Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Humanism. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Humanism. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Η ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ

«Οι πόλεις, όπως τα δάση, έχουν τις φωλιές τους στις οποίες κρύβονται τα πιο μοχθηρά και πιο φοβερά τέρατα»

Victor Hugo, Les Miserables, Marius, Book VIII, Chapter VI

Το ζητούμενο δεν είναι απλά το γεγονός απόδοσης ρόλων στους ανθρώπους. Το ζητούμενο είναι ακριβώς η απόδοση της ιδιότητας του ανθρώπινου στον άνθρωπο. Οι σημερινές πόλεις, όπου ανθίζουν τα άνθη του πολιτισμού είναι ταυτόχρονα τα σημεία, όπου εμφανίζεται η απανθρωπία, ή ακόμη τερατωδίες, και τα  χάσματα της αβύσσου. Εκεί όπου δεν φτάνει η υποκριτική χριστιανική ηθική, η αστική ψεύτικη αβροφροσύνη και ο κάθε λογής καθωσπρεπισμός, εκεί η ανηθικότητα, η αποξένωση, η εκμετάλλευση, ο εγωισμός, το μίσος συνιστούν στοιχεία εγγενή τόσο στην ανθρώπινη φύση όσο και στις πόλεις, ως κατοικητήρια των ανθρώπων και δημιουργήματά τους κατά εικόνα και ομοίωση. Ο άνθρωπος δημιούργησε την πόλη για να συγκατοικήσει με τους ομόφυλούς του και έτσι να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της φύσης. Ωστόσο, δεν ήξερε σε ποία κόλαση εισερχόταν. Διότι δεν είναι μόνο τα αγαθά του πολιτισμού και της πόλης που καρπώνεται και απολαμβάνει, αλλά είναι και η επικίνδυνη πλευρά της ύπαρξης που τείνει ενίοτε να εκδηλωθεί και να τον παρασύρει.
        Το ερώτημα που θέτει η πόλη είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Η απάντησή του είναι εξίσου ανοιχτή και αινιγματική. Τι διακυβεύεται στο παίγνιο του εν τη πόλει βίου; Διακυβεύεται η ευθύνη και η εμμονή του ανθρώπου να αρνιέται τη φύση του. Οι πόλεις εισάγουν σε έναν τρόπο ζωής ανασφαλή και ασφαλή, δηλαδή την ίδια στιγμή έναν τρόπο ζωής με δύο αντιθετικές όψεις. Η ανασφάλεια υπεισέρχεται μέσα από το άγνωστο που ίσως συναντήσεις κάθε φορά που βγαίνεις έξω από το σπίτι σου το πρωί. Η ασφάλεια πάλι εντάσσεται μέσα από τη δυσεύρετη σήμερα δυνατότητα της αλληλεγγύης που ο ένας προσφέρει στον άλλο, είτε από φιλική διάθεση είτε λόγω του κοινωνικού ρόλου του καθενός. Η πόλη προσφέρει διεξόδους και φροντίδα, όσο και αφήνει συχνά τον άνθρωπο μετέωρο, μόνο, ανίσχυρο, απροστάτευτο. Ίσως λοιπόν κάποτε μέσα από την αναζήτηση για τον πρώτο άνθρωπο αναρωτηθεί κανείς: είναι πράγματι ο πολιτισμός των πόλεων ένα τεράστιο βήμα προόδου για την ανθρωπότητα, όταν εκείνος διαβιούσε ανώλεθρος, αγνός και μόνος στις ξηρές πεδιάδες της Αφρικής; Ναι, η πόλη είναι ένα τεράστιο βήμα προόδου που διαρκώς εξελίσσεται. Από την άλλη, όμως, ο πρωτόγονος άνθρωπος έστω και με τα άπειρα προβλήματά του που του δημιουργούσε η σκληρότητα της φύσης γύρω του και μέσα του ήταν ο πρώτος άνθρωπος. Ήταν στην αυγή της προϊστορίας.
         Η γενεαλογία ή αρχαιολογία του ανθρώπινου αφήνει να φανούν όχι μόνο το εκδικητικό μένος της φύσης, αλλά και οι απόκοσμες πλευρές του πολιτισμού των πόλεων. Ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε από ένα από τα περισσότερο πολιτισμένα έθνη της γης, το οποίο χαρακτηριζόταν για τη μεγάλη ανθρωπιστική παιδεία του. Ωστόσο, κατέληξε έπειτα από το τέλος του σε μία νέα παγκόσμια ειρήνη, ενώ η ιστορία, αν και γράφτηκε στη συνέχεια από τους νικητές, ενσωμάτωσε χωρίς να διαλύσει την πολιτιστική παράδοση του Γερμανικού λαού ως κάτι μοναδικά πολύτιμο μέσα στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Τι δείχνει αυτό; Ότι ο πολιτισμός, όπως και η φύση, διέπονται από αναλογίες και νομοτέλειες που έχουν δύο όψεις, μία αρνητική και μία θετική. Είναι αυτή μία θεολογική ερμηνεία; Είναι μόνο εν μέρει θεολογική, γιατί φύση και πολιτισμός θα χαθούν κάποτε και οι δύο, έτσι απλά όπως άρχισαν. Η ιστορία δεν ξέρουμε εάν επαναλαμβάνεται, όμως έχει αρχή και τέλος. Η θεολογική ερμηνεία θα ήταν να δεχτεί κανείς την ευθυγράμμιση και τη συντέλεια. Το ότι ολόκληρο το πάν χάνεται μέσα στο πάν αυτό κανείς και τίποτε δεν μπορεί να το αποτρέψει.
         Η μεταφυσική της πόλης θα ήταν να αποδεχτούμε όχι την αιώνια ανακύκληση ή το άγονο χάσιμο και αφανισμό του παντός, αλλά την πεποίθηση για τη νοητή μετακίνηση και μεταφορά των γήινων πόλεων σε μία μακρινή, αλλά και τόσο κοντινή ουράνια Ιερουσαλήμ. Μιλάμε άραγε για πόλεις της φαντασίας, έναν παράδεισο σε αστρικό χώρο, έναν τόπο έξω από τον τόπο και έναν χρόνο που οδηγεί στην α-χρονικότητα ή για μία εμπειρική παραίσθηση; Όσοι οραματιστές έχουν υποτίθεται παραισθήσεις βλέπουν ουράνιες πόλεις στα σύννεφα κάποιες παράξενες ημέρες. Έτσι εισάγεται το αξιοπερίεργο και το μυστηριώδες στη ζωή και στην πορεία της ιστορίας. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες κατακτήσεις, τόσο στην επιστήμη, όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα δεν έγιναν από την αναζήτηση κάποιου καινούργιου «χώρου», νοούμενου δηλαδή ως προέκταση του έως τότε γνωστικού χώρου ή πεδίου; Επρόκειτο πάντα για την αναζήτηση μίας νέας ηπείρου, ενός νέου νησιού, ενός νέου είδους ζώου, ενός νέου χημικού στοιχείου, ενός νέου νόμου της φύσης, ενός νέου φαρμάκου, μίας νέας θεωρίας που θα εξηγεί καλύτερα την πραγματικότητα, μίας νέας τεχνικής κλπ. Το διαρκώς έτερον δεν είναι βέβαια πάντα αληθινό. Όλοι όμως αυτό αναζητούν, θέτοντας στόχους και διαβλέποντας ανοίγματα.
         Πού είναι το καινούργιο στο μεταφυσικό άνοιγμα της πόλης; Είναι στο «μήπω είναι» ως δυνατότητα. Διότι κάθε μεταφυσική υποκινείται από το άνοιγμα προς το μέλλον. Μια σοφή ελπίδα, μία συνετή προσδοκία, αλλά και μία εμπειρική ψευδαίσθηση θέλουν το φανταστικό να αντικαταστήσει κάθε αρχή που διαφεντεύει δια του κράτους της πεζότητας και της έλλειψης ποιητικότητας τον κόσμο μας. Εάν είμαστε πράγματι ρεαλιστές και γνήσιοι άνθρωποι πρέπει να ζητάμε το αδύνατο, όπως κραύγασαν οι φοιτητές του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα συνθήματα στους τοίχους λένε διάφορα περίεργα πράγματα ή υπονοούν κάτι άλλο από αυτό που εκ πρώτης όψεως κατανοείται, όταν δεν είναι συχνά κρυπτογραφημένα. Τα συνθήματα αυτά είναι γραμμένα από χέρια που επιζητούν την άρση της φυλάκισης στα τερατουργήματα των πόλεων. Είναι γραμμένα έτσι ώστε να σοκάρουν και να ξαφνιάζουν. Γράφτηκαν από θιασώτες της προσπάθειας για τη διέξοδο, όπως και τότε στο Γαλλικό Μάη, όταν οι εξεγερμένοι φοιτητές έγραφαν ανατρεπτικά συνθήματα στους τοίχους. Οι νέες γενεές κρατούν στα χέρια τους το μέλλον των πόλεων. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στις μελλοντικές γενεές, ώστε να τους βοηθήσουμε και να τους παρωθήσουμε να πετύχουν τη μαζική μετανάστευση στις φανταστικές πόλεις του νοητού και του μη-πραγματικού. Έχουμε υποχρέωση να τους διδάξουμε ό,τι δεν διδάσκεται. Με άλλα λόγια πρέπει να διδαχτεί όχι μόνο ό,τι υποδηλώνεται ή υπονοείται με το παράδειγμα του ανθρώπου δασκάλου, αλλά και ότι δεν υπονοείται, ούτε δηλώνεται με κάποιο τρόπο. Τι είναι αυτό; Είναι η διόδευση στο Εκείσε που θα βοηθήσει τον μαθητή να γίνει κύριος του εαυτού του. Τότε δεν θα χρειάζεται πια τον δάσκαλο, θα γίνει δάσκαλος του εαυτού του.
        Η δυνατότητα ταυτίζεται όχι μόνο με την υπέρβαση του μηδενός, αλλά και με τη γεφύρωση του χάσματος όπου χάσκει η άβυσσος. Ζητάμε τη γεφύρωση που θα μας μεταφέρει και θα μας συνδέσει με την επιλάμπουσα υπερβατικότητα. Πρόκειται για μία ακόμη ψευδαισθησιακή μεταφυσική; Και αρκεί μόνο η ψευδαισθησιακή εμπειρία του εν τη πόλει παιγνίου για την κατίσχυση και μακρινή όδευση στο χώρο όπου δεν υπάρχει χώρος και στο χρόνο όπου δεν υπάρχει χρόνος; Αυτό που όλοι οι παρελθόντες μεταφυσικοί ευελπιστούσαν ήταν η υπέρβαση. Στην εποχή όπου έχουν αποδιαρθρωθεί όλα τα θεμέλια, όταν η φύση έχει φθαρεί, ο θεός έχει πεθάνει, και του ανθρώπου, επίσης, ως υποκειμένου σε σχέση με τις δομές, προαναγγέλθηκε το τέλος, τι μένει να ξαναέρθει ή να εμφανιστεί όχι ως παρουσία – διότι και αυτή έχει καταδικαστεί – , αλλά ως ανάμνηση αυτού που κάποτε ήταν και κάποτε θα είναι; Ο πλατωνισμός της αναμνήσεως των ιδεών είναι μία αλήθεια επιστημονική και όχι μόνο φιλοσοφική. Αναθυμόμαστε ό,τι δεν υπάρχει πια και κάποτε θα υπάρξει και πάλι. Θα υπάρξει ως παρουσία, ως παροντικότητα ή ως μία ακόμη φευγαλέα οπτασία; Ζούμε αυτό το φευγαλέο παιχνίδι (οἷον παίγνιον φεῦγον) στον καιρό της αποδιάρθρωσης και αντλούμε από ό,τι δεν υπάρχει πια μεταφυσικό θάρρος. Η ύλη είναι ένα δικό μας φάντασμα. Ο κόσμος των ιδεών δεν έχει παρουσία. Η τεχνολογία ξεκινώντας από την τεχνική, η οποία άντλησε τη δύναμή της από την αρχαιότητα ακόμη, παρέχει διευκολύνσεις, διαφυγές, δομές και υπερβάσεις. Ο ορίζοντας της τεχνικής είναι μακρύς. Αποτελεί άραγε αυτή, δηλαδή η τεχνική, την υλοποίηση της μεταφυσικής; Και εάν ναι, τι απέγινε το αυθεντικό γεγονός των σχέσεων, ως κοινωνική πραγμάτωση; Το υλικό υπόβαθρο που η τεχνική και η επιστήμη ανατέμνει, επεξεργάζεται και μορφοποιεί είναι μία ακόμη μη-πραγματικότητα. Ωστόσο, η τεχνική αντλεί από αυτόν το μεγάκοσμο των ιδεών που υπάρχει έξω από εμάς, αλλά και από το νοητό κόσμο που ο καθένας από εμάς αποτελούμε. Η τεχνική είναι μία διανοητική προσπάθεια να καθοδηγηθεί το ανθρώπινο υποκείμενο μέσα από τη μηχανοποίηση των πάντων και να ξαναβρεί τη θεϊκή πληρότητα της ομοίωσης με το θείο. Η μηχανή είναι ο νέος ορίζοντας. Οι άνθρωποι-μηχανές δεν αποτελούν γρανάζια του συστήματος, ούτε υπό-ανθρώπινα όντα ή cyborg• αποτελούν ή μάλλον θα αποτελέσουν το υπέρ-ανθρώπινο μέλλον του ανθρώπινου. Όπως οι θεοί, τους οποίους σκοτώσαμε, αποτελούσαν την υπέρβαση του ανθρώπινου ως μία δική του επινόηση, έτσι και οι μηχανές αποτελούν και θα αποτελέσουν μία ανθρώπινη επινόηση που θα οδηγήσουν σε μία νέα υπέρβαση.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

ΑΝΤΙ-ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

                                                      

«Και πράγματι βρισκόμαστε πάντοτε υπό την απειλή κάποιας αφήγησης, πάντοτε κάτι μας έχουν ήδη πει και πάντοτε κάτι έχουμε ήδη ακούσει»

 Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Instruction paiennes, Gallimard, Paris 1977, 47


Υποτίθεται ότι έχουμε περάσει από την μυθική σκέψη στο Λόγο ήδη, χάρη στους Ίωνες φιλοσόφους του 6ου αι. π.Χ. Αλλά περάσαμε μόνο σε μία ακόμη λογοφιλία, που τυρβάζει περί παντός επιστητού με άφθονο εγωκεντρισμό, εθνοκεντρισμό και στομφώδη εντυπωσιασμό. Μπορεί η ιωνική φιλοσοφία να παρουσίασε μία σειρά από αλήθειες για τον κόσμο, τη φύση και την πραγματικότητα. Όμως αυτό που δεν γίνεται κατανοητό είναι πως όλες αυτές οι αλήθειες είναι αλήθειες μόνο για τον άνθρωπο και για κανέναν άλλο. Για τούτο και ακολούθησε η στροφή της κλασσικής φιλοσοφίας προς τον ιδεαλιστικό ανθρωπισμό. Για ποιο λόγο, όσο βίαια, έντονα και ακαταπόνητα προσπάθησε ο μετα-μοντερνισμός να εξορίσει τον άνθρωπο από το βασίλειο του λόγου, αυτός διαρκώς εισερχόταν από το παράθυρο; Είναι σαν να αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο είμαστε άνθρωποι και για ποιο λόγο ενδιαφερόμαστε για ό,τι ενδιαφέρει τον άνθρωπο. Είναι σαν να ρωτάμε τον εαυτό μας γιατί είμαστε άνθρωποι και όχι κάτι άλλο.

Τι άλλο όμως θα μπορούσαμε να είμαστε και, άραγε, οι άνθρωποι της πόλης μεταλλάσσονται ή ήδη μεταλλάχτηκαν – μεθοδεύεται η μετάλλαξή τους – σε κάτι νέο, πρωτόγνωρο και διαφορετικό; Η δύναμη του πρακτικού λόγου, όσο μυθικό χαρακτήρα και εάν έχει, διαμορφώνει τους σημερινούς ανθρώπους, στο βαθμό που διαμόρφωνε τους πρωτόγονους ο δικός τους μυθικός λόγος. Γιατί όμως να διακρίνεται με μία κάθετη διαχωριστική γραμμή ο μυθικός λόγος από τον ψευδο-επιστημονικό αστικό λόγο; Διότι ίσως ο τελευταίος αυτός χρειάστηκε βεβαιότητες, ακλόνητη πειθώ, που να περιβάλλεται τον μανδύα της - έπειτα από τον Διαφωτισμό - ορθολογικής διαχείρισης της κοινωνίας. Σήμερα όμως, όταν διαφάνηκε, π.χ. έπειτα από την κριτική στην ορθολογικότητα του Διαφωτισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης, η αυθαιρεσία κάθε εξορθολογίκευσης που τιμωρεί και περιορίζει το ατομικό και συγκεκριμένο, ή μέσα από τους ανθρωπισμούς τύπου Μπερντιάγεφ και Γκαμπριέλ Μαρσέλ, καταδείχτηκε η βαναυσότητα του εξαντικειμενικευμένου λόγου απέναντι στην αξία του προσώπου, πώς να μην ανακύπτει η κριτική προς κάθε ψευδο-λογική επίφαση επιστημονικότητας του ανθρωπιστικού λόγου;

Το ερώτημα για το εάν η κοινωνική ζωή προσδοκά το ιδεώδες του ανθρωπισμού να αποφέρει καρπούς ή το εγκαταλείπει προς χάριν της τεχνικής και της εργαλειοποίησης της γνώσης, αυτό το δείχνει μόνο η ιστορία. Όμως η κοινωνική επαλήθευση της γνώσης, λόγω του ότι υπόκειται και αυτή στην ιστορική μεταλλαγή, καθώς και στην παρείσφρηση της υποκειμενικότητας, δεν αποτελεί σταθερό και αμετάκλητο κριτήριο. Έτσι η ιστορική πραγματικότητα, είτε δεχτεί εκ νέου, είτε εγκαταλείψει το ανθρωπιστικό ιδεώδες, δεν μπορεί παρά να αφήσει να φανεί στο τέλος ότι η γνώση γύρω από τον άνθρωπο μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες είναι μία φενάκη. Θα πουν κάποιοι ότι το κυριότερο επιχείρημα κατά της υποτιθέμενης επιστημονικότητας των θεωρητικών επιστημών στηρίζεται στον ιστορισμό. Με άλλα λόγια ολόκληρη η ανθρώπινη γνώση στο βαθμό που μετέχει στην ιστορικότητα δεν μπορεί να στηριχτεί σε τίποτα σταθερό, μόνιμο και καθολικό. Όμως δεν πρόκειται για έναν απόλυτο ιστορισμό, ούτε για μία ακραιφνή σχετικοκρατία. Οι αξίες και οι καθολικοί νόμοι, εάν υπάρχουν, λογικά θα πρέπει να βρίσκονται έξω από τον κόσμο εξαιτίας της συνεχούς φθοράς και διαρκούς αλλαγής του. Αυτό σωστά το τόνισε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Το θέμα είναι ότι η αντι-μεταφυσική αυτή οπτική δεν λαμβάνει υπόψη μία in cognito παρουσία του αιώνιου και του καθολικού μέσα στο φθαρτό κοινωνικό και κοσμικό γίγνεσθαι. Δεν λαμβάνει, επίσης, υπόψη όχι την ταύτιση της φύσης με το θεϊκό, σπινοζικού τύπου, αλλά το γεγονός ότι το θεικό παρουσιάστηκε par excellence εντός της ιστορικότητας, πριν συνεχίσει την αφανή του παρουσία. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να κατανοήσει το μυστήριο της ενανθρώπισης και τη μοναδική συνάντηση θεϊκού και ανθρώπινου στο ιστορικό πρόσωπο του Ιησού.

Τι είναι λοιπόν όλη αυτή η ψεύτικη ανθρωπιστική σοφία που επαίρεται για μία εγκυρότητα που ποτέ δεν είχε; Άρα μιλάμε για μία ακόμη εκμύθευση που ονομάστηκε Λόγος με κεφαλαίο, όταν επρόκειτο για λόγο με μικρό. Λυσιτελής Λόγος δεν υπήρξε εκτός του πεδίου των θετικών επιστημών. Αλλά και αυτός επαληθεύτηκε χάρη στο πείραμα και την τεχνική αποτελεσματικότητά του.

Ζούμε μία ακόμη μυθική εποχή. Οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις, όση πραγματικότητα και εάν μπορούν να αντικρίσουν, βρίσκονται κάποτε πιασμένοι στα δίχτυα της μυθοποιητικής τάσης. Πλάθουν τους μύθους τους με στοχασμό και με όνειρο. Η ανθρωπιστική γνώση καλύπτει τα υποκείμενα που είναι ταυτόχρονα και αντικείμενα με ένα μυθικό περίβλημα. Σχοινοβατεί επικίνδυνα μερικές φορές, ώστε να βρει την ισορροπία και να εκφράσει όσο μπορεί καλύτερα, τελειότερα, πιστότερα, αλλά ποτέ εντελώς αληθινά, το ον που ονομάζεται άνθρωπος. Θα πίστευε κανείς ότι το ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα στη διασπορά και διάδοση της γνώσης που επιτεύχθηκε με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, θα προωθούσε και την περισσότερο αποτελεσματική δυνατότητα των επιστημών του ανθρώπου να γνωρίσουν από τι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Το μόνο που κατορθώνουν όμως είναι μία μεγαλύτερη εικονική γνώση.

Ό,τι αρθρώνεται δια του λόγου και γίνεται κατανοητό είναι ο λόγος και άρα ενέχει στοιχεία που τον καθιστούν κοινωνίσιμο. Η μυθική σκέψη δεν είναι μόνο η «άγρια σκέψη». Αλλά ακόμη και αυτή η τελευταία, όπως δείχθηκε από τον αείμνηστο Κ. Λ. Στρώς, είναι μία καλά επεξεργασμένη δομή λόγου, που απλώς είναι διαφορετική σε σχέση με ό,τι αυθαίρετα ο δυτικός άνθρωπος ονόμασε λόγο, τον οποίο συσχέτισε με τη λογική. Δεδομένου ότι καμία λογική δεν είναι τόσο γενικά αποδεκτή, ώστε να αφορά όλους και όλα, πού είναι η λογική; Με άλλα λόγια δεν εμφανίστηκε ακόμη ένας κώδικας ή ένα σύστημα λόγου, όπου να παγιώνεται μία μονοσήμαντη, οριστική και τελεσίδικη ερμηνεία του όλου. Αλλά ακόμη και ένα επιμέρους ον, εάν το απομονώσουμε από την πραγματικότητα, έστω κατιτί, ακόμη και για αυτό, ο λόγος και η γλώσσα θα μπορούσαν να πουν άπειρα πράγματα που προκύπτουν από τις άπειρες δυνατότητες του ιστορικού χωροχρόνου. Για να μη μιλήσουμε για την ελάχιστη προβλεψιμότητα και λογικότητα του λόγου που αφορά τα ανθρώπινα και κοινωνικά πράγματα. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για την παντελή αποτυχία κάθε σχολαστικής ή άλλης λογικής άρθρωσης λόγου που να ελέγχει, να νοηματοδοτεί και να εξηγεί πλήρως τον άνθρωπο στην ατομική ή κοινωνική του κατάσταση. Το ότι ο λόγος μπορεί να παράγει θεσμοθετήσεις, εύλογες λύσεις, κοινωνικές δομές και μορφώματα, αυτό δεν του αμφισβητείται. Πρόκειται για κάτι άλλο όμως το να μπορεί να εκφράσει αυτό που πραγματικά είναι και άλλο το να μπορεί να συλλάβει σύνολη την αλήθεια του. Αυτό θα καταργούσε αυτόματα την ίδια την αλήθεια του πραγματικού. Γιατί; Διότι η αλήθεια δεν μπορεί να λάμψει τελείως, να ξεφύγει από τη λήθη, να έρθει στο φως και να σώσει, παρά μόνο – γνωρίζω πως αυτό ακούγεται παράδοξο και αντιφατικό– όταν κρύβεται.

Μέσα από την προσπάθεια απάλειψης ή και εξάλειψης του παράγοντα άνθρωπος στις επιστήμες, η νέα κοινωνική ζωή έδωσε τα πρωτεία σε πολλούς άλλους αντικαταστάτες του. Στη δομή, στην ιστορία, στη γλώσσα, στο σημείο, στο τεχνικό πνεύμα, στη σχέση, στο αναπόδραστο, στην εξουσία, στο μη-όν, στη βεβαιότητα, στην πανουργία του λόγου, στο κέρδος, στην επανάσταση, στην αυτονομία, στην Τέχνη, στη σεξουαλικότητα, στην υπερβολή, στο φανταστικό, στο μέλλον, στο θεμέλιο, στην ιδέα κ.α. Τι πέτυχε; Μία νέα προσπάθεια άρθρωσης λόγου, που, όσο και εάν διατείνεται ότι διεκδικεί την αυθεντικότητα, δεν διαφέρει μέσα από μία ισομορφική αναλογική συσχέτιση με τον λόγο που ίσως εξέφερε ο πρωτόγονος, ο σαμάν ή ο νευρωτικός. Η καύχηση περί την εκφοράς ενός επιστημονικού αψευδούς λόγου στο βαθμό που δεν μεταβαίνει στο επίπεδο της πειραματικής επαλήθευσης, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον παράγοντα άνθρωπος, είτε αυτός νοείται ως αντικείμενο είτε ως υποκείμενο των δηλώσεων και των προθέσεων του λόγου αυτού, είναι καταγέλαστη. Γι’ αυτό πρέπει να διακηρυχτεί περίτρανα η απάτη όλων των φιλοσοφιών, καθώς και των ανθρωπιστικών επιστημών, που προτίθενται να περιχαρακώσουν μέσα σε πλαστά όρια μία ουτοπική πεποίθηση επιστημονικότητας.