Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mythology. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mythology. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΤΟΥ Α-ΟΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΤΟΥ ΕΝΟΣ



Τα τέρατα, αν και είναι προϊόντα της φαντασίας, φανερώνουν μεγάλες αλήθειες για το φόβο του θανάτου και της ετερότητας. Το απόκοσμο βλέμμα τους, όπως στην περίπτωση της μυθικής Γοργούς Μέδουσας, είναι αυτό που πετρώνει, προκαλώντας την ακινησία και την επιστροφή στην ανόργανη ύλη. Η μορφή της Γοργούς αποτελεί την έκφραση μίας «ακραίας ετερότητας, του τρομακτικού φόβου που προκαλεί το τελείως διαφορετικό, το ανείπωτο, το αδιανόητο, το απολύτως χαώδες» γράφει στο σχετικό δοκίμιό του ο Ζαν Πιέρ Βερνάν. Η τερατώδης εικόνα, όπως αυτή της Γοργούς, είναι πιο κάτω και πιο πάνω από το ανθρώπινο, μία εικόνα που μας καθιστά υποχείριό της. Η νύχτα μας λούζει με το φως της, φέρνοντας μαζί της τους αποτρόπαιους εφιάλτες της, όπως την αντιμετώπιση του ίδιου του εαυτού, τον οποίο προεκτείνει στο επέκεινα το μορφάζον προσωπείο της Γοργούς.


Στο βιβλίο του Χόρχε Λουί Μπόρχες, Το βιβλίο των φανταστικών όντων, παρελαύνει ένα πλήθος αρχαιοελληνικών πλασμάτων της μυθολογίας, όπως οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Κύκλωπας, αλλά και ο Μονόκερως και πλήθος άλλων τεράτων και μειξογενών όντων από τον κόσμο της λογοτεχνίας, χωρίς ο συγγραφέας να προβαίνει σε κάποια σημασιολόγηση ή ερμηνεία τους, αρκούμενος μόνο να αποδώσει όσο πιο γλαφυρά μπορεί τα παράξενα χαρακτηριστικά τους. Πρόκειται για μία περίεργη τέρψη που σχετίζεται τόσο με το γκροτέσκο, όσο και με την έκπληξη σε συνδυασμό με την αγωνία και τον τρόμο που κρύβεται πίσω από τις άλλοτε πρωτότυπες και καλόγουστες, και άλλοτε κακόγουστες και φρικτές αυτές μορφοποιήσεις της αχαλίνωτης φαντασίας, που αντλεί ωστόσο, από πολιτιστικά περιβάλλοντα και τη φύση.


Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι αυθεντικά φανταστικά όντα δεν μπορεί να υπάρξουν, καθώς η φαντασία μας για να δημιουργήσει κάποιο τέρας ή φανταστικό ον, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να συνδυάζει με τρόπο πρωτότυπο εικόνες και πράγματα του πραγματικού κόσμου. Έτσι η Σφίγγα είναι ένα όν με σώμα λιονταριού, με φτερά πουλιού και πρόσωπο ανθρώπινο, ενώ ο Πήγασος συνδυάζει τα φτερά του πουλιού με το σώμα του αλόγου. Πάλι, η Χίμαιρα συνδυάζει και αυτή σώμα και κεφάλι λιονταριού, κεφάλι τράγου και ουρά φιδίσια. Τα όντα αυτά ονομάζονται μειξογενή, αφού αποτελούν φανταστικές ασκήσεις συνδυασμών. Δεν παύουν όμως πάντα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να αντλούν τα επιμέρους στοιχεία τους από την πραγματικότητα, η οποία θέτει όρια στη φαντασία μας. Ακόμη και μοντέρνα τέρατα, όπως π.χ. ο Μέγας Κθούλου του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, αντλούν στοιχεία από την πραγματικότητα. Έτσι, ο Μέγας Κθούλου παρουσιάζεται ως ένα ον που θα μπορούσε να ανήκει στην οικογένεια των οκταπόδων, με τους τόσους πλοκάμους που διαθέτει, αν και παρουσιάζεται ως αμφίβιο. Η επιλογή του είδους του τέρατος αυτού, προήλθε από την απέχθεια του ίδιου του συγγραφέα, του Χ. Φ. Λάβκραφτ, προς τις θαλασσινές τροφές και ιδίως τα μαλάκια. Ακόμη και το τέρας αυτό όμως, παραπέμπει σε έναν πραγματικό ζωντανό οργανισμό.


Τα τέρατα συνδέονται όμως και με τους ήρωες, όπως τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή ή τον Περσέα. Οι τερατοκτόνοι ήρωες συμβολίζουν τη νίκη του ανθρώπινου και της ζωής πάνω στο θάνατο και το μηδέν. Είναι αυτοί που μας γεμίζουν ελπίδες με το ανεξάντλητο κουράγιο τους, αλλά και με τη γοργή ευφυΐα τους («η μήτις»), που πορεύεται εκεί όπου οι λοιπές συνειδήσεις βρίσκονται σε αμηχανία. Το μεγαλείο της τερατοκτονίας συμβολίζει και τις πολυποίκιλες νίκες επί του κακού, την καθυπόταξη της φύσης, τον προσεταιρισμό και την οικειοποίηση του ετέρου, τη καλλιέργεια του λογικού πάνω στην άγονη γη του αλόγου, τη νίκη της αγάπης και της απάθειας επί των παθών.


Η λογική πάντα φοβόταν την απειρία, την α-οριστία, τη μη-συμβατικότητα και έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τον κόσμο ως πεπερασμένο και απόλυτα καθορισμένο, αυτοί οι πιο ορθολογικοί μεταξύ όλων. Προσπάθησαν να δαμάσουν το μη-ον, μία άλλη μορφή του ετέρου, αν και θα χρειαστεί μετά Χριστόν ένα νέο άνοιγμα και μία νέα αξιολόγηση της απειρίας και της αοριστίας, που θα πάρει τη μορφή του απειροδύναμου Ενός, για να προσπαθήσουν ο άνθρωπος και η κοινωνία να δουν με άλλο βλέμμα το θεϊκό. Να το δουν δηλαδή ως έκφραση όχι μόνο του μεγαλείου, του φανταστικού, του απρόσιτου, του τρόμου και του χάους, αλλά και ως παρουσία αγαθοποιό που φωτίζει και διαχέει παντού αγάπη.

Η ατελείωτη ανεκτικότητα του ενός Θεού δεν θα μπορέσει, ωστόσο, να παρουσιαστεί και να δομηθεί λογικά ούτε από τις εσχατιές της ελληνικής σκέψης, τη φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού. Μόνο όταν το δέος του υπερφυσικού θα μετατραπεί σε Θεία Χάρη και ο ένας και μοναδικός Θεός θα σκύψει προς τον άνθρωπο για να ενσαρκωθεί ως Λόγος, διαφαίνεται μία λυτρωτική διέξοδος: από το αρχαίο ελληνικό προσωπείο θα περάσει έτσι ο άνθρωπος στο χριστιανικό πρόσωπο, που θα αγιοποιηθεί από τα κοινωνικά πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι μέσα στην συχνά άγονη και φθοροποιό α-οριστία της πόλης, ο σημερινός δυτικός εκχριστιανισμένος άνθρωπος δεν βρίσκεται απλώς ως λογικό ον, αλλά και ως πρόσωπο που συνειδητοποιεί τον εαυτό του σε αλληλεγγύη με τους συνανθρώπους του. Τώρα πως έγινε αυτή η αντιστροφή, ώστε να μετατραπεί το λογικό και αφηρημένο προσωπείο των αρχαίων ελλήνων στο αγαπητικό και ζωντανό πρόσωπο του Χριστιανισμού, και η πόλις να γίνει όχι μόνο χώρος επίδειξης και θέατρο των επιδιώξεων και της δράσης, αλλά και χώρος όπου οι άνθρωποι βρέθηκαν υπό την ηγεμονία και την ποιμαντορία του Μεσαιωνικού Χριστιανισμού μέσω της Εκκλησίας, τούτο για να εξηγηθεί απαιτεί μία ιστορική αναδίφηση που δεν είναι της παρούσης. Εδώ μόνο επισημαίνεται ότι ο Χριστιανικός Θεός είναι έκφραση του απείρου, μία ιδιότητα την οποία οι αρχαίοι έλληνες αποστρέφονταν, καθώς θεωρούσαν τον κόσμο ως κόσμημα με καθορισμένα πέρατα και μορφή. Ο κόσμος ήταν προσδιορισμένος ως αρμονία, η οποία αποτελούσε, επίσης και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης. Η ωραιότητα του κόσμου ως κόσμημα δεν άφηνε πολλά περιθώρια για το αίσθημα του απείρου. Έτσι αποτέλεσε και αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Χριστιανικής θρησκείας το ότι μπόρεσε να εντάξει και να αξιολογήσει θετικά το απροσδιόριστο και το άπειρο ως αισθητική, νοητική, αλλά και βιωματική αναζήτηση, εμπρός στο οποίο ο αρχαίος κόσμος ορρωδούσε, αφού μάλιστα το εξοβέλιζε στο χώρο του αποτρόπαιου και του γκροτέσκου, έκφραση των οποίων αποτελούσε η Γοργώ Μέδουσα, και γενικά στον χώρο του παραλόγου, που καταλάμβαναν άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε εφιαλτικά θεότητες, όπως η Άρτεμις ως «πότνια θηρών», ή ο Διόνυσος με το ντελίριο και την ιερή έκστασή του. 

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Το νόημα του μύθου ή/και ο μύθος του νοήματος



Ο μύθος είτε μέσα από την προφορική παράδοση είτε δια της καταγεγραμμένης παρουσίας, δηλαδή μέσα από τη σημερινή Τέχνη της αναπαράστασης και μυθοπλασίας, εκφράζει μία μορφή ετερότητας. Αναπαριστά και εκφράζει επιθυμίες, δομές, σκέψεις και συναισθήματα, λειτουργώντας συχνά ως αναπλήρωμα. Οι μύθοι ως ορίζοντες του υποκειμένου, αλλά και ως απόκρυφα φανερώματα αυτού που διακαώς επιθυμεί να υπάρξει είναι ένας άλλος τρόπος για τη διέξοδο της επιθυμίας προς την τάξη του σημαίνοντος, όπως θα έλεγε ο Ζακ Λακάν. Το παίγνιο της αναλογίας υφίσταται εκεί όπου τίποτε δεν το προμηνύει. Συμπλοκές, συμπλεύσεις, αντιστοιχίες, αντανακλάσεις, τρόποι παραπομπής και συνδήλωσης, συγχρονικότητες, μεταφορές και συμπτώσεις υφαίνουν το μυθικό δίχτυ του νοήματος. Οι μύθοι δεν εκφράζουν τις κοινωνικές δομές, αλλά συνιστούν μία διαμορφωτική πρακτική.

Ο μυθικός λόγος και η μυθοπλαστική γραφή δεν αφηγούνται πάντα. Συχνά υποδηλώνουν δια μέσου της αλληγορίας και της αναλογίας κάτι άλλο. Υποδεικνύουν, παίζοντας το παιχνίδι της δυαδικότητας. Οργανώνοντας συχνά τις υπερδομές και αποτελώντας τις συνιστώσες της δράσης, το μυθικό πλέγμα αφορά την ίδια την υφή του πραγματικού. Είναι μία άλλη πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα, ενώ ταυτίζεται συχνά με την ίδια την πραγματικότητα. Τούτο γίνεται όταν δεν την κρύβει και δεν την καλύπτει σκοπεύοντας στο να την προχωρήσει και να την καθοδηγήσει. Είναι μία υπαινικτική μορφή δείχνοντας την έλευση του νέου. Η επερχόμενη διαφορά, δεν καταντά έτσι μία ύβρη. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες από το περιβάλλον αφήνουν τα σημάδια τους πάνω στον άνθρωπο. Συχνά η επίταση αυξάνει και γίνεται το βήμα προς την ελευθερία, που μπορεί να πάρει μία υπέρλογη διέξοδο κατευθυνόμενη πέρα από το όντως ον. Μέσα από το έωλο αλισβερίσι του ίδιου και του άλλου, το νόημα του μύθου μπορεί, ωστόσο, να γίνει ο μύθος του νοήματος.

Μακριά από τις κατοικίες των ανθρώπων υπάρχει το ταξίδι προς στο άγνωστο. Σε μία νέα γη σε έναν άλλον τόπο, όπου ο χρόνος είναι ο μυθικός. Όπως και οι λαοί χωρίς γραφή, έβλεπαν την αφανή παρουσία των μεγάλων οντοτήτων, των θαυμαστών προγόνων, γυρεύοντας την αρχή και το τέλος, αν και το ζητούμενο είναι το απεριόριστο. Το παράδοξο είναι ότι η λησμονιά του εαυτού οδηγεί και πάλι στον εαυτό. Ο μυθικός και ονειρικός εμπλουτισμός του επιπέδου της συνείδησης αυξάνει την εμπειρία και επιμηκύνει το βίο. Ή καλύτερα τον προεκτείνει. Όλοι οι μύθοι μιλούν για την εμπειρία της καθ’ ομοίωσης. Για τους θνητούς και φθαρτούς ανθρώπους η μυθική επένδυση του σώματος και η συνείδηση που υπερβαίνει τον εαυτό της οδηγούν σε μία μορφή αναγωγής στο άχρονο. Με υπερανθρώπινο τρόπο δεν καταργούν το οικείο, ούτε πάλι διαλύονται μέσα στη νοησιαρχία των καθόλου.

Εν όψει του μυθικού ορίζοντα υφαίνεται ένας περίτεχνος χωροχρόνος, όχι μέσα πάντα από την αντίθεση, αλλά συχνά μέσα από τη συμπλοκή και τη συμπόρευση. Το άλλο σώμα και η άλλη συνείδηση συνιστούν τη μεταφυσική ως διαφορά εντός της ταυτότητας. Είτε δια της υπερβολής του λόγου, είτε δια του μυθικού πλαισίου, ό,τι μας συνιστά αναγκαστικά, μοιάζει να διαλύεται. Τούτο άραγε σημαίνει πως ότι νομίζουμε ως πραγματικό είναι μία μελανή οπή που απορροφά τα πάντα μέσα σε έναν γνόφο που δεν είναι θείος; Οι μυλόπετρες του μηδενός συνθλίβουν τη συνείδηση, το λόγο, την πράξη, την κοινωνία, τη δομή, την κίνηση, την απάθεια ή το πάθος, μετατρέποντάς τα σε σκόνη; Ο Νιτσεϊκός μηδενισμός και το Χαιντεγκεριανό ανερώτημα σχετικά με την έλλειψη νοήματος έχουν άραγε μεγάλο ποσοστό αλήθειας; Είναι με άλλα λόγια αληθινή η πεποίθηση πως ό,τι μας περικλείει είναι μόνο ένα μέγα χάσκον τίποτε και εμείς απλώς σκοποθετούμε μέσα σε αυτό; Ω μεγάλο άστρο! Τι θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις; αναρωτιέται ο Ζαρατούστρα, δείχνοντας ακριβώς πόσο κενές περιεχομένου και ανταπόκρισης στην πραγματικότητα είναι κάποτε οι σκέψεις και οι ιδέες των κατοίκων του πλανήτη, είτε είναι μυθικές ή άλλες. Δείχνοντας, επίσης, πως ο κόσμος δεν έχει νόημα χωρίς τον μυθολόγο άνθρωπο. Όμως να που, ακόμη και η αντίθετη ερμηνεία μπορεί να υποστηριχτεί κάλλιστα εδώ• ο άνθρωπος, όντας ο μόνος που δίνει νόημα στα πράγματα, είναι σαν να στέκεται εμπρός στον τρόμο και την αγωνία του τίποτε. Ο άνθρωπος είναι αυτός που δίνει νόημα μυθικό ή αληθινό στον κόσμο, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, γιατί δεν ξέρει τίποτα άλλο παρά να προχωρά εμπρός• γιατί, ακόμη, έχει την υποψία ότι ακόμη και ο ίδιος ίσως είναι ο τελευταίος μυθολόγος και νοηματοδότης του σύμπαντος. Ίσως στην πραγματικότητα είναι ο Θεός που χρειάζεται τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργεί τους μύθους για το υπερφυσικό, και όχι ο άνθρωπος τον Θεό, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος θα στερηθεί τους μύθους του.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΤΙ-ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

                                                      

«Και πράγματι βρισκόμαστε πάντοτε υπό την απειλή κάποιας αφήγησης, πάντοτε κάτι μας έχουν ήδη πει και πάντοτε κάτι έχουμε ήδη ακούσει»

 Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Instruction paiennes, Gallimard, Paris 1977, 47


Υποτίθεται ότι έχουμε περάσει από την μυθική σκέψη στο Λόγο ήδη, χάρη στους Ίωνες φιλοσόφους του 6ου αι. π.Χ. Αλλά περάσαμε μόνο σε μία ακόμη λογοφιλία, που τυρβάζει περί παντός επιστητού με άφθονο εγωκεντρισμό, εθνοκεντρισμό και στομφώδη εντυπωσιασμό. Μπορεί η ιωνική φιλοσοφία να παρουσίασε μία σειρά από αλήθειες για τον κόσμο, τη φύση και την πραγματικότητα. Όμως αυτό που δεν γίνεται κατανοητό είναι πως όλες αυτές οι αλήθειες είναι αλήθειες μόνο για τον άνθρωπο και για κανέναν άλλο. Για τούτο και ακολούθησε η στροφή της κλασσικής φιλοσοφίας προς τον ιδεαλιστικό ανθρωπισμό. Για ποιο λόγο, όσο βίαια, έντονα και ακαταπόνητα προσπάθησε ο μετα-μοντερνισμός να εξορίσει τον άνθρωπο από το βασίλειο του λόγου, αυτός διαρκώς εισερχόταν από το παράθυρο; Είναι σαν να αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο είμαστε άνθρωποι και για ποιο λόγο ενδιαφερόμαστε για ό,τι ενδιαφέρει τον άνθρωπο. Είναι σαν να ρωτάμε τον εαυτό μας γιατί είμαστε άνθρωποι και όχι κάτι άλλο.

Τι άλλο όμως θα μπορούσαμε να είμαστε και, άραγε, οι άνθρωποι της πόλης μεταλλάσσονται ή ήδη μεταλλάχτηκαν – μεθοδεύεται η μετάλλαξή τους – σε κάτι νέο, πρωτόγνωρο και διαφορετικό; Η δύναμη του πρακτικού λόγου, όσο μυθικό χαρακτήρα και εάν έχει, διαμορφώνει τους σημερινούς ανθρώπους, στο βαθμό που διαμόρφωνε τους πρωτόγονους ο δικός τους μυθικός λόγος. Γιατί όμως να διακρίνεται με μία κάθετη διαχωριστική γραμμή ο μυθικός λόγος από τον ψευδο-επιστημονικό αστικό λόγο; Διότι ίσως ο τελευταίος αυτός χρειάστηκε βεβαιότητες, ακλόνητη πειθώ, που να περιβάλλεται τον μανδύα της - έπειτα από τον Διαφωτισμό - ορθολογικής διαχείρισης της κοινωνίας. Σήμερα όμως, όταν διαφάνηκε, π.χ. έπειτα από την κριτική στην ορθολογικότητα του Διαφωτισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης, η αυθαιρεσία κάθε εξορθολογίκευσης που τιμωρεί και περιορίζει το ατομικό και συγκεκριμένο, ή μέσα από τους ανθρωπισμούς τύπου Μπερντιάγεφ και Γκαμπριέλ Μαρσέλ, καταδείχτηκε η βαναυσότητα του εξαντικειμενικευμένου λόγου απέναντι στην αξία του προσώπου, πώς να μην ανακύπτει η κριτική προς κάθε ψευδο-λογική επίφαση επιστημονικότητας του ανθρωπιστικού λόγου;

Το ερώτημα για το εάν η κοινωνική ζωή προσδοκά το ιδεώδες του ανθρωπισμού να αποφέρει καρπούς ή το εγκαταλείπει προς χάριν της τεχνικής και της εργαλειοποίησης της γνώσης, αυτό το δείχνει μόνο η ιστορία. Όμως η κοινωνική επαλήθευση της γνώσης, λόγω του ότι υπόκειται και αυτή στην ιστορική μεταλλαγή, καθώς και στην παρείσφρηση της υποκειμενικότητας, δεν αποτελεί σταθερό και αμετάκλητο κριτήριο. Έτσι η ιστορική πραγματικότητα, είτε δεχτεί εκ νέου, είτε εγκαταλείψει το ανθρωπιστικό ιδεώδες, δεν μπορεί παρά να αφήσει να φανεί στο τέλος ότι η γνώση γύρω από τον άνθρωπο μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες είναι μία φενάκη. Θα πουν κάποιοι ότι το κυριότερο επιχείρημα κατά της υποτιθέμενης επιστημονικότητας των θεωρητικών επιστημών στηρίζεται στον ιστορισμό. Με άλλα λόγια ολόκληρη η ανθρώπινη γνώση στο βαθμό που μετέχει στην ιστορικότητα δεν μπορεί να στηριχτεί σε τίποτα σταθερό, μόνιμο και καθολικό. Όμως δεν πρόκειται για έναν απόλυτο ιστορισμό, ούτε για μία ακραιφνή σχετικοκρατία. Οι αξίες και οι καθολικοί νόμοι, εάν υπάρχουν, λογικά θα πρέπει να βρίσκονται έξω από τον κόσμο εξαιτίας της συνεχούς φθοράς και διαρκούς αλλαγής του. Αυτό σωστά το τόνισε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Το θέμα είναι ότι η αντι-μεταφυσική αυτή οπτική δεν λαμβάνει υπόψη μία in cognito παρουσία του αιώνιου και του καθολικού μέσα στο φθαρτό κοινωνικό και κοσμικό γίγνεσθαι. Δεν λαμβάνει, επίσης, υπόψη όχι την ταύτιση της φύσης με το θεϊκό, σπινοζικού τύπου, αλλά το γεγονός ότι το θεικό παρουσιάστηκε par excellence εντός της ιστορικότητας, πριν συνεχίσει την αφανή του παρουσία. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να κατανοήσει το μυστήριο της ενανθρώπισης και τη μοναδική συνάντηση θεϊκού και ανθρώπινου στο ιστορικό πρόσωπο του Ιησού.

Τι είναι λοιπόν όλη αυτή η ψεύτικη ανθρωπιστική σοφία που επαίρεται για μία εγκυρότητα που ποτέ δεν είχε; Άρα μιλάμε για μία ακόμη εκμύθευση που ονομάστηκε Λόγος με κεφαλαίο, όταν επρόκειτο για λόγο με μικρό. Λυσιτελής Λόγος δεν υπήρξε εκτός του πεδίου των θετικών επιστημών. Αλλά και αυτός επαληθεύτηκε χάρη στο πείραμα και την τεχνική αποτελεσματικότητά του.

Ζούμε μία ακόμη μυθική εποχή. Οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις, όση πραγματικότητα και εάν μπορούν να αντικρίσουν, βρίσκονται κάποτε πιασμένοι στα δίχτυα της μυθοποιητικής τάσης. Πλάθουν τους μύθους τους με στοχασμό και με όνειρο. Η ανθρωπιστική γνώση καλύπτει τα υποκείμενα που είναι ταυτόχρονα και αντικείμενα με ένα μυθικό περίβλημα. Σχοινοβατεί επικίνδυνα μερικές φορές, ώστε να βρει την ισορροπία και να εκφράσει όσο μπορεί καλύτερα, τελειότερα, πιστότερα, αλλά ποτέ εντελώς αληθινά, το ον που ονομάζεται άνθρωπος. Θα πίστευε κανείς ότι το ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στη διασπορά και διάδοση της γνώσης που επιτεύχθηκε με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, θα προωθούσε και την περισσότερο αποτελεσματική δυνατότητα των επιστημών του ανθρώπου να γνωρίσουν από τι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Το μόνο που κατορθώνουν όμως είναι μία μεγαλύτερη εικονική γνώση.

Ό,τι αρθρώνεται δια του λόγου και γίνεται κατανοητό είναι ο λόγος και άρα ενέχει στοιχεία που τον καθιστούν κοινωνίσιμο. Η μυθική σκέψη δεν είναι μόνο η «άγρια σκέψη». Αλλά ακόμη και αυτή η τελευταία, όπως δείχθηκε από τον αείμνηστο Κ. Λ. Στρώς, είναι μία καλά επεξεργασμένη δομή λόγου, που απλώς είναι διαφορετική σε σχέση με ό,τι αυθαίρετα ο δυτικός άνθρωπος ονόμασε λόγο, τον οποίο συσχέτισε με τη λογική. Δεδομένου ότι καμία λογική δεν είναι τόσο γενικά αποδεκτή, ώστε να αφορά όλους και όλα, πού είναι η λογική; Με άλλα λόγια δεν εμφανίστηκε ακόμη ένας κώδικας ή ένα σύστημα λόγου, όπου να παγιώνεται μία μονοσήμαντη, οριστική και τελεσίδικη ερμηνεία του όλου. Αλλά ακόμη και ένα επιμέρους ον, εάν το απομονώσουμε από την πραγματικότητα, έστω κατιτί, ακόμη και για αυτό, ο λόγος και η γλώσσα θα μπορούσαν να πουν άπειρα πράγματα που προκύπτουν από τις άπειρες δυνατότητες του ιστορικού χωροχρόνου. Για να μη μιλήσουμε για την ελάχιστη προβλεψιμότητα και λογικότητα του λόγου που αφορά τα ανθρώπινα και κοινωνικά πράγματα. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για την παντελή αποτυχία κάθε σχολαστικής ή άλλης λογικής άρθρωσης λόγου που να ελέγχει, να νοηματοδοτεί και να εξηγεί πλήρως τον άνθρωπο στην ατομική ή κοινωνική του κατάσταση. Το ότι ο λόγος μπορεί να παράγει θεσμοθετήσεις, εύλογες λύσεις, κοινωνικές δομές και μορφώματα, αυτό δεν του αμφισβητείται. Πρόκειται για κάτι άλλο όμως το να μπορεί να εκφράσει αυτό που πραγματικά είναι και άλλο το να μπορεί να συλλάβει σύνολη την αλήθεια του. Αυτό θα καταργούσε αυτόματα την ίδια την αλήθεια του πραγματικού. Γιατί; Διότι η αλήθεια δεν μπορεί να λάμψει τελείως, να ξεφύγει από τη λήθη, να έρθει στο φως και να σώσει, παρά μόνο – γνωρίζω πως αυτό ακούγεται παράδοξο και αντιφατικό– όταν κρύβεται.

Μέσα από την προσπάθεια απάλειψης ή και εξάλειψης του παράγοντα άνθρωπος στις επιστήμες, η νέα κοινωνική ζωή έδωσε τα πρωτεία σε πολλούς άλλους αντικαταστάτες του. Στη δομή, στην ιστορία, στη γλώσσα, στο σημείο, στο τεχνικό πνεύμα, στη σχέση, στο αναπόδραστο, στην εξουσία, στο μη-όν, στη βεβαιότητα, στην πανουργία του λόγου, στο κέρδος, στην επανάσταση, στην αυτονομία, στην Τέχνη, στη σεξουαλικότητα, στην υπερβολή, στο φανταστικό, στο μέλλον, στο θεμέλιο, στην ιδέα κ.α. Τι πέτυχε; Μία νέα προσπάθεια άρθρωσης λόγου, που, όσο και εάν διατείνεται ότι διεκδικεί την αυθεντικότητα, δεν διαφέρει μέσα από μία ισομορφική αναλογική συσχέτιση με τον λόγο που ίσως εξέφερε ο πρωτόγονος, ο σαμάν ή ο νευρωτικός. Η καύχηση περί την εκφοράς ενός επιστημονικού αψευδούς λόγου στο βαθμό που δεν μεταβαίνει στο επίπεδο της πειραματικής επαλήθευσης, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον παράγοντα άνθρωπος, είτε αυτός νοείται ως αντικείμενο είτε ως υποκείμενο των δηλώσεων και των προθέσεων του λόγου αυτού, είναι καταγέλαστη. Γι’ αυτό πρέπει να διακηρυχτεί περίτρανα η απάτη όλων των φιλοσοφιών, καθώς και των ανθρωπιστικών επιστημών, που προτίθενται να περιχαρακώσουν μέσα σε πλαστά όρια μία ουτοπική πεποίθηση επιστημονικότητας.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΑΣΗ



«Αλλά διατί έλεγε “θα ημπορούσα να γίνω τούτο ή εκείνο”; Ήτο ήδη όλα αυτά».


Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, Άγρα, Αθήνα 1988, 198



Πόσο παράδοξο είναι η ίδια η λογική να χρησιμοποιείται ως προετοιμασία για την έκσταση! Τούτο παρουσιάζεται σε κείμενα όπως αυτά του Πλωτίνου και των Νεοπλατωνικών, των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και άλλα κείμενα μυστικών της Δύσης. Είναι τότε που ο Λόγος συναντά την πίστη και η γνώση υπερβαίνεται για να επαναβεβαιωθεί τελειότερη. Η υπέρβαση του λόγου και της γνώσης γίνεται συχνά μέσα από τη χρήση εικόνων και συμβόλων. Ακόμη και ο Πλάτων, όταν ο λόγος του έφτανε σε αδιέξοδο, κατέφευγε συχνά σε φαινομενικά άλογες μυθώδεις διηγήσεις για να γίνει περισσότερο κατανοητός. Αυτοί οι μύθοι και αυτά τα όνειρα έγιναν σταδιακά κτήματα και πνευματικά αγαθά των κοινωνιών. Μέσα στο βάθος του χρόνου ή ακόμη και στις λιγοστές σύγχρονες κοινωνίες χωρίς γραφή διατηρήθηκαν στην προφορική παράδοση έθιμα και συνήθειες που σχετίζονται με την υπέρβαση του λόγου. Σε μία εποχή, όπου ακόμη οι αυστηροί νόμοι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, ήταν ανύπαρκτοι, κάποιοι άνθρωποι βίωναν υπέρλογες, άλογες ή εξωλογικές εμπειρίες. Στόχος τους υπήρξε η ιχνηλάτηση του αγνώστου και η τοποθέτηση των θεμελίων για μία πρώτη κοινωνική δόμηση. Ο Μίρτσεα Ελιάντε, στο κλασσικό πλέον έργο του Σαμανισμός, αναφέρεται στη σημασία του αρχαϊκού αυτού φαινομένου μέσα από τις περιγραφές των ονειρικών και φανταστικών εμπειριών των μαθητευόμενων σαμάνων. Ήταν συνήθης πρακτική στις αρχαϊκές κοινωνίες το βύθισμα κάποιων ανθρώπων σε κατάσταση ονειρέματος. Με αυτόν τον τρόπο βίωναν διάφορες σκληρές δοκιμασίες σε έναν άλλο κόσμο και όταν επέστρεφαν, η κυρίως διαδικασία της μύησης είχε συντελεστεί. Έπειτα χρησιμοποιούσαν τη θεραπευτική λειτουργία του λόγου, προσπαθώντας δια των τελετουργιών να επηρεάσουν φύση και πολιτισμό, ώστε από τη μία να υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσά τους, και από την άλλη να αποκαταστήσουν την τάξη δια της αταξίας και το αντίστροφο. Παρόμοια χρήση του λόγου επιτυγχάνονταν και στους ιστορικούς λαούς μέσω των τεχνικών των πνευματικών ασκήσεων. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι παρόμοιες εκστατικές και απόκρυφες εμπειρίες βρίσκονται στη βάση των μύθων. Όπως το βύθισμα στον κόσμο των ενυπνίων ζωογονεί και ανανεώνει τον ανθρώπινο οργανισμό, έτσι και η δραπέτευση στον κόσμο της μυθολογίας εμψύχωνε τη ζωή των ανθρώπων στις παραδοσιακές κοινωνίες, βοηθώντας τους να συνεχίσουν την επίμοχθη καθημερινότητά τους, αφού είχαν ήδη ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους, έστω και μεταμφιεσμένες. Επομένως, ο λόγος δεν απομαγεύει και απομυθοποιεί μόνο, παρόλο που με αυτή του τη λειτουργία, σύμφωνα με την κλισέ άποψη της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, ο Λόγος έκανε την εμφάνισή του στα παράλια της Ιωνίας. Εκεί τότε επετεύχθη το λεγόμενο πέρασμα από το Μύθο στο Λόγο. Ο Λόγος αυτός θεωρείται από τους ιστορικούς της φιλοσοφίας ως μία πολύτιμη συνεισφορά στην Ιστορία, ίσως η πολυτιμότερη. Έχει κυρίως μία διαφωτιστική εναρκτήρια λειτουργία. Θεωρούν πως η μόνη χρήση του Λόγου που μπορεί να γίνει είναι να οδηγεί και να οδηγείται  από τη σαφήνεια, τη κυριολεξία, τη διαύγεια και την καθαρότητα. Ω! πως τα προσέχουν αυτά οι ιστορικοί του Λόγου. Ο λόγος μπορεί να απομακρυνθεί ατελείωτα από την πατρίδα του, αλλά πάντα επιζητεί την επιστροφή του. Αλλά μα το θείο, το νόστιμον ήμαρ δεν μπορεί να ταυτίζεται με το απόλυτο Πνεύμα, εάν αυτό μεταφράζεται ως πλήρη ταύτιση της πραγματικότητας με το Λόγο και το νοείν. Δυστυχώς, δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε και με το απόλυτα Άλλο, την απόλυτη διαφορά του Λόγου. Το θέμα είναι εάν ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του μπορούν να αντέξουν μία από τις δύο αυτές πλευρές του Είναι, της φύσης και του Θεού εξ ολοκλήρου. Η απάντηση είναι πως όχι. Άραγε θα βαυκαλιζόμαστε άλλοτε με όνειρο και άλλοτε με λογική αιωνίως; Μέσα από την επιστροφή στην Πρώτη αρχή ο άνθρωπος κατορθώνει να υπερασπιστεί τα όνειρα του. Μέσα από τα όνειρα ο σαμάν, κατά τον Ελιάντε, ενώνεται με την ιερή ζωή, και αποκαθιστά μία άμεση επαφή με τους θεούς, τα πνεύματα και τις ψυχές των προγόνων. Μέσα στα όνειρα κάθε ιστορικότητα καταλύεται για να απαντηθεί η μυθική εποχή, και ο μελλοντικός σαμάν να αναχθεί έως τις αρχές του παντός. Από την άλλη, διαμέσου αυτής της μαγικό-μυθικής εμπειρίας βλέπει κατάματα την πραγματικότητα. Βλέπει την ίδια τη γέννηση της πραγματικότητας, όπως και τη γέννηση του ίδιου του Ονείρου.


*******


Το θέμα είναι πως ως πρόσωπο ο άνθρωπος των πόλεων να έβρει τη δύναμη, αντιπαλεύοντας το ποτάμι των καιρών, στο οποίο δεν μπορεί να εισέλθει δις, και μάλλον εξαιτίας τούτου, να βιώσει την αληθέστερη περιπέτεια όλων, δηλαδή την προσωπική έκσταση, που θα τον συνδέσει με την αρχέγονη πρωταρχικότητα. Όμως η παντοτινή έκσταση υπάρχει μόνο ως υπόσχεση. Δεν θα υποπέσω στο αμάρτημα να χρησιμοποιήσω τη θεολογική έκφραση: πρόγευση. Διότι η εμπειρία της έκστασης, όσο γόνιμη και εάν είναι, όσο ελπιδοφόρα, θα καταλήγει πάντα στην ύλη ως στέρηση της τελειότητας. Και το ερώτημα που θα πλανάται ίσως αιωνίως αναπάντητο χωρίς απόλυτη γνώση και πίστη, είναι: μπορεί η ύλη να πάψει να υπολείπεται; Είναι ο μύθος λόγος και ο λόγος μύθος; Και εάν όλα προορίζονται να φωτιστούν τελείως, ποιο είναι το κρίμα μας, για ποιο λόγο οφείλουμε να γίνουμε τόσο διαφανείς, τόσο αόρατοι; Και ο κόσμος του ονείρου μήπως δεν είναι εξίσου αχνώδης, διαπερατός, ασώματος; Γιατί πρέπει με πρόφαση την εξερεύνησή του, να ξεκοκαλιστεί, ώστε να φανεί το λογικό σκελεθρό του; Πόλεις, γεννήματα του λόγου και της αλογίας, της οργάνωσης και τους χάους, της επανάληψης και της έκπληξης, της ηρεμίας και της δραστηριότητας, της ύλης και της ιδέας, της φυλάκισης και της απελευθέρωσης, του νου και της ψυχής, της ομορφιάς και του αίσχους, της χαράς και της απελπισίας, της ζωής και του τέλους, του υψηλού και του πεζού, κοιτάζετε τους διαβάτες που σας κοιτάζουν, τους λησμονάτε, τους ονειρεύεστε, όπως κι εκείνοι. Κρύβεστε, χάνεστε, για να ξαναέρθετε με νέο ένδυμα, κομψές ή άχαρες, γήινες ή ουράνιες. Όντας ολόκληρες πουθενά και παντού, δεν είστε παρά όψεις του συνόλου. Υπερβολικές ή ασήμαντες, συνήθως άδικες, αφύσικες· πανηγυρικές ή αδιάφορες, λάγνες, σκοτεινές, μουντές, κυνικές, ημι-φωτισμένες, μυστικές. Φως πανταχόθεν, κι άλλο φως. Παντού και πάντα φως∙ πέφτει στα σώματα, στις ψυχές, στο νου. Το μέσα έρχεται προς τα έξω, διαρκώς, ως άληστη υπόμνηση. Άφαντη η σκιερότητα, καμία παλινωδία στο αφανές, θα ζήσουμε άραγε κάποτε σε ένα αποκλειστικά φωτονικό σύμπαν; Κι όταν τρίβουμε τους οφθαλμούς και κλείνουμε τα βλέφαρα, κι εκεί ακόμη θα πρέπει πάλι να βλέπουμε ένα φως, έστω κι αν είναι το εσώτατον;