, συμπεριφορές, γκράφιτι στους τοίχους, πίσω από τα λόγια άλλα λόγια, πίσω από τη σιωπή πάλι τα λόγια. Η συνείδηση αναζητά τα σημαινόμενα, μελετά τα σημεία, αφουγκράζεται τους ήχους, ψηλαφίζει τα μνημεία, ψυχανεμίζεται την ελπίδα, οδηγεί προς τα εμπρός. Οι βιβλιοθήκες του κόσμου, οδηγούν σε άλλους κόσμους, στο παρελθόν. Ο κόσμος ανοίγεται και κλείνει, η αληθινή συνείδηση όμως, η φωνή άνωθεν, που συγγενεύει με τον αληθινό Νου, αγρυπνά. Αγρυπνά ακόμη και όταν κοιμόμαστε. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε όταν κοιμόμαστε γνωρίζουμε ότι κοιμόμαστε. Αυτό ίσως συμβαίνει μέσα από κάποιες αναλαμπές που μας ενημερώνουν ότι ο ύπνος συνεχίζεται πριν βυθιστούμε και πάλι στον ύπνο με όνειρα ή χωρίς. Οι βιβλιοθήκες κλείνουν και ανοίγουν. Όμως οι συνειδήσεις αγρυπνούν.

Ο κόσμος τραβά το δρόμο του στην ιστορία. Κόσμος και ιστορία μας εμπεριέχουν. Τους εμπεριέχουμε και εμείς. Η πόλη διαρκώς σε ξεγελά, νομίζεις ότι σε εμπαίζει, αλλά κατά βάθος είναι έρημη. Ερημούπολις ή νεκρόπολις. Η λησμονιά κρύβει την άβυσσο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι οι αποθήκες μας. Οι σκονισμένοι δρόμοι το πεπρωμένο μας. Το θέμα είναι από ποιο δρόμο να πάς; Από αυτόν που περπατούν πολλοί και είναι πολυσύχναστος, τη λεωφόρο με τους χιλιάδες περαστικούς ή το στενοσόκακο με τους λιγοστούς διαβάτες; «Τὰς λεωφόρους ὁδούς ἐκκλίνων δια τῶν ἀτραπῶν βάδιζε», παραδίδεται ότι είπε στην προφορική του διδασκαλία ο Πυθαγόρας. Επίσης, όποιον δρόμο και κατεύθυνση και εάν ακολουθήσεις, πάντα πάνω στον ίδιο δρόμο βαδίζεις: «ὁδός ἄνω κάτω μίη», γράφει ο Ηράκλειτος.
                                    
Το έργο της πόλης είναι και δικό μας έργο• θεατρικότητα και κίνηση, εμμονή και παραμονή, εξέλιξη και οπισθοβασία, δομή και δημιουργικότητα, σκέψη και λόγος, εκδήλωση και παγίωση, εργασία και δόλος, προσδοκία και διάψευση, σιωπή και εκφορά, μένουν ατελείωτα ίδια, συνθήκες και κοινοί παρανομαστές sine qua nons, τη μία στιγμή υπαρκτοί και την άλλη απλές λέξεις. Η διαλεκτική του ίδιου και του άλλου μας εγγράφει στο αντιφατικό της παίγνιο, σύνολο με υποσύνολα, αρχές και κανόνες που καταπατούνται, αλλά και τάσεις ποικίλες. Λύση και απορία, προσδοκία και θαυμασμός, έφεση και διέξοδος συναντώνται για να αποχωριστούν και πάλι σε λίγο. Η διαλεκτική θέτοντας τους μοναδικούς της όρους γνωρίζει εκ των προτέρων εντός της αλληλεπίδρασης των μερών του όλου, όχι το τέλος, αλλά τα βήματα της ιδιότυπης χορογραφίας της. Συχνά κάτι μπερδεύεται στον κυκλωτικό αυτόν χορό, ίσως μία χελώνα και οι χορευτές σκοντάφτουν πάνω της, καθώς αυτή δεν προλαβαίνει να ξεφύγει από την εύτακτη κίνηση του χορού («οἵον εἰ χοροῦ μεγάλου ἐν τάξει φερομένου ἐν μέσῃ τῇ πορείᾳ αὐτοῦ χελώνη ληφθεῖσα πατοῖτο οὐ δυνηθεῖσα φυγεῖν τὴν τάξιν τοῦ χοροῦ»). Τα όντα του δικτύου της πόλης ακολουθούν τον παγκόσμιο χορό• συμμετέχουν παγιδεύοντας ή παγιδεύονται, αφού έχουν ριχθεί στην υλική και ενεργειακή αυτή δίνη θέλοντας και μη. Η διαλεκτική της θέσης και της αντίθεσης συνεχίζει το ειρωνικό και αντιφατικό παίγνιό της. Μπορεί να μην καταλήγει σε σύνθεση, αν και η λειτουργία αυτού του τεράστιου και άπειρου όλου, μέσα από τη κίνησή του και τα πήγαινε-έλα του καθιστά καταφανή τη διαρκή ανασύνθεση του.

Ριχνόμαστε στον ωκεανό της Ψυχής της πόλης περιμένοντας στην καλύτερη περίπτωση την ένωση με αυτόν. Πώς όμως να πιάσεις στον ωκεανό της πόλης έστω και μέρος από το όλον, όταν αυτό μας περιέχει; Πάρα πολλά κρύβονται σε αυτόν τον «πολυβενθή» ωκεανό με τα διάφορα ψάρια, σαν του Ευαγγελίου. Σμήνη ανθρώπων ξεχύνονται• άλλοι σιωπηλοί ή θορυβώδεις, άλλοι έχοντας ή όχι αυτεπίγνωση, έχοντας ή όχι συνείδηση της μονάδας εντός του συνόλου. Ίσως η πόλη αυτή εδώ είναι μία ονειρική πόλη, και το πλήθος αποτελείται από νεκρούς, σαν να περνούν το Γεφύρι της μία βροχερή ημέρα, χωρίς καμία κοινή ελπίδα.

Εδωνά η σύγκληση, η συμπλοκή και αλληλο-περιχώρηση του όλου και του μέρους, τα όρια που διακρίνονται και κάποτε γίνονται ρευστά, όπου το Έν ως γενικότατο γένος συμπίπτει με το άτομο. Λάθος είναι να εκλάβουμε το άτομο απομονωμένο και λάθος είναι να θεωρηθεί το όλον, ή το γενικότατο Εν, ως αφηρημένο απόλυτο. Η μέση οδός άραγε, επαρκεί για τη σύλληψη και βίωση αυτού που διαλάμπει (το αληθινό Εν) πίσω από την απατηλή επιφάνεια (κατ’ αίσθηση κόσμος), όντας κρυμμένο, απρόσιτο συνήθως, αλλά πάντα διαρκώς παρόν; Αυτήν την αγωνία της προσέγγισης της αληθινά εράσμιας πραγματικότητας υποδηλώνει και η φράση «τὸ μέσον τάττειν πρὸς τὰ ἄνω». Εάν το υψηλό και υπέρτατο στοιχείο δεν κρύβεται πάντα από όλους, ίσως φανερώνεται έξω από τις εξουσιαστικές δομές που διεκδικούν ολότητες και μέρη κοινωνικά. Ίσως φανερώνεται στους λόγους των μυστικών, που προσπαθούν να αρθρώσουν λόγο περί του παντός. Θεωρώντας ως «ἄνω» και ως «ἔν» ό,τι μπορεί να προκαλεί ένα ρήγμα στον ιστό της πόλης, το θηρεύουμε γυρεύοντας τα ίχνη του• κι όμως βρίσκεται παντού, incognito. Παράξενο, ανησυχητικά διασκεδαστικό, προκλητικά αναίτιο, εγκεφαλικά πρωτογενές, λογικά αδύνατο.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

ΟΠΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μπορεί κάποιος κάποτε σιγά-σιγά να αρχίσει να αμφισβητεί ότι υπάρχει μία αληθινή πρόσβαση στην πραγματικότητα. Κατόπιν βυθίζεται στον προοπτικισμό, δηλαδή στην πεποίθηση πως κάθε άνθρωπος έχει και μία διαφορετική οπτική του κόσμου. Πιστεύει πως ό,τι υπάρχει εκεί έξω είναι αληθινό με βάση την δική του οπτική. Ίσως προβάλλει τις δικές του ιδέες, παραστάσεις και ερμηνείες πάνω σε ό,τι θεωρείται ως προϊόν της αντίληψης. Ο κόσμος αυτομάτως μεταβάλλεται, καθώς είναι τότε ο νους που διαμορφώνει τον κόσμο κατά συνείδηση και όχι ο κόσμος το νου. Έσχατη συνέπεια του προοπτικισμού είναι η παγίδα του σολιψισμού. Πρόκειται δηλαδή για την πίστη και την πεποίθηση πως ό,τι είναι πραγματικό ενυπάρχει ως περιεχόμενο του νου μας. Η αυτό-αντίφαση της πεποίθησης ή θέσης του προοπτικισμού εύκολα επισημάνθηκε από τους σύγχρονους και τους παλαιούς σκεπτικιστές και αμύντορες του ορθολογισμού. Το να υποστηρίζει κανείς ότι η αλήθεια της πραγματικότητας υπάρχει με βάση  ό,τι ο καθένας νοεί, τούτο οδηγεί στην κατάρριψη της θέσης για την ύπαρξη μίας και μοναδικής αντικειμενικής αλήθειας της πραγματικότητας, προς την οποία το νοών υποκείμενο αναφέρεται ως υποστηρικτής της αλήθειας των όσων λέει. Όμως η απόρριψη της ύπαρξης μίας αντικειμενικής αλήθειας της πραγματικότητας ίδιας για όλους σημαίνει ότι αυτός που την απορρίπτει αποκλείει την πρόσβαση στην αλήθεια και για τον ίδιο τον εαυτό του. Η κατάργηση της αναφοράς στην πραγματικότητα οδηγεί στην αναλήθεια των λεγομένων, ακόμη και όσων δέχονται το εγώ τους ως τη μόνη αληθινή ύπαρξη, δηλαδή των σολιψιστών, αν και αυτοί υποστηρίζουν ότι δεν χρειάζεται καμία αναφορά σε κάτι άλλο, αφού οι ίδιοι αποτελούν όλη την πραγματικότητα.   Κάποιοι θέλησαν να βρουν μία μέση οδό και μίλησαν για μία «υποκειμενικώς αντικειμενική» πραγματικότητα και μία «αντικειμενικώς υποκειμενική» πραγματικότητα. Όμως πρόκειται για ένα ακόμη σόφισμα και παίγνιο με τις λέξεις.

Ωστόσο, η λεγόμενη με τόσο βάναυσο τρόπο από κάποιους παλιούς συγγραφείς ως η «αναγκαστικά αντικειμενική πραγματικότητα» δεν είναι πάντα μία φυλακή, όπως υποστήριζε το κίνημα του Γνωστικισμού. Η αξία της κατανόησης της πραγματικότητας είναι τόσο μεγάλη, όση είναι και η αξία της ίδιας της ζωής. Επίσης, η αποδοχή της ύπαρξης μίας αλήθειας της πραγματικότητας δεν σημαίνει ότι αντιστρατεύεται πάντα μία αρχή της ηδονής. Και φυσικά δεν βρίσκονται πάντα οι φανταστικές ονειροπολήσεις από τη πλευρά της απόλαυσης. Μπορεί να είναι αξιέραστες, χωρίς να είναι αναγκαστικές και αντικειμενικές. Ο φανταστικός οπτασιασμός δεν σημαίνει ότι αγνοεί την ίδια την τεράστια ποικιλομορφία του πραγματικού. Η μόνη αληθινή πραγματικότητα υπάρχει• όμως πράγματι βιώνεται διαφορετικά από κάποιους ανθρώπους. Η απεξάρτηση από τη μία και μοναδική πραγματικότητα είναι αδύνατη. Υπάρχουν μόνο οι διαφυγές. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμη και μέσα από την οποιαδήποτε καταφυγή στην ηδονική βίωση φαντασιοκοπιών και ονειροπολήσεων, αυτές ανήκουν σε ένα ενσώματο ον, ενώ η άυλη ύπαρξή τους δεν αποδεικνύεται. Εάν η πραγματικότητα είναι μία και μοναδική θα ισχύει η ίδια για όλους. Η ανθρώπινη ατομικότητα απορροφάται τότε προσχωρώντας στο γενικό, αλλά και ανοιγμένη προς το ατομικό νοούμενο ως ξεχωριστή ουσία (ως η πρώτη ουσία κατά την Αριστοτελική ορολογία). Η πολυμορφία της ενότητας είναι εξίσου σημαντική με την ενότητα της πολυμορφίας.

Όλοι οι άνθρωποι που εμπιστεύονται τον πολιτισμένο τρόπο ζωής για να διάγουν το βίο τους, αφήνουν πίσω τους κάτι από τον αυθεντικό φυσικό άνθρωπο. Το ιδεώδες αυτού του ανθρώπου π.χ. το ιδεώδες του «ευγενούς αγρίου» του Ζαν Ζάκ Ρουσσώ, θα παραμένει πάντα ανέφικτο, αφού ο άνθρωπος προσαρμόστηκε τόσο καλά μέσα στον πολιτισμένο κόσμο. Ωστόσο, έκφραση αυτού του χαμένου πρωτογονισμού αποτελούν σε ιδιωτικό επίπεδο τα ανθρώπινα πάθη. Ενώ σε μακροκοσμικό επίπεδο είναι οι πόλεμοι μία έκφραση των οξυμένων παθών του πολιτισμένου ανθρώπου. Το κακό μπορεί να έχει έτσι διπλή όψη: ανήκει τόσο στο φυσικό κόσμο, από τον οποίο προερχόμαστε, όσο και στον πολιτισμό του οποίου είμαστε φορείς, δημιουργοί και συνεχιστές. Συχνά συμπεραίνω με πικρία αφού όλες οι πόλεις του κόσμου δεν είναι παρά ανθρώπινα δημιουργήματα, θα υπόκεινται στη φθορά, την αδικία και κάθε λογής κακό. Ο άνθρωπος όμως δεν θα παύει ως αντιστάθμισμα στην απτή κακότητα των αληθινών πόλεων να αντιπαραθέτει την προσδοκία των πόλεων και των κόσμων της φαντασίας του.

Ριχνόμαστε στον πραγματικό κόσμο σαν περίεργα όντα, όταν αυτός ο κόσμος που βλέπουμε δεν είναι ούτε ο μόνος, άλλά ούτε και ο πιο πραγματικός. Από τη φύση μας όμως τον αποδεχόμαστε και προσαρμοζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε σε αυτόν. Υπάρχουν και υπήρξαν, ωστόσο, διάνοιες, που συλλαμβάνουν και συνέλαβαν με τη φαντασία τους άλλους κόσμους. Στην ιστορία της φιλοσοφίας υπήρξαν, επίσης, συστήματα σκέψης βασισμένα σε κάποια αξιώματα και κάποιες προτάσεις, που σκόπευαν να αποκτήσουν μία σχετική αυτάρκεια και τελειότητα• έτσι και οι κόσμοι της  λογοτεχνίας του φανταστικού, χτισμένοι  από πραγματικά υλικά, έχουν μερίδιο στην ομορφιά, την αλήθεια και την αγαθότητα. Κατά ανάλογο τρόπο που τα αυτάρκη συστήματα διεκδικούν την αποκλειστική αλήθεια για την ερμηνεία του πραγματικού, οι κόσμοι της λογοτεχνίας μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να έρθουμε πιο κοντά στην πραγματικότητα από οτιδήποτε άλλο. Είμαστε τελικά και εμείς οι ίδιοι που διαμορφώνουμε την πραγματικότητα μέσα από τη διαφορετική οπτική μας. Είναι το βλέμμα μας στην απλότητά του, χάρη στο οποίο ο κόσμος αποκαλύπτεται, έτσι όπως είναι, όπως θέλουμε να είναι ή όπως πρέπει να είναι.