Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η κίνηση τη νύχτα στην πόλη μες τα φώτα μαγεύει και παραπλανεί τον ανύποπτο διαβάτη. Η γοητευτική ατμόσφαιρά της κρύβει παγίδες και σειρήνες που προκαλούν. Ο ρυθμός της μερικές φορές σε προκαλεί να χορέψεις, κατά την περιπλάνηση. Αν ακολουθήσεις μία οφιοειδή πορεία στα πεζοδρόμια, η κίνηση θα μοιάζει με αυτή ενός χορευτή. Έτσι αναρωτιέσαι ποιος ο χορογράφος ή ποιος ο σκηνοθέτης στη βραδινή αυτή περιπλάνηση μέσα στα φώτα της πόλης. Άλλα σώματα κινούνται μηχανικά, άλλα ήρεμα και άλλα πιο ζωηρά. Σώματα νέα ή γηραιά, ακολουθούν τους ρυθμούς κάποιου άφατου σχεδίου. Υπάρχει σχέδιο που κινεί τα νήματα των ζωών όλων των ανθρώπων ή το θέατρο που λαμβάνει χώρα καθημερινά μέσα στις πόλεις και τον κόσμο είναι ένα θέατρο του παραλόγου; Όλα όμως είναι θέμα οπτικής. Έτσι, εάν αποφασίσει κανείς να δει πίσω από τις πράξεις των ανθρώπων κάποια κίνητρα, τα οποία ίσως να μπορούν να αναχθούν σε γενικότερες αιτίες, τότε δεν απέχει πολύ απ’ το να φτάσει μέχρι την πρώτη αιτία, στην αρχέγονη στιγμή, την πρώτη και τη μεγαλύτερη, της δημιουργίας. Εάν από την άλλη δεχτεί την ανθρώπινη ελευθερία και το αυτεξούσιο, θα πρέπει να δει ίσως πάλι έως που σταματά αυτό και που αρχίζει η αναγκαιότητα του κοσμικού παιγνίου. Ελευθερία και αναγκαιότητα, θεμελιωμένη ή όχι σε κάποια εξωκοσμική αιτία, συνιστούν τους γνώμονες για την κρίση των κινήτρων, των αιτιών και των αποφάσεων. Η ελευθερία μπορεί κάλλιστα να εκπηγάζει από τη λογική απόφαση, όσο και να βρίσκεται στη βάση μίας φυσικής ασυναίσθητης κίνησης. Η δια του λόγου ελευθερία καθορίζει εκ των προτέρων τα κίνητρα, εκλογικεύοντας και οδηγώντας στη δράση, όταν δεν εμπιστευόμαστε τον παρορμητισμό. Προφανώς δίνουμε το όνομα ελευθερία σε δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες καταστάσεις. Το υποκείμενο όμως, μέσα από τη διαμόρφωση του, είναι που θα πραγματώσει και θα επιλέξει τη μορφή ελευθερίας που είναι πιο πρόσφορη για το ίδιο. Πάλι, το κατά λόγον ζειν, αν οδηγείται από σοφό λογισμό δεν έρχεται σε αντίθεση με το κατά φυσιν ζην. Έτσι υπάρχει η σοφία της φύσης και η σοφία του λόγου και του πολιτισμού. Η σύμπλευσή τους και η μη αντιπαραθεσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό υγιούς έκφρασης των συναισθημάτων και της δρώσας συνείδησης. Όπως υπάρχει η ελευθερία μέσα από δύο αντιφατικές μορφές, έτσι και η αναγκαιότητα υπάρχει ως λόγος και λογική, αλλά και ως αναγκαιότητα της φύσης. Η λογική καθορίζει και προσδιορίζει τα όρια. Από την άλλη η φυσική αναγκαιότητα προκαθορίζει το γένος του ανθρώπου, όντας μία a priori συνθήκη για την ύπαρξή του. Το να αναρωτηθούμε εάν προηγείται η αναγκαιοτητα ή η ελευθερία είναι αρκετά ματαιόσπουδο, εφόσον αποτελεί απλώς θέμα οπτικής και έγκειται στην ιδιοσυγκρασία του καθενός να επιλέξει το ένα ή το άλλο. Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω έχουμε:
                                            
                           Λογική          Ελευθερία                  Λογική      Αναγκαιότητα
                                                       =                                                                      =   
                    Φύση         Αναγκαιότητα       Φύση         Ελευθερία

 Η λογική της πόλης συχνά εκβάλλει στο παράλογο. Η λογική υπερβαίνεται, εγκαταλείπεται, ποδηγετείται, συγκρούεται ενίοτε με τις άλογες δυνάμεις, συναντιέται με το απρόβλεπτο, το μη-ορατό, το μη-ον, εγκαθιδρύει δομές και συστήματα, που με τη σειρά τους οδηγούν στο παράλογο. Οι πόλεις στήνουν τους ιστούς τους σαν τα αραχνοειδή. Μέσα στο λαβύρινθο των δρόμων περπατούν τα πλήθη, συνωστίζονται, στοιβάζονται, χάνονται ή ακολουθούν προδιαγεγραμμένες πορείες.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Η υποψία της μεταφυσικής και του ονειρικού


Ο flâneur είναι ο κατεξοχήν δημιουργός νοήματος ανάμεσα στους άλλους περιπατητές. Είναι ο περιπατητής που διασκεδάζει να πλανάται στους δρόμους των πόλεων, που έχει ως σκοπό το άσκοπο της περιπλάνησης, αποκρυπτογραφώντας τα σημεία που υπάρχουν υπερβολικά πολλά παντού γύρω του. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο έργο του Arcades Project γράφει ότι οι πόλεις είναι σαν ο άνθρωπος να πραγματοποίησε το πανάρχαιο όνειρό του, τον λαβύρινθο. Οι όψεις της περιπλάνησης στις πόλεις, κρύβουν πολλά μυστικά, τα οποία προσπαθεί να ξεκλειδώσει, αποδυόμενος στην καταγραφή και αποδελτίωση χιλιάδων παραπομπών από συγγραφείς πριν από αυτόν. Το μυστικό, ωστόσο, του Μπένγιαμιν δεν έγκειται στην πληθώρα των παραπομπών αλλά στο κριτήριο της επιλογής τους: αναφέρονταν όλοι στη μεταφυσική διάσταση της πόλης.
Ο περιπλανητής, ο αναζητητής και ο ονειρευτής, όταν βιώνει το χάσιμο στο πλήθος, περιηγούμενος στις σκονισμένες ατραπούς της πόλης, ανάμεσα από τα κτίρια και τους πεζούς, βιώνει την υποψία του μεταφυσικού για πολλά πράγματα που συναντά γύρω του. Η διαρκής αναζήτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να προϋποθέτει την υποψία, την έλλειψη του γνωστού, που διακόπτει τον ρεμβασμό, δημιουργώντας την παράξενη αίσθηση του ανοίκειου, που απομακρύνεται μόνο όταν η υποψία εξαλειφθεί. Κατά την άποψη του Μπένγιαμιν, ο ιστορικός χρόνος των πόλεων είναι ένα ξύπνημα μέσα στο όνειρο, προωθώντας έτσι - όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος - μία Κοπερνίκειο Επανάσταση της μνήμης. Η ανάμνηση του παρελθόντος ως συνειδητό ονείρεμα, που προϋποθέτει την έλλειψη σταθερού εδάφους στο παρόν για την θέα και εξέταση του παρελθόντος, υποδηλώνει μία προσπάθεια αναπλήρωσης και κάλυψης της αμφισβήτησης. Το ονειρικό, και όχι το μεταφυσικό, δεν είναι ένας ορίζοντας, αλλά μία αυταπάτη.  
Η αντιφατική κατάσταση του ξυπνήματος μέσα σε όνειρο, θα μπορούσε να μην είναι αυταπάτη ή αντίφαση, στο βαθμό που το παρελθόν συνεχίζει στο παρόν. Εάν η μνήμη του παρελθόντος είναι ένα όνειρο, τότε ονειρευόμαστε και το παρόν. Δεν υπεισέρχεται φαινομενικά εδώ καμία υποψία, αλλά εάν υπεισερχόταν κάποια, αυτή δεν θα ήταν μήπως ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο, συνεπώς το παρελθόν δεν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει ούτε το παρόν, και άρα το όνειρο της μνήμης είναι μία μνήμη μέσα σε ένα όνειρο; Όχι, διότι όταν κανείς ονειρεύεται, η υποψία του ονείρου δεν είναι παρά μία ονειρική υποψία περί του ονείρου, μέσα στο όνειρο, και όχι έξω από αυτό, καθώς δεν υπάρχει πλέον εξωτερικότητα. Η συλλογική μνήμη εμπεριέχει το όνειρό της· μόνο τότε μοιάζει να ξυπνάει συνειδητά, όταν ονειρεύεται αναθυμόμενη. Εάν η αλήθεια του παρόντος των πόλεων δεν είναι παρά μία αναθύμηση μέσα σε μία αναθύμηση, ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, τότε και η υποψία είναι μία ονειρική υποψία, ανύπαρκτη όσο το παρελθόν και το όνειρο, στο βαθμό που η υποψία ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο δεν επιβεβαιώνεται.  

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ



Μία από τις χειρότερες φάσεις που πέρασε η διαβίωση των ανθρώπων στην πόλη υπήρξε η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην «παλαιοτεχνική» πόλη, όπως την ονομάζει ο Λιούις Μάμφορντ, στο έργο του The City in History, η ζωή ήταν ανθυγιεινή, υποβαθμισμένη, απάνθρωπη. Στις πόλεις του άνθρακα το κυρίαρχο χρώμα ήταν το μαύρο. Μαύρα σύννεφα καπνού έφευγαν από τις καμινάδες των εργοστασίων και τους σιδηροδρόμους και εξαπλώνονταν στην ατμόσφαιρα. Η εφεύρεση του τεχνητού φωτισμού από γκάζι βοηθούσε σε αυτή την εξάπλωση, χωρίς τη βοήθεια του οποίου η εργασία θα σταματούσε λόγω του καπνού και της ομίχλης. Ο δηλητηριώδης καπνός τώρα σκέπαζε τα πάντα. Tα ποτάμια δηλητηριάζονταν, ενώ η καπνιά από τον άνθρακα κολλούσε παντού. Τα επιβλαβή χημικά από τα εργοστάσια έκαιγαν τα μάτια, έμπαιναν στο λαιμό και στους πνεύμονες. Οι οσμές αλλοιώθηκαν και οι άνθρωποι μυρίζοντας συνέχεια τον άνθρακα έγιναν αναίσθητοι σε πιο ευχάριστες οσμές. Έχασαν ακόμη και την γεύση τους, αφού έτρωγαν μόνο κονσερβοποιημένα και μπαγιάτικα τρόφιμα. Ακόμη και η όρασή τους αδυνάτισε. Σκοτεινό, άχρωμο, πικρό, δύσοσμο αυτό ήταν το περιβάλλον στις πόλεις. Απαιτούσε επιπλέον πλύσιμο και υγιεινή. Η μόλυνση και το νέφος οδήγησαν σε υπέρογκη αύξηση των δαπανών για την υγιεινή. Ο θόρυβος επίσης ήταν συχνά ανυπόφορος. Οι μηχανικές τέχνες ρύπαιναν τις πόλεις ασταμάτητα με υπερβολικούς θορύβους. Τα σφυριά έπεφταν συνεχώς πάνω στο αμόνι, τα νερά διαρκώς έπεφταν από ψηλά, το ατσάλι βρυχώταν και κατά διαστήματα, δυνατά και υπόκωφα, ακούγονταν η βροντή από τα κτίρια όπου δοκιμάζονταν τα όπλα. Οι άνθρωποι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα δονούμενη από βοή.
Ποτέ πριν στην καταγεγραμμένη ιστορία τόσο μεγάλες μάζες ανθρώπων δεν έζησαν σε τέτοιο φρικτά περιορισμένο περιβάλλον, άσχημο στην μορφή, χωρίς κανένα ουσιαστικό θεμέλιο που θα νοηματοδοτούσε τη ζωή τους. Το κάρβουνο που στα μέσα του 19ου αι. πνίγει ήδη τις πόλεις της Αγγλίας, στην συνέχεια επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη. Ως σύμβολο της βιομηχανικής πόλης θα μπορούσε να θεωρηθεί η υψικάμινος: μία αχόρταγη χοάνη που καταπίνει την ύλη, την απορροφά για να την μετατρέψει, να την μεταλλάξει. Ταυτόχρονα απορροφά και μεταλλάσσει την ίδια τη δομή του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Τα εργοστάσια δεν κατασκευάζουν μόνο αντικείμενα. Παράγουν την ίδια την δομή που παγιδεύει τα ανθρώπινα υποκείμενα, αλλοιώνοντας τον τρόπο που σκέφτονται, αυξάνοντας την επιθυμητική διάθεση απέναντι σε ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει (ακόμα).
Μία από τις πολλές απαντήσεις στην άθλια κατάσταση της «παλαιοτεχνικής» πόλης υπήρξε η ανάγκη για μεγαλύτερη υγιεινή. Η λατρεία της υγείας, η οργάνωση των αποχετεύσεων, οι νέες υδραυλικές εγκαταστάσεις, η πρόοδος της ιατρικής, βελτίωσαν σταδιακά τη γενικότερη εικόνα. Η θετικιστική επανάσταση στις επιστήμες προήλθε ως αντίδραση σε αυτήν την εξαθλίωση των ανθρώπων της πόλης. Η αστική τάξη και καθαριότητα επέφερε μία καλυτέρευση στις συνθήκες διαβίωσης τους.
Με την έλευση της βιομηχανοποίησης εμφανίστηκαν, επίσης, εκτός από τον Θετικισμό και ο Δαρβινισμός. Όμως είναι και η εποχή της μαρξιστικής αλλοτρίωσης του εξαθλιωμένου εργάτη και από την άλλη, όμοια και αντίστροφη πλευρά του, ο παράλογος νιτσεϊκός αριστοκρατικός τύπος του υπεράνθρωπου. Πρόκειται για πολλαπλές όψεις του ίδιου κατά βάθος τρόπου σκέψης. Ο άνθρωπος της Βιομηχανικής Εποχής βιώνει εξίσου την αντικειμενοποιημένη οργάνωση της ζωής και της εργασίας, μία οργάνωση που τέμνει και επεξεργάζεται τη φύση. Παράλληλα όλη αυτή η καταπιεσμένη εργατική τάξη ζητά μία διέξοδο στην ιστορία· ζητά να έρθει στο προσκήνιο. Η τεράστια ανθρώπινη μάζα που μεταφέρθηκε στις πόλεις της Βιομηχανικής Εποχής αναζητώντας τη μοίρα της, αναζητούσε τώρα ένα ξεκαθάρισμα, μία αναδόμηση, μία βελτίωση των συνθηκών της ζωής της. Το ίδιο πάθος για την κίνηση προς το φως και την ιστορική καταξίωση διακατέχει και τον υπεράνθρωπο. Η Εποχή της Νεωτερικότητας, που άρχισε να αυτο-συνειδητοποιείται ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, φέρνει το υποκείμενο σε μία νέα κατάσταση στην ζωή στις πόλεις, όπου όλοι ζητούν να παίξουν σε μία όσο το δυνατόν περισσότερο προβαλλόμενη και πανταχόθεν φωτισμένη θεατρική παράσταση: τα μεμονωμένα άτομα, οι τάξεις, οι ιστορικές ομάδες, τα έθνη, οι αυτοκρατορίες.


Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Το διαρκές αναρώτημα


  "Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι" είπε πρώτος ο Παρμενίδης και έκτοτε αυτή η ρήση έγινε αναρώτημα, προβληματισμός, γνωσιολογικό  ζήτημα, αίτημα της οντολογίας, θέση προς απόδειξη για τη φιλοσοφία της γλώσσας και με δύο λόγια ένα από τα κεντρικότερα προβλήματα της φιλοσοφίας και της ζωής. Άραγε ταυτίζεται η νοητική μας αντίληψη για την πόλη και την πραγματικότητα με την ίδια την πόλη και την πραγματικότητα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι αντιφατική, πολύτροπη, πολυδιάστατη, πάντως όχι μονοσήμαντη. Ναι, ταυτίζεται το νοείν με το είναι, δηλαδή υπάρχει αντιστοιχία της γλώσσας και της σκέψης μας με την πραγματικότητα και όχι δεν ταυτίζεται πάντα. Δεν πρόκειται μόνο για την περίπτωση που κάνουμε λάθος. Δεν είναι δυνατόν να συμπίπτει πάντα το περιεχόμενο της σκέψης μας με την πραγματικότητα. Όχι γιατί δεν συμβαδίζουμε με την αλήθεια, ούτε γιατί μπορεί η σκέψη μας να πετάει και να οδηγείται στη φαντασιοκοπία – αφού και η φανταστική ονειροπόληση μπορεί να έχει στοιχεία από την πραγματικότητα, όπως και να κρύβει μεταμφιεσμένες αλήθειες – αλλά γιατί άλλο είναι το νοείν και άλλο το είναι. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα και όχι για ένα. Εάν ήταν ένα και το αυτό, δηλαδή ταυτόσημα, τότε θα δηλώνονταν, είτε με την ίδια λέξη, είτε με συνώνυμες λέξεις. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα που όμως κάποτε συμπίπτουν.
Το είναι και η νόηση θέτουν συνεχώς στον άνθρωπο προβλήματα ή γρίφους προς επίλυση. Είναι αέναοι γριφοθέτες, όπως και ο άνθρωπος είναι από τη φύση του επίδοξος και μανιώδης λύτης γριφωδών αινιγμάτων. Ο μέγας γρίφος του κόσμου, όπως και ο μέγας γρίφος και μυστήριο του ανθρώπου τίθενται συνεχώς προς επίλυση και προτείνονται διαρκώς προτάσεις, σκέψεις, συστήματα, θεωρίες, θέσεις, απόψεις, σχόλια και ούτω καθεξής. Έπειτα η μία θεωρία σχολιάζει, γκρεμίζει και αναδομεί παλιότερες θεωρίες. Το ένα σχόλιο προστίθεται πάνω στο άλλο και ο πολιτισμός μας της γραφής και της πληροφορικής πληρούται από την σταθερή τάση προς τη λογοφιλία. Σχολιάζουμε πάνω σε σχόλια, κατασκευάζουμε ερμηνείες πάνω σε ερμηνείες, λόγους πάνω σε λόγους. Από την άλλη οι φαντασιοκοπίες και οι τερατολογίες κραδαίνουν την απόκοσμη όψη τους σας επικίνδυνο όπλο απέναντι στην καθεστηκυία τάξη. Η λογοφοβία της επίσημης επιστημονικής κοινότητας αντιμετωπίζει κάθε ψευδολογία και υπερβολική απομάκρυνση από το εκάστοτε status της με τη χλεύη, την ειρωνεία και την απόρριψη.
Ο πολιτισμός του λόγου ανέκαμψε με τη χρήση του Ίντερνετ, ενώ λίγα χρόνια πιο πριν ο πολιτισμός της εικόνας είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του χωρίς να έχει το κατάλληλο αντίπαλον δέος. Οι γνώσεις και οι πληροφορίες μέσα από το δίκτυο πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Η τερατώδης έκρηξη της πληροφορίας, μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτηθώ, μήπως απομειώνει το βάθος και τη διασκεπτική προσήλωση στο έντυπο κείμενο; Το μέλλον θα δείξει πόσο βαθύς ή πόσο ανάβαθος είναι ο πολιτισμός της πληροφορικής.
Ο αρχαίος ελληνικός και ρασιοναλιστικός κλειστός κόσμος διανοίχτηκε με την έλευση του Μεσσία προς την ιστορικότητα. Αλλά ο χρόνος διαφεύγει από κάθε οριστικοποίηση, από κάθε τελεσίδικη ρήση που θα τον περιέγραφε πλήρως και θα τον ενέγραφε στα στενά όρια της έλλογης σκέψης μας. Το ίδιο ισχύει και για την πραγματικότητα, είτε ως επιμέρους ουσία, είτε ως καθολικότητα: αρνείται να εγγραφεί και να περιγραφεί πλήρως από το λόγο μας. Είναι τα λόγια πάνω στα λόγια που μεταφέρει ο λόγος και όχι τα ίδια τα όντα, θα πει ο Σοφιστής Γοργίας.
        Αυτό το τελευταίο δεν σημαίνει ότι η σοφιστεία περί ενός άδειου και κούφιου λόγου εμπρός σε μία άπιαστη πραγματικότητα είναι πάντα αληθινή. Ο λόγος εκφράζει τα πράγματα και η νόηση ανταποκρίνεται στο είναι ή το γίγνεσθαι. Όμως πάντα κάτι θα ξεφεύγει, κάτι θα παραμένει στην άχλη του μυστηρίου. Πάντα θα χρειάζεται να αναμετριόμαστε με το ημίφως του μυστηρίου, για να ακολουθήσει η αυγή ή το σκοτάδι. Άλλωστε το γριφώδες και μυστηριώδες της αποστολή μας είναι ακριβώς αυτό που μας θέλγει.       

ΚΑΙΡΟΣ, ΝΟΗΤΟ, ΑΠΟΔΡΑΣΗ



Α. Ο ΚΑΙΡΟΣ

Οι κάτοικοι της πόλης αναζητούν τον κατάλληλο «καιρό», δηλαδή την ευκαιρία. Ο καιρός ή η καιρικότητα σύμφωνα με τη θεωρία του Ευάγγελου Μουτσόπουλου, είναι αυτό που πρέπει να αδραχτεί και να αποτελέσει το εφαλτήριο νέων προσπαθειών, νέων τάσεων, νέων κινήσεων ή στρατηγικών. Η καιρικότητα είναι ο κατάλληλος χρόνος για τη δράση και την κατάλληλη κίνηση που θα αποφέρει καρπούς. Είναι ο «καιρός» του εν τη πόλει παιγνίου που μας χρειάζεται και τον χρειαζόμαστε εμείς. Οι ευκαιρίες δεν νοούνται με την ωφελιμιστική έννοια, ως τρόποι που θα αποφέρουν κέρδος. Νοούνται κατά το ήμισυ σύμφωνα με την θεωρία του πραγματισμού, ως τρόποι για την προώθηση της ζωής. Μόνο αυτή κυριαρχεί στο τέλος. Πραγματισμός ή βιταλισμός, η τάση προς τον έρωτα και τη ζωή αντιπαλεύει το θάνατο. Είναι τούτο το μεταφυσικό ζεύγος, ζωή και θάνατος, που εμπερικλείει όλες μας τις προσπάθειες; Όχι. Ό,τι παίζεται δεν είναι κάτι απλό, αλλά ούτε και πάντα πολύπλοκο. Είναι όμως κάποτε παιχνίδι ζωής και θανάτου; Είναι ο αγώνας για την επιβίωση ή απλά ένα ακόμη παίγνιο με στόχο την απλή συνέχιση της ζωής; Αλλά η συνέχιση της ζωής είναι συχνά ένα απλό συμβάν, που έτσι έρχεται και συμβαίνει χωρίς αιτία, σκοπό, λόγο, χωρίς καμία ιδιαίτερη σημειοδότηση. «Το τριαντάφυλλο είναι χωρίς γιατί· ανθίζει γιατί ανθίζει». Αυτή είναι μία ρήση του πολωνού μυστικιστή του 17ου αι. Άγγελους Σιλέσιους (φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιοχάνες Σέφλερ). Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες παραθέτει ένα άλλο παράθεμα από τον ίδιο ποιητή ως κατακλείδα του δοκιμίου του «Νέα Ανασκευή του Χρόνου» που είναι ιδιαίτερα καταλυτικό. Έπειτα από μία αναγκαστική παραδοχή της αναπόφευκτης αλήθειας που αποτελεί αυτό το οποίο υπάρχει, δηλαδή το αναπόφευκτο ότι εγώ είμαι εγώ και ότι ο κόσμος είναι πραγματικός είτε το θέλουμε είτε όχι (παρ’ όλες αυτές τις χρήσιμες και υψηλές, μεταφυσικές και παράξενες παρηγοριές μας) με το χωρίο του Άγγελους Σιλέσιους απευθύνει μία προτροπή προς τον αναγνώστη, εάν θέλει να μάθει περισσότερα για το ζήτημα του χρόνου και της αναπόδραστης πραγματικότητάς του «να γίνει ο ίδιος γραφή και ουσία». Όμως το θέμα είναι πως το κάθε συμβάν εντάσσεται μέσα σε μία αναπόφευκτη και αναπόδραστη χρονική και χωρική αναγκαιότητα. Όλα γίνονται με φυσικό τρόπο, αφού η φύση ενέχει ένα σημαντικό ποσοστό αιτιότητας και λανθάνουσας νομοτέλειας. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, ό,τι συμβαίνει συμβαίνει. Δεν πρόκειται πάλι για μία στρατηγική του βίου ως τρόπος εγκεφαλικής λύσης προβλημάτων. Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει άσχετα πολλές φορές από τις αποφάσεις μας. Αλλά οι σκέψεις μας και οι αποφάσεις μας, όταν οδηγούν στην πράξη, μπορούν να αλλάξουν όχι μόνο το δικό μας βίο, αλλά και να επηρεάσουν τους άλλους. Είτε πρόκειται για κάποιο απλό παίγνιο, είτε για τον αγώνα για επιβίωση, ο τρόπος της ύπαρξης ανοίγεται εμπρός μας. Ο τρόπος που υπάρχω καθορίζεται «πολλαχώς». Είναι ένα καθολικό γεγονός σχέσεων, ποιοτήτων, ιδιοτήτων, συναισθημάτων, γνώσεων, τάσεων. Είμαι αυτό που γίνομαι. Όπως και γίνομαι αυτό που είμαι. Με αυτήν τη φαινομενικά αντιφατική έκφραση υποδηλώνεται ότι το γεγονός της ελευθερίας δεν είναι απόλυτο, αλλά σχετικό. Με άλλα λόγια η δράση και οι πράξεις μας καθορίζουν το ποιοι είμαστε, αλλά μέσα από μία αόρατη εντελέχεια οδηγούμαστε να ταυτιστούμε με τον εαυτό μας. Βέβαια, υπάρχουν μέσα στην ιστορία κάποια πρόσωπα που μπορούν να επιδράσουν με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους πάνω στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα πάντως δεν φαίνεται να έχουν σήμερα μία αίγλη ανάλογη με αυτή που θα ήθελε ο πολύς Τόμας Καρλάϋλ, όταν έγραφε για τη φύση των ηρώων και το πώς γεννιούνται και επιδρούν διαμορφώνοντας την ιστορική πραγματικότητα. Από την άλλη πάλι, ακόμη και η εποχή που θεωρούσε ως πηγή της δράσης και του νοήματος τις δομές και όχι τα πρόσωπα έχει μείνει πίσω. Εκτός από εκείνες τις διακηρύξεις για το θάνατο και του τελευταίου ανθρώπου, κάποιοι ίσως θα αναζητούσαν τα ίχνη και θα νοσταλγούσαν την εποχή του πρώτου ανθρώπου. Ο πρώτος άνθρωπος θα μπορούσε να ξεκινήσει από εκεί όπου σταμάτησε ο τελευταίος άνθρωπος. Έτσι μία νέα σειρά ανθρώπων θα ξεπροβάλλει.


Β. Η ΝΟΗΤΗ ΠΟΛΗ  

Άραγε στις σημερινές πόλεις κατοικεί ο πρώτος ή ο τελευταίος άνθρωπος; Τώρα που φαίνεται το μίζερο και απαισιόδοξο όραμα του μηδενισμού να φεύγει προς τα πίσω, μέσα από μία νέα ορμητικότητα και με αναπτερωμένο το ηθικό κατά τη διάρκεια της νέας χιλιετίας, οι κάτοικοι των πόλεων, ίσως θεωρώντας τες ως τερατουργήματα, θα αναζητήσουν την τύχη τους σε κάποιον άλλο αστρικό χώρο - όχι πάντα με την έννοια της μεταφοράς μας σωματικά σε έναν άλλο πλανήτη. Ναι, ευελπιστούμε για το αύριο χωρίς να περιοριζόμαστε από τα στενά όρια της φυλακής μέσα στην οποία βρισκόμαστε. Όμως πρόκειται άραγε για φυλακή; Όχι πάντα, αφού υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο, αυτόν το χρόνο, αυτή τη ζωή, αυτήν την πραγματικότητα, τα οποία καθιστούν τη φυλάκιση μας συχνά διασκεδαστική. Διασκέδαση, παιχνίδι, έρως, δράση, κίνηση, χάσιμο του εαυτού στην πόλη και ανεύρεση. Η δομή της πόλης "αλώνεται" εκ των έσω. Η δομή της πόλης δεν μοιάζει με ένα κάστρο ή έναν πύργο που πολιορκείται και κάποτε πέφτει ή όχι. Η δομή της πόλης δεν αλώνεται έξωθεν, αλλά έσωθεν. Οι κάτοικοί της επιδιώκουν την άλωσή της με ποικίλους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η συνεργασία με τους άλλους κατοίκους της πόλης.
            Θα πουν κάποιοι πως έτσι ανοίγεται ο δρόμος της καταφυγής προς έναν ιδεαλιστικό μυστικισμό, ο οποίος αντλεί από την ουσία της πραγματικής πόλης, ώστε να επιτευχθεί ο οπτασιασμός της μη-πραγματικής πόλης. Όμως είναι άραγε εύκολο να διαχωριστεί η πραγματική πόλη από το διπλό της; Και είναι άραγε πιο πραγματική αυτή η εδώ κάτω πόλη ή η όχι απαραίτητα φανταστική, νοητή πόλη; Τουλάχιστον δεν υπεισέρχεται καμία νοησιαρχία που θα οδηγούσε στην παγίδα μίας απολυτοποίησης του νοητού σε βάρος του αισθητού. Διότι το νοητό επίπεδο είναι κατά κάποιο τρόπο πολύ περισσότερο αισθητό σε σχέση με το επίπεδο που βιώνουμε δια των αισθήσεων μας.
Επίσης, αυτό που λέμε νοητό δεν ταυτίζεται με το φανταστικό, ενώ ίσως έχει κάποια συνάφεια με αυτό που ονομάστηκε φαντασιακό. Το νοητό της πόλης, είναι αυτό που τη συνέχει, τη συγκροτεί, είναι αυτό που τη ζωογονεί, που την εκπαιδεύει, τη συντηρεί. Η νοητή υπερ-πραγματικότητα προς την οποία θα διέφευγε για παράδειγμα ένας σουρεαλιστής, αποτελεί μία αφαίρεση, όμως είναι μία πραγματικότητα καθοριστική και καθορίζουσα. Το νοητό επίπεδο κατοικείται από ψυχές και νόες που προέρχονται από το κορυφαίο και ακραίο επίπεδο της πόλης. Τι βρίσκεται εκεί; Άραγε μπορεί να ειπωθεί ότι η πόλη του αισθητού κόσμου μιμείται και τείνει να ομοιωθεί με την νοητή πόλη ή τρόπον τινά μέσα από τη θέαση της νοητής πόλης βελτιώνεται και βελτιώνει τις συνθήκες της ζωής των ανθρώπων εδώ κάτω;
Δεν θα αντιδικήσουμε με κανέναν για το πόσοι άγγελοι μπορούν να χορέψουν στην κεφαλή μίας βελόνας. Όμως οι νόες και οι ψυχές, έγιναν κάποτε οι χριστιανικοί άγγελοι· μήπως οι αγγελολογίες και οι ουράνιες ιεραρχίες δεν αντιστοιχούν στους λόγους και τις δομές που ο άνθρωπος σκαρφίστηκε για να οργανώσει, να νοηματοδοτήσει και να ελέγξει φύση και ιστορία; Πρόκειται άραγε για έναν μανιώδη, ευφάνταστο και λεπτό ιντελεκτουαλισμό; Η δομή του χώρου και του χρόνου της πόλης επιτρέπει τα ανοίγματα προς το μεταφυσικό άχωρο και άχρονο, όταν δεν εναντιώνεται στην αρχή της ηδονής και δεν την καταπιέζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αρχή της πραγματικότητας εναντιώνεται προς κάποια αρχή της ηδονής, με την έννοια δηλαδή ότι από τη μία πλευρά κάθε διαφυγή εντάσσεται στο αυθόρμητο και ηδονικό γεγονός της γνωστικής και κοινωνικής ζωής και ότι από την άλλη η προσαρμογή στις συνθήκες του πραγματικού οδηγεί στην διάψευση κάθε ονειρικής ουτοπίας. Όχι, διότι η αρχή της ηδονής μπορεί να οδηγήσει στη βίωση άσχημων καταστάσεων, όπως το ίδιο και η ταύτιση με το απολύτως πραγματικό προκαλεί συχνά πόνο και θλίψη.     
 Από την άλλη τίποτε πιο αληθινό από αυτό το ανοιχτό, το ριψοκίνδυνο, το τόσο ανεξιχνίαστο, αλλά και απτό γεγονός των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η αοριστία που διέπει τις σχέσεις υπερβαίνοντας κάθε προκαθορισμό και νοητική δέσμευση, αλλά και η χριστιανική έννοια της αγάπης. Φυσικά, μέσα σε αυτήν την αοριστία εντάσσεται και το ρητό homo homini lupus. Κάθε διακινδύνευση φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια. Όση περισσότερη από δαύτη σηκώνουμε και αντέχουμε τόσο κοντύτερα βρισκόμαστε στο Αγαθό και την Αξία. Τα ψεύδη λοιπόν δεν επιτρέπονται; Όχι πάντα. Αφού υπάρχουν και τα καλλιτεχνικά ψεύδη, τόσο λεπτά και ευφάνταστα, που βοηθούν τη διαφυγή και τις πτήσεις της συνειδήσεως.
 Οι κάτοικοι της πόλης που κυνηγούν την υπερβολή και την αμετροέπεια βυθίζονται στην πολυπραγμοσύνη που αυξάνει την εμπειρία, αλλά μειώνει τις νοητικές τάσεις. Από την άλλη η νοητική εμμονή δεν είναι απαραίτητο να απομακρύνει από την εμπειρική και ζώσα βίωση του πραγματικού. Αυτό ισχύει διότι η νοερή εμβίωση, όταν δεν αγκυλώνεται σε νοητικές νόρμες, στερεότυπα και υπερβολές βοηθάει στην κατανόηση του εαυτού και των άλλων. Παράλληλα λειτουργεί και η συναίσθηση σε σχέση με κάθε ετερότητα που διαισθητικά εμβαπτίζει τον καθένα στο κλίμα της πόλης. Κινητικότητα, κοινωνικότητα και πλησιασμός αποτελούν όροι εκ των ών ουκ άνευ για την κάθε προσπάθεια συμμετοχής στη μεταφυσική ενέργεια που φέρουν τα άτομα εν δυνάμει στην πόλη.
Μέσα στον καταιγισμό των σχολίων στην σημερινή εποχή, όπου όλα καταγράφονται και αποτυπώνονται στο διαδίκτυο, όπου η ευκαιρία της δημοσίευσης είναι δυνατή στους περισσότερους, τι αξία θα είχε μία μεταφυσική της πόλης, του αισθητού αυτού κοινωνικού και ιστορικού μορφώματος, η οποία θα υποδείκνυε τους τρόπους διαφυγής από την καταδυνάστευση μίας υπερ-πόλης που μας καταδυναστεύει κατά ανάλογο τρόπο που για τη ψυχανάλυση θα ταυτιζόταν με το υπερ-εγώ του ανθρώπου, το οποίο γίνεται ενίοτε αυστηρό και επιβάλλει τις ηθικές εντολές αφομοιωμένες από τη συνείδηση; Το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν η συνείδηση χάνεται και η υπερ-πόλη ως καταπιεστική δύναμη επικοινωνεί με τη χειρότερη πόλη, μία υπο-πόλη, κατά ανάλογο τρόπο πάντα που το υπερ-εγώ μπορεί κάποτε να αγνοήσει το εγώ και να επικοινωνήσει με το ασυνείδητο. Όμως αυτοί οι όροι δεν πρέπει να εννοούνται μονοσήμαντα, ούτε στην ψυχανάλυση, ούτε σε μία πιθανή μεταφυσική της πόλης. Και αυτό διότι το υπερ-εγώ μπορεί να είναι τόσο θετικό όσο και αρνητικό και η απελευθέρωση του ασυνειδήτου μπορεί κάποτε να καταστρέφει και κάποτε να βοηθά στην ομαλή επαναφορά της υγιούς συνείδησης. Έτσι το να βρίσκεται κανείς πέραν του καλού και του κακού δεν ισοδυναμεί με την αγνόηση και υποτίμηση τους, αλλά στο να βλέπουμε το αμφίσημο που υφέρπει μέσα από τις δυαδικές αντιθέσεις σε σχέση με όλους τους όρους που σχετίζονται προς το αντίθετό τους. Βέβαια, η συνήθης θεολογική σκέψη θα έβλεπε το μαύρο μαύρο και το άσπρο άσπρο. Όμως είναι πράγματι έτσι; Όχι πάντα. Διότι αυτή μπορεί να οδηγηθεί σε έναν πνευματοκρατικό μονισμό ή ενισμό, θεωρώντας όλα τα πράγματα ως απορρέοντα από το Αγαθό και έτσι να παραβλέψει –υποκριτικά και μουλωχτά-  την ύπαρξη του αντίθετού του.
Όμως όταν η υπερ-πόλη επικοινωνεί με την υπο-πόλη χωρίς τη μεσολάβηση του συνειδητού μέρους της πόλης, δηλαδή του μέρους εκείνου που ελέγχει τα πράγματα, τότε θα πρέπει να περιμένουμε ίσως την κατίσχυση βίαιων και ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ίσως μάλιστα και η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στο χάος και στην πρόκληση βίαιων ενεργειών, όχι όμως απαραίτητα εξεγέρσεων. Είναι όμως η πόλη ένας «μακράνθρωπος» και ο άνθρωπος μία «μικρόπολις»; Όχι απαραίτητα. Η κλίμακα των αναλογιών δεν ισχύει πάντοτε, ούτε αυτή των αντανακλάσεων. Οι σχέσεις είναι περισσότερο πολύπλοκες και κάθε ιστορική περίοδος έχει τις δικές της μορφές σχέσεων.
Ζω μέσα στο νου και μέσα στη ψυχή, όπως και η πόλη. Οι πόλεις του αισθητού κόσμου βυθίζονται μέσα στις ψυχές, όπως το δίχτυ μέσα στην θάλασσα. Οι ψυχές των ανθρώπων ούτε πιάνονται, ούτε κατέχονται. Είναι παλλόμενες, ζωντανές, εν μέρει άϋλες, συνδεδεμένες με τα σώματα, όπως και με τον ιστό της πόλης. Βρισκόμαστε πάλι μέσα στην αισθητή πόλη, που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη, ζωντανή, άυλη ψυχή της πόλης, η οποία περιέχεται μέσα σε μία  ζωντανότερη νοητή πόλη. 


Γ. ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Αμέτρητες θάλασσες μας προσμένουν να τις ταξιδέψουμε. Εκεί στο παρελθόν και δίπλα μας υπάρχουν ενέργειες μικρές και μεγάλες, πράξεις ρωμαλέες ή ποταπές, κόπος αμέτρητος, όπως και τα κοπάδια των ανθρώπων που ξεχύθηκαν κάποτε και συνεχίζουν να ξεχύνονται. Ξεχύνονται στις πλατείες, στις λεωφόρους, στα πλοία, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, παντού όπου κυριαρχεί το πλήθος, η αγελαία παρεύρεση, η μαζικότητα, οι οπαδοί. Μέσα στην αισθητή, ψυχική και νοητή πόλη ταξιδεύουμε ανεπίγνωστα, ανεπαίσθητα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όταν το συνειδητοποιούμε χάνουμε ένα μέρος από τη γνησιότητα και τη γοητεία του ταξιδιού. Ταξιδεύουμε μέσα μας και έξω από εμάς.


Το ίδιο συμβαίνει με τη μελέτη της ιστορίας άλλων λαών που δεν υπάρχουν πια. Και αυτός είναι ένας τρόπος ώστε να μεγεθύνουμε την προσωπική μας ιστορία. Έτσι προσθέτουμε εμπειρίες εκ περιγραφής στις άμεσες εμπειρίες και επιμηκύνουμε τη ζωή μας. Διότι ακόμη και εάν οι καταγεγραμμένες εμπειρίες δεν είναι άμεσες εμπειρίες, ίσως κάποτε να προστεθούν στον απολογισμό της παρελθούσας ζωής. Τι να επιλέξουμε από τα απέραντα πεδία της γνώσης και τις περιγραφές φανταστικών ή πραγματικών εμπειριών; Τι να πρωτοδούμε και να πρωτομάθουμε μέσα σε μία μόνο ζωή; Θα πρέπει ίσως να εμπιστευτούμε το κριτήριο της μεγαλύτερης κοινής αποδοχής. Ίσως όμως τότε χάσουμε καταγραφές που περιέχουν λόγους και κείμενα πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μας και οι οποίες δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Παρ’ όλ’ αυτά το κριτήριο της εμπορικότητας δεν είναι πάντα το καλύτερο, χωρίς να σημαίνει τούτο πως ποιότητα και εμπορικότητα δεν μπορούν να συμβαδίζουν. Μάλλον το σημαντικότερο κριτήριο είναι αυτό της επίδρασης και της ιστορικής αναγνώρισης.
Όμως πόση είναι η γνώση που ξεπερνά τα συμβατικά και αποδεκτά επιστημονικά και καλλιτεχνικά όρια και για αυτό το λόγο παρωθήθηκε κατά το παρελθόν στο περιθώριο. Πόση αφανής γνώση έμεινε πίσω και πόσο μεγάλο το ποσοστό λόγων που δεν έφτασαν έως εμάς. Όλη αυτή η άγνωστη ιστορία, όλος αυτός ο πλούτος ας πούμε της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που δεν επιβίωσε, έκρυβε θησαυρούς πνευματικότητας, σοφίας και τέρψης. Ναι, η γνώση χάνεται, όταν δεν γίνεται πρακτική και δεν καθορίζει αυτό που καθορίζεται από αυτήν, δηλαδή στοιχεία του πραγματικού. Υπήρχαν πράγματι γνώσεις και αγορεύσεις λόγου που έμειναν καταραμένες και που αφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Κείμενα αιρετικά, απαγορευμένα, άγνωστα ή τερατολογήματα, των οποίων λιγοστά αποσπάσματα διασώθηκαν. Σκοτεινές εξυφάνσεις καθορισμού του παντός, συνομωσίες, παραφιλολογίες, μεγαλορρημοσύνες, ιδεοληψίες, άφθονα αφανή κείμενα που δεν έλαμψαν, ούτε αυτά, ούτε οι συγγραφείς τους ως αστέρες. Πρόκειται για την ιστορία του περιθωρίου, προορισμένη να γραφεί από ελάσσονες ιστορικούς και να διαβαστεί από περιορισμένο ακροατήριο.
Αλλά υπάρχουν, επίσης, και τα έργα γνωστών λογίων που χάθηκαν ή συγγραφέων που γνωρίζουμε σήμερα τους τίτλους πολυάριθμων έργων τους τα οποία όμως δεν διασώθηκαν. Μέσα στην ιστορική και κοινωνική κίνηση και μεταβολή, στο διάβα του χρόνου οι άνθρωποι καταγράφουν την ιστορία, δηλαδή εμείς, όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Ματαιοδοξίες χωρίς νόημα, φρούδες ελπίδες, διαψεύσεις, αναβολές, τα εγώ που χάνονται λόγω της απόστασής τους από την υπερβατικότητα, την οποία θα έπρεπε να  προσεγγίζουν περισσότερο. Δυναμισμός, πρωτοτυπία, φανέρωμα, προσήλωση, συνιστούν λύσεις καθημερινές και σταθερές. Παραλογισμός και κατοχές μέσα από το ντελίριο προσμονής της παρουσίας του θείου, του εξωκοσμικού, του υπερφυσικού, αυτού που παραμένει αφανές, κρυμμένο πίσω από την πρόσοψη της καθημερινότητας, μέσα στην πόλη ή στην ερημιά, βαυκαλίζουν νήπια και γέροντες. Να πως λοιπόν το πνεύμα γίνεται πρώτα καμήλα, φορτωμένο από λογής στολίδια και φιοριτούρες, έπειτα λιοντάρι, εξαγριωμένο και τρομερό, για να καταλήξει σε παιδί που παίζει. Δεν μένει κανείς υπεράνθρωπος στο τέλος, ώστε να αφιερωθεί στην ποίηση του μέλλοντος. Αλλά μένει κάτι που είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Πέρα από την α-οριστία του μηδενισμού και τη μεγαλαυχία του υπεράνθρωπου σοφού, το θάρρος της υπάρξεως, της προέκτασης του παρόντος στο υπερβατικό και αιώνιο, το βρίσκουμε στο σήμερα, θα το βρίσκουμε στο αύριο και το βρίσκαμε στο χθες.
      Η απόδραση στο παρελθόν δεν νοείται ούτως ή άλλως ως καταφυγή στο υπερβατικό, αλλά ως διαφυγή, δια της οποίας υπάρχουμε, αν και δεν υπήρξαμε, στο ιστορικό παρελθόν. Το ερώτημα είναι εάν δεν υπήρξαμε πώς υπάρχουμε; Εδώ έγκειται η έννοια της διαφυγής, όταν η μεταφυσική της πόλης, επιτρέπει το πέρασμα από τη δράση στην απόδραση. Το ιστορικό παρελθόν είναι ένα συλλογικό όνειρο. Όταν θυμόμαστε, είμαστε ξύπνιοι ή κοιμισμένοι; Ποτέ περισσότερο δεν είμαστε περισσότερο ξύπνιοι, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, παρά μόνο όσο περισσότερο θυμόμαστε, όσο περισσότερο αναβιώνουμε την προσωπική και κοινωνική ιστορία. Η συνεχής παρουσία της συνείδησης, εάν αναχθεί στην έννοια της μνήμης είναι ένα ξύπνιο όνειρο. Πρέπει να θυμόμαστε για να ξυπνάμε· να ονειρευόμαστε για να θυμόμαστε.  


Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΤΟΥ Α-ΟΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΤΟΥ ΕΝΟΣ



Τα τέρατα, αν και είναι προϊόντα της φαντασίας, φανερώνουν μεγάλες αλήθειες για το φόβο του θανάτου και της ετερότητας. Το απόκοσμο βλέμμα τους, όπως στην περίπτωση της μυθικής Γοργούς Μέδουσας, είναι αυτό που πετρώνει, προκαλώντας την ακινησία και την επιστροφή στην ανόργανη ύλη. Η μορφή της Γοργούς αποτελεί την έκφραση μίας «ακραίας ετερότητας, του τρομακτικού φόβου που προκαλεί το τελείως διαφορετικό, το ανείπωτο, το αδιανόητο, το απολύτως χαώδες» γράφει στο σχετικό δοκίμιό του ο Ζαν Πιέρ Βερνάν. Η τερατώδης εικόνα, όπως αυτή της Γοργούς, είναι πιο κάτω και πιο πάνω από το ανθρώπινο, μία εικόνα που μας καθιστά υποχείριό της. Η νύχτα μας λούζει με το φως της, φέρνοντας μαζί της τους αποτρόπαιους εφιάλτες της, όπως την αντιμετώπιση του ίδιου του εαυτού, τον οποίο προεκτείνει στο επέκεινα το μορφάζον προσωπείο της Γοργούς.


Στο βιβλίο του Χόρχε Λουί Μπόρχες, Το βιβλίο των φανταστικών όντων, παρελαύνει ένα πλήθος αρχαιοελληνικών πλασμάτων της μυθολογίας, όπως οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Κύκλωπας, αλλά και ο Μονόκερως και πλήθος άλλων τεράτων και μειξογενών όντων από τον κόσμο της λογοτεχνίας, χωρίς ο συγγραφέας να προβαίνει σε κάποια σημασιολόγηση ή ερμηνεία τους, αρκούμενος μόνο να αποδώσει όσο πιο γλαφυρά μπορεί τα παράξενα χαρακτηριστικά τους. Πρόκειται για μία περίεργη τέρψη που σχετίζεται τόσο με το γκροτέσκο, όσο και με την έκπληξη σε συνδυασμό με την αγωνία και τον τρόμο που κρύβεται πίσω από τις άλλοτε πρωτότυπες και καλόγουστες, και άλλοτε κακόγουστες και φρικτές αυτές μορφοποιήσεις της αχαλίνωτης φαντασίας, που αντλεί ωστόσο, από πολιτιστικά περιβάλλοντα και τη φύση.


Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι αυθεντικά φανταστικά όντα δεν μπορεί να υπάρξουν, καθώς η φαντασία μας για να δημιουργήσει κάποιο τέρας ή φανταστικό ον, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να συνδυάζει με τρόπο πρωτότυπο εικόνες και πράγματα του πραγματικού κόσμου. Έτσι η Σφίγγα είναι ένα όν με σώμα λιονταριού, με φτερά πουλιού και πρόσωπο ανθρώπινο, ενώ ο Πήγασος συνδυάζει τα φτερά του πουλιού με το σώμα του αλόγου. Πάλι, η Χίμαιρα συνδυάζει και αυτή σώμα και κεφάλι λιονταριού, κεφάλι τράγου και ουρά φιδίσια. Τα όντα αυτά ονομάζονται μειξογενή, αφού αποτελούν φανταστικές ασκήσεις συνδυασμών. Δεν παύουν όμως πάντα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να αντλούν τα επιμέρους στοιχεία τους από την πραγματικότητα, η οποία θέτει όρια στη φαντασία μας. Ακόμη και μοντέρνα τέρατα, όπως π.χ. ο Μέγας Κθούλου του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, αντλούν στοιχεία από την πραγματικότητα. Έτσι, ο Μέγας Κθούλου παρουσιάζεται ως ένα ον που θα μπορούσε να ανήκει στην οικογένεια των οκταπόδων, με τους τόσους πλοκάμους που διαθέτει, αν και παρουσιάζεται ως αμφίβιο. Η επιλογή του είδους του τέρατος αυτού, προήλθε από την απέχθεια του ίδιου του συγγραφέα, του Χ. Φ. Λάβκραφτ, προς τις θαλασσινές τροφές και ιδίως τα μαλάκια. Ακόμη και το τέρας αυτό όμως, παραπέμπει σε έναν πραγματικό ζωντανό οργανισμό.


Τα τέρατα συνδέονται όμως και με τους ήρωες, όπως τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή ή τον Περσέα. Οι τερατοκτόνοι ήρωες συμβολίζουν τη νίκη του ανθρώπινου και της ζωής πάνω στο θάνατο και το μηδέν. Είναι αυτοί που μας γεμίζουν ελπίδες με το ανεξάντλητο κουράγιο τους, αλλά και με τη γοργή ευφυΐα τους («η μήτις»), που πορεύεται εκεί όπου οι λοιπές συνειδήσεις βρίσκονται σε αμηχανία. Το μεγαλείο της τερατοκτονίας συμβολίζει και τις πολυποίκιλες νίκες επί του κακού, την καθυπόταξη της φύσης, τον προσεταιρισμό και την οικειοποίηση του ετέρου, τη καλλιέργεια του λογικού πάνω στην άγονη γη του αλόγου, τη νίκη της αγάπης και της απάθειας επί των παθών.


Η λογική πάντα φοβόταν την απειρία, την α-οριστία, τη μη-συμβατικότητα και έτσι οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τον κόσμο ως πεπερασμένο και απόλυτα καθορισμένο, αυτοί οι πιο ορθολογικοί μεταξύ όλων. Προσπάθησαν να δαμάσουν το μη-ον, μία άλλη μορφή του ετέρου, αν και θα χρειαστεί μετά Χριστόν ένα νέο άνοιγμα και μία νέα αξιολόγηση της απειρίας και της αοριστίας, που θα πάρει τη μορφή του απειροδύναμου Ενός, για να προσπαθήσουν ο άνθρωπος και η κοινωνία να δουν με άλλο βλέμμα το θεϊκό. Να το δουν δηλαδή ως έκφραση όχι μόνο του μεγαλείου, του φανταστικού, του απρόσιτου, του τρόμου και του χάους, αλλά και ως παρουσία αγαθοποιό που φωτίζει και διαχέει παντού αγάπη.

Η ατελείωτη ανεκτικότητα του ενός Θεού δεν θα μπορέσει, ωστόσο, να παρουσιαστεί και να δομηθεί λογικά ούτε από τις εσχατιές της ελληνικής σκέψης, τη φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού. Μόνο όταν το δέος του υπερφυσικού θα μετατραπεί σε Θεία Χάρη και ο ένας και μοναδικός Θεός θα σκύψει προς τον άνθρωπο για να ενσαρκωθεί ως Λόγος, διαφαίνεται μία λυτρωτική διέξοδος: από το αρχαίο ελληνικό προσωπείο θα περάσει έτσι ο άνθρωπος στο χριστιανικό πρόσωπο, που θα αγιοποιηθεί από τα κοινωνικά πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι μέσα στην συχνά άγονη και φθοροποιό α-οριστία της πόλης, ο σημερινός δυτικός εκχριστιανισμένος άνθρωπος δεν βρίσκεται απλώς ως λογικό ον, αλλά και ως πρόσωπο που συνειδητοποιεί τον εαυτό του σε αλληλεγγύη με τους συνανθρώπους του. Τώρα πως έγινε αυτή η αντιστροφή, ώστε να μετατραπεί το λογικό και αφηρημένο προσωπείο των αρχαίων ελλήνων στο αγαπητικό και ζωντανό πρόσωπο του Χριστιανισμού, και η πόλις να γίνει όχι μόνο χώρος επίδειξης και θέατρο των επιδιώξεων και της δράσης, αλλά και χώρος όπου οι άνθρωποι βρέθηκαν υπό την ηγεμονία και την ποιμαντορία του Μεσαιωνικού Χριστιανισμού μέσω της Εκκλησίας, τούτο για να εξηγηθεί απαιτεί μία ιστορική αναδίφηση που δεν είναι της παρούσης. Εδώ μόνο επισημαίνεται ότι ο Χριστιανικός Θεός είναι έκφραση του απείρου, μία ιδιότητα την οποία οι αρχαίοι έλληνες αποστρέφονταν, καθώς θεωρούσαν τον κόσμο ως κόσμημα με καθορισμένα πέρατα και μορφή. Ο κόσμος ήταν προσδιορισμένος ως αρμονία, η οποία αποτελούσε, επίσης και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης. Η ωραιότητα του κόσμου ως κόσμημα δεν άφηνε πολλά περιθώρια για το αίσθημα του απείρου. Έτσι αποτέλεσε και αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Χριστιανικής θρησκείας το ότι μπόρεσε να εντάξει και να αξιολογήσει θετικά το απροσδιόριστο και το άπειρο ως αισθητική, νοητική, αλλά και βιωματική αναζήτηση, εμπρός στο οποίο ο αρχαίος κόσμος ορρωδούσε, αφού μάλιστα το εξοβέλιζε στο χώρο του αποτρόπαιου και του γκροτέσκου, έκφραση των οποίων αποτελούσε η Γοργώ Μέδουσα, και γενικά στον χώρο του παραλόγου, που καταλάμβαναν άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε εφιαλτικά θεότητες, όπως η Άρτεμις ως «πότνια θηρών», ή ο Διόνυσος με το ντελίριο και την ιερή έκστασή του. 

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Μεταμοντέρνο Υψηλό (με αναφορά στον Λογγίνο)


Ενδιαφέρουσα προπολεμική, προδρομική του μετά-μοντερνισμού, ερμηνεία του Υψηλού είναι το σύντομο έργο του Sigmund Freud, Το Ανοίκειο (Das Unheimliche) [1]. Η ψυχολογική αίσθηση του ανοίκειου μπορεί να παραχθεί εν γένει «από την αμφιβολία για την ύπαρξη ζωής σε ένα εκ πρώτης όψεως έμβιο ον, και αντίστροφα, την υποψία ότι ένα άψυχο ον είναι τελικά έμψυχο» [2]. Η αίσθηση αυτή προκαλείται από το αντίγραφο του Εγώ, το είδωλο ή την σκιά, τον σωσία, από όπου εξήχθη, ίσως, η ιδέα περί της αθανασίας της ψυχής [3]. Η προβολή ψηλά, στο Εκεί, του εγώ, μετατρέπει τον πρωταρχικό εγωτισμό σε συνείδηση. Η αίσθηση του ανοίκειου, του μυστηριώδους, συνδέεται με το Υψηλό, άσχετα εάν δεν διατυπώνεται ρητά από τον Freud. Όσο υψηλότερα στέκει ένα αντικείμενο ή υποκείμενο, τόσο περισσότερο απρόσιτο και ανοίκειο φαντάζει• υπερβολικά ζωντανεμένο από την επιθυμία και, την ίδια στιγμή, υπερβολικά άψυχο από την έλλειψη. Η φροϋδική ψυχολογιστική εμμονή στην ερμηνεία του αισθήματος του ανοίκειου, αν και υπερβαίνει το στενό μηχανικισμό του Edmund Burke, είναι δέσμια μίας αυτοϋπονομευόμενης θετικότητας, καθώς παραπέμπει στον πλατωνικό ιδεατό αναδιπλασιασμό και λιγότερο στη ρητορική και αισθητική του Λογγίνου.

Με τη μεταμοντέρνα ψυχαναλυτική ερμηνεία του Jacques Lacan, το Υψηλό τίθεται ως petit objet a, η ίδια η επιθυμία που τοποθετείται στην έλλειψη, η διέλευση της φαντασίωσης που διαρκώς αναζητά στη συμβολική τάξη του Άλλου ένα άνοιγμα. Εάν το Υψηλό παρουσιάζεται έως ένα βαθμό ως πραγματικότητα, είναι όχι μόνο επισφαλές, αλλά διαρκώς μετέωρο, πριν ακολουθήσει η κάθοδος από αυτό. Για τον Lacan παραμένει ένας βράχος, όπου προσκρούει κάθε ερμηνευτική προσπάθεια. Έτσι, ακόμη και η πλατωνική Ιδέα, ανταγωνίζεται τις λοιπές φαινομενικότητες, όπως είναι μία τεχνητή εικόνα, η οποία μοιάζοντας να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, αποτελεί μία ανάλογη εξαπάτηση [4]. Το Λακανικό α-όριστο και πρωταρχικό σημαίνον, στο οποίο το Υποκείμενο υποτάσσεται, ακριβώς για να βιώσει την ίδια την υπέρβαση κάθε έννομου ορίου [5], προσεγγίζει την απόλυτη και περιδεή αμορφία του Υψηλού της Ύστερης Αρχαιότητας.

Η Καντιανή κριτική ανάλυση της έννοιας του Υψηλού βρήκε γόνιμο έδαφος, εκτός των άλλων, για να ανθήσει, στις διεξοδικές, πρωτότυπες και οξείς μεταμοντέρνες εργασίες του Jacques Derrida [6]. Διαλέγοντας με προσοχή παραδείγματα, εκφράσεις και μεταφορές του Kant, εμμένει στην έννοια του «πάρεργου» και την συνεπαγόμενη από αυτό σημασία του «χωρίς» (sans), αλλά και του «κολοσσιαίου». Η λέξη «πάρεργον», σημαίνει, εκτός των άλλων, το πλαίσιο, την κορνίζα του πίνακα. Με βάση την πάγια στρατηγική του μετά-μοντερνισμού, του στρουκτουραλισμού και της σημειολογίας, τονίζεται ακριβώς η μεταίχμια σημασία του. Όντας στο μεταξύ, ανάμεσα στο εσωτερικό περιεχόμενο και το εξωτερικό αδιάφορο χώρο, δημιουργεί ένα ακαθόριστο πεδίο. Έτσι ενώ το ωραίο είναι είτε καθορισμένο, είτε ακαθόριστο, το Υψηλό, ως σπάνια καθορισμένο, στη φύση ή στην Τέχνη, δεν έχει πάρεργον. Τέτοιο είναι το κολοσσιαίο μη-έργο, παράσταση του μη-αναπαραστάσιμου απείρου [7]. Το Καντιανό ωραίο, νοείται ως σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, όπως είναι μία άγρια τουλίπα, ένα άνθος που δεν έχει παρά μία φυσική σκοπιμότητα, άχρηστη για τον άνθρωπο, και εάν κοπεί (η έννοια του «χωρίς» εδώ υπεισέρχεται στην τομή) κατά τρόπο αυθόρμητα απότομο, παραπέμπει στο Ωραίο και κατ’ επέκταση, ίσως, στο Υψηλό. Είναι αυτό το χωρίς που εκφράζει περισσότερα για το ωραίο (π.χ. το πλαίσιο ενός πίνακα ζωγραφικής) από ότι το ίδιο το ωραίο. Ο Derrida επισημαίνει ότι το Καντιανό Υψηλό ορίζεται ως «αρνητική ηδονή» (negative Lust), θυμίζοντας «τὸ περὶ τὰς νοήσεις ἁδρεπήβολον» και «τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν πάθος» του Λογγίνου [8].

Αλλαγή προσανατολισμού του τρόπου ερμηνείας του Υψηλού θα σημειωθεί το 1991, όταν ο Jean François Lyotard δημοσιεύει την πραγματεία του πάνω στην Τρίτη Κριτική του I. Kant, την Κριτική της Κριτικής Δύναμης [9]. Η αισθητική του Υψηλού, σύμφωνα με αυτόν, είναι διφυής, ώστε άμα της παρουσίας της δίνεται η υπόσχεση της παρέλευσής της. Θεωρώντας την υπό μία ιστορική οπτική, λέει ο Lyotard, η αφετηρία της βρίσκεται πολύ πίσω στον χρόνο και ο προορισμός της είναι να ταξιδέψει πολύ προς τα εμπρός. Ουσιαστικά δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί τον αινιγματικό χαρακτήρα της. Ο Lyotard έχει στο νου του τη θέση του Λογγίνου πάνω στο ότι ακόμη και ο Χριστιανισμός οικοδομήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση [10]. Τη μη δυνατότητα πλήρους περιγραφής και απεικόνισης του Υψηλού με ανά-παραστατικό τρόπο, την αποδίδει είτε στην αδυναμία της γλώσσας να παρουσιάσει ένα αίσθημα, είτε στην αδυναμία μίας εικόνας να περιλάβει σε ένα παράδειγμα όλα τα νοήματα μίας έννοιας. Έτσι, η επιθυμία παράστασης του καταλήγει να αποτυγχάνει εκ των προτέρων, κατορθώνοντας μόνο να εκφράσει μία ιστορικά καθορισμένη οπτική. Δεν αργεί να καταλήξει στη διαφωτιστική διαπίστωση ότι το Υψηλό δεν βρίσκεται εκεί όπου είναι η νόηση [11]. Διαφαίνεται πια η ομοιότητα με το Υψηλό του Λογγίνου, που κατευθύνεται πέραν της ανθρώπινης λογικής.

Δανειζόμενος τις ιδέες του Burke και του Kant, ο Lyotard συλλαμβάνει το Υψηλό ως ένα είδος μη υπερβατικής επιθυμίας, φορέας της οποίας είναι πιο πολύ το εσωτερικό του σώματος και όχι το πνεύμα [12]. Όμως η ταύτιση στην οποία προβαίνει της έννοιας του Υψηλού με φρικτά ακραίες καταστάσεις, όπως ήταν το ολοκαύτωμα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, δείχνει μία μονομερή και υποκειμενική σύλληψή του. Η έννοια του Υψηλού στη φιλοσοφία του Lyotard γίνεται έτσι ένας υπερβολικά κυμαινόμενος σημασιολογικά όρος. Παρουσιάζεται ως μία σκιά ή ένα φως του απόλυτου, που μπορεί να προκαθοριστεί πολυειδώς [13].

Η έννοια του μεταμοντέρνου Υψηλού μοιάζει σαν να διατρέχει σχεδόν όλες τις βαθμίδες μίας κλίμακας νεοπλατωνικού τύπου, χωρίς να μπορεί να διαβεί το κατώφλι του Αγαθού. Μπορεί να απορρέει από αυτό• μπορεί να συγκριθεί επίσης με την άμορφη και σκοτεινή ύλη, την έσχατη απόρροια του Αγαθού, στερούμενο τη συμμετοχή στις ανώτερες υποστάσεις, απολείποντας την οντολογική αυτοτέλεια. Όσο χοντροκομμένος και εάν μοιάζει ο μεταπολεμικός μηδενισμός, αναγκαστικά ενέταξε στην ευτυχώς φθίνουσα και παροδική τροχιά του κάθε συζήτηση, όπου η αναζήτηση του νοήματος ξέφευγε από την επιβεβαίωσή του, λόγω της προσπάθειας να προχωρήσει πέρα από αυτό. Ύστατη προσπάθειά του υπήρξε η διερεύνηση, όσο το δυνατόν περισσότερο συνειδητά των οντολογικών και αισθητικών στοιχειοθετήσεων  που είχαν εμφανιστεί ήδη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, στο έργο του Κάσσιου Λογγίνου [14].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Freud S., Το Ανοίκειο. Μτφρ. Έφη Βαικούση, Επίμετρο Κύρκος Δοξιάδης, Πλέθρον, Αθήνα 2009.

2. Στο ίδιο, σ. 26.

3. Στο ίδιο, σ. 38. Ας σημειωθεί ότι στα ελληνικά η λέξη σωσίας ετυμολογείται από τη λέξη σώζω, ενισχύοντας έτσι τη φροϋδική υπόθεση. (σωσίας=σώζω=σωτηρία=δόγμα της αθανασίας της ψυχής).

4. Lacan J., Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης. Το Σεμινάριο, Βιβλίο XI. Μεταγραφή κειμένου από τον Ζακ-Αλαίν Μίλλερ. Μτφρ. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Τελική Ανάγνωση Γιώργος Χειμωνάς, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1982, σ. 147.

5. Στο ίδιο, σ. 349. Συνεχιστής του Lacan και πρωτότυπος διανοητής είναι ο Σλοβένος Slavoj Žižek (Το Υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Πρόλογος Ερνέστο Λακλάου, Μτφρ. Βίκυ Ιακώβου, Επιμέλεια Γιάννης Σταυρακάκης, Scripta, Αθήνα 2006, σσ. 319-365 ιδιαίτερα για τη ψυχαναλυτική σύγκριση του Καντιανού προς το Εγελιανό Υψηλό). Ωστόσο, τα πολλαπλά παραδείγματα από τη λαϊκή κουλτούρα του 20ου αι. που φέρνει ως επίρρωση των θέσεών του, από την μία παιδαγωγούν ευχάριστα, αλλά από την άλλη γελοιοποιούν την ιδέα του Υψηλού. Βλ. Philip Shaw, Sublime, Routledge, London and New York 2006, pp. 131-147.

6. Derrida J., The Truth in Painting. Translated by Geoff Bennington and Ian McLeon, The University Chicago Press, Chicago and London 1987, pp. 15-147.

7. Στο ίδιο, p. 128.

8. Derrida J., The Truth in Painting, ό.π., pp. 102-103.

9. Lyotard J. F., Leçons sur l’analytique du Sublime, Editions Galilée, Paris 1991. English translation Lyotard J. F., Lessons on the Analytic of the Sublime. Kant’s Critique of Judgment §§ 23-29. Translated by Elizabeth Rottenberg, Stanford University Press, Stanford California 1994.

10. Πιθανώς αναφέρεται στο απόσπασμα από τη Γένεση, του κεφ. IX, όπου ο Λογγίνος θαυμάζει τον έντεχνο τρόπο με τον οποίο «ο νομοθέτης των Εβραίων» αφηγείται τη δημιουργία του φωτός μόνο χάρις σε μία προσταγή του Θεού («καὶ ὁ τῶν Ἰουδαίων θεσμοθέτης οὐχ ὁ τυχὼν ἀνήρ, ἐπειδὴ τὴν τοῦ θείου δύναμιν κατὰ τὴν ἀξίαν ἐχώρησε κἀξέφηνεν, εὐθὺς ἐν τῇ εἰσβολῇ γράψας τῶν νόμων “εἶπεν ὁ θεός,” φησί• τί; “γενέσθω φῶς, καὶ ἐγένετο• γενέσθω γῆ, καὶ ἐγένετο.’’»).

11. Lyotard J. F., Heidegger et “les juifs”, Editions Galilée, Paris 1988, p. 30. Στο Αρετουλάκης Ε., «Περί μεταφοράς, μετωνυμίας και επιθυμίας στο “μη-απεικονίσιμο”», ΔΙΑΒΑΖΩ 388, Σεπτέμβριος 1998, σ. 129.

12. Στο ίδιο, σ. 129.

13. Lyotard J. F., Lessons on the Analytic of the Sublime, ό.π., p. 122.

14. Για τη σύγκριση της εποχής της Ύστερης Αρχαιότητας με την Ύστερη Νεωτερικότητα βλ. Αγγελή Δ., Ιδεολογικά Ρεύματα της Ύστερης Αρχαιότητας. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2005, σ. 89.

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

ΗΛΙΟΥΠΟΛΙΣ



Όταν ήμουν νεότερος και ασχολούμουν με τις ιστορικές μελέτες με είχε σαγηνεύσει περιέργως ένα ιστορικό πρόσωπο από την αρχαία Αίγυπτο. Επρόκειτο για τον αιρετικό βασιλιά Ακχενατόν ή Αμένοφη IV. Εκτός του ότι υπήρξε ο πρώτος εισηγητής του μονοθεϊσμού στην ιστορία – πριν ακόμη και τον Μωϋσή, ο οποίος λεγόταν παλιότερα ότι επηρεάστηκε από αυτόν – ήταν μία αινιγματική προσωπικότητα. Η βασιλεία του άρχισε ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ο Φαραώ της Αιγύπτου Αμένοφις III, και τελείωσε με το δικό του θάνατο, για να ακολουθήσει ύστερα από αυτόν ο Φαραώ που έγινε πασίγνωστος λόγω της ανακάλυψης του άθικτου τάφου του, ο Τουταγχαμών.
           Για κάμποσο καιρό διαβάζοντας τις πρωτότυπες πηγές που μας σώθηκαν από την εποχή του, όπως τον Ύμνο του βασιλιά στον Ήλιο, που αποδίδεται στον ίδιο τον Ακχενατόν και μέσα από τις άλλες αρχαιολογικές μαρτυρίες, όπως τα απομεινάρια της Ηλιούπολης, την οποία ίδρυσε ο ίδιος και κατέστησε πρωτεύουσα του, στην σημερινή τοποθεσία Τέλλ – ελ – Αμάρνα, προσπάθησα να δω πίσω από το ιστορικό πρόσωπο του Φαραώ, τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την ανεξήγητη στροφή προς το Μονοθεϊσμό. Στην αρχή είδα τη σημασία που για όλα ανεξαιρέτως τα έμβια όντα έχει η παρουσία του ήλιου. Θαύμασα την αφοσίωση που ο Ακχενατόν έδειξε προς τον θεοποιημένο ήλιο, αφού μάλιστα υπήρχε εκείνος ο διαφωτιστής συγγραφέας, ο Σάρλ Φρανσουά Ντυπουί (1742-1809), που έγραψε το προκλητικό έργο Η προέλευση όλων των λατρειών ή Η παγκόσμια Θρησκεία (1794), όπου στο ένατο κεφάλαιο - το οποίο κυκλοφόρησε αυτοτελές και στα ελληνικά – με τίτλο Ερμηνεία του μύθου του Ήλιου που λατρεύτηκε με το όνομα του Χριστού, υποστηρίζει τη θέση ότι η λατρεία του Ιησού ήταν παρόμοια με την λατρεία των πανάρχαιων ηλιακών θεοτήτων των ηλιολατρικών θρησκειών της Ανατολής.
             Φυσικά δεν συμμερίζομαι μία άποψη φυσικής εξήγησης του υπερφυσικού, που ήταν του συρμού κατά το Διαφωτισμό, όπως αυτή του Σ. Φ. Ντυπουί, όταν μάλιστα όλη η πατερική σκέψη χρησιμοποιεί ρητά τον ήλιο ως σύμβολο και μόνο της θεότητας και είναι ολοφάνερο πόσο απλοποιημένη και αφελής είναι αυτή η ταύτιση οτιδήποτε θεϊκού και υπερφυσικού με ένα ορατό και υλικό αντικείμενο (αν και εδώ που τα λέμε χάρη σε παρόμοιες προσπάθειες ξεκίνησε η κριτική της μεταφυσικής στην νεώτερη εποχή). Η αναγωγή της μεταφυσικής στην ύλη πάντως δεν σημαίνει την υποκατάσταση του νοήματος με το γράμμα, ή του σημαινόμενου από το σημαίνον (άρα εννοείται ούτε του συμβόλου από το σύμβολο).
            Ο Ακχενατόν παρ’ όλη την ασθενική του κράση έγινε ο ηγέτης μίας θρησκευτικής μεταρρύθμισης, που αφού κατήργησε δια της βίας όλους τους προηγούμενους θεούς που λάτρευαν οι Αιγύπτιοι, ανέδειξε ως πρώτο και μοναδικό θεό τον ίδιο τον ηλιακό δίσκο, που είχε το όνομα «Ατόν» (Ακχενατόν είναι το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Φαραώ στον εαυτό του και σημαίνει «όργανο του ήλιου»). Μάλιστα κάποιοι συνέδεσαν τον Ψαλμό 103 (104) με τις αναφορές του Ακχενατόν στον Ύμνο του βασιλιά στον Ήλιο (ο ψαλμός αυτός παρουσιάζει τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό έχοντας κοινά σημεία με τη Γένεση).
            Στον αιώνα του Ακχενατόν (14ος αι. π.Χ.) υπέθεταν ακόμη και στην εποχή που ο εβραίος Σίγκμουντ Φρόιντ έγραψε το τελευταίο του βιβλίο, (Ο Μωυσής και ο Μονοθεϊσμός, 1939) ότι έζησε ο Μωυσής. Είναι εύλογη η συσχέτιση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στον μονοθεϊσμό του Ακχενατόν και αυτόν του Ιουδαϊκού λαού. Ο Φαραώ Ακχενατόν προβάλλοντας τον εαυτό του στον θεό ήλιο, προέκτεινε την δύναμή του. Τα κολοσσιαία αγάλματα από ζωγραφισμένο ψαμμόλιθο που τον αναπαριστούν και σώζονται στην υπόστυλη αίθουσα του Ναού του Ατόν στη Θήβα, δείχνουν αυτή τη τάση μεγαλείου – που βέβαια συνόδευε όλους τους Φαραώ – αλλά εδώ συνδυασμένη με την αινιγματικότητα και την πνευματικότητα που διέκρινε τον συγκεκριμένο ηγέτη.
                   Η Ηλιούπολη είναι η πρώτη πόλη, όπου λατρευόταν ο ένας θεός και άρα η πρώτη πόλη, όπου η ερμηνεία της πραγματικότητας περιστρεφόταν γύρω από μία αρχή. Θεωρώ ότι είναι η πρώτη πόλη από την οποία αρχίζει αυτό που για τον μετα-μοντερνισμό θα θεωρηθεί η αυταπάτη της νεωτερικότητας· αυτή υπήρξε η μονοδιάστατη ερμηνεία ή η τάση αναγωγής στη μία και μοναδική ερμηνεία για τον κόσμο, τον άνθρωπο και το θείο. Η μετα-νεωτερικότητα θα πολεμήσει αυτή τη τάση αγκίστρωσης σε μία ερμηνεία, ένα θεμέλιο, μία αρχή. Θα επαναφέρει με παγανιστικό μένος την πολυαρχία και τη διασπορά του λόγου. Τώρα, κατά πόσον αυτή η μεταμοντέρνα στάση απέναντι στην πραγματικότητα, που επισημάνθηκε κυρίως από τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, μπορεί να επαληθευτεί, αυτό θα πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι και η κριτική αυτή της μετα-νεωτερικότητας εντάχθηκε μέσα στην ιστορικότητα και άρα σχετικοποιήθηκε επίσης. Όσον αφορά στο ζήτημα ιδωμένο υπό την οπτική αυτή, μπορεί να συναχθεί ότι, καθώς στην Ηλιούπολη η ενοποιητική πνευματική τάση αφορά κυρίως στη θρησκεία και δευτερευόντως την πολιτική εξουσία, καθώς ακόμη επειδή αποτέλεσε το πρώτο συγκρότημα πόλης υπό αυτές τις συνθήκες, για τούτο συνιστά την αφετηρία από όπου δόθηκε μία ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η μία και μοναδική αρχή, δύναμη και εξουσία στον κόσμο; Για πρώτη φορά ο πολιτισμός της πόλης περιστρέφεται γύρω από αυτό το ερώτημα, δίνοντας μία πνευματική απάντηση και όχι μόνο κοσμική.    

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Το νόημα του μύθου ή/και ο μύθος του νοήματος



Ο μύθος είτε μέσα από την προφορική παράδοση είτε δια της καταγεγραμμένης παρουσίας, δηλαδή μέσα από τη σημερινή Τέχνη της αναπαράστασης και μυθοπλασίας, εκφράζει μία μορφή ετερότητας. Αναπαριστά και εκφράζει επιθυμίες, δομές, σκέψεις και συναισθήματα, λειτουργώντας συχνά ως αναπλήρωμα. Οι μύθοι ως ορίζοντες του υποκειμένου, αλλά και ως απόκρυφα φανερώματα αυτού που διακαώς επιθυμεί να υπάρξει είναι ένας άλλος τρόπος για τη διέξοδο της επιθυμίας προς την τάξη του σημαίνοντος, όπως θα έλεγε ο Ζακ Λακάν. Το παίγνιο της αναλογίας υφίσταται εκεί όπου τίποτε δεν το προμηνύει. Συμπλοκές, συμπλεύσεις, αντιστοιχίες, αντανακλάσεις, τρόποι παραπομπής και συνδήλωσης, συγχρονικότητες, μεταφορές και συμπτώσεις υφαίνουν το μυθικό δίχτυ του νοήματος. Οι μύθοι δεν εκφράζουν τις κοινωνικές δομές, αλλά συνιστούν μία διαμορφωτική πρακτική.

Ο μυθικός λόγος και η μυθοπλαστική γραφή δεν αφηγούνται πάντα. Συχνά υποδηλώνουν δια μέσου της αλληγορίας και της αναλογίας κάτι άλλο. Υποδεικνύουν, παίζοντας το παιχνίδι της δυαδικότητας. Οργανώνοντας συχνά τις υπερδομές και αποτελώντας τις συνιστώσες της δράσης, το μυθικό πλέγμα αφορά την ίδια την υφή του πραγματικού. Είναι μία άλλη πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα, ενώ ταυτίζεται συχνά με την ίδια την πραγματικότητα. Τούτο γίνεται όταν δεν την κρύβει και δεν την καλύπτει σκοπεύοντας στο να την προχωρήσει και να την καθοδηγήσει. Είναι μία υπαινικτική μορφή δείχνοντας την έλευση του νέου. Η επερχόμενη διαφορά, δεν καταντά έτσι μία ύβρη. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες από το περιβάλλον αφήνουν τα σημάδια τους πάνω στον άνθρωπο. Συχνά η επίταση αυξάνει και γίνεται το βήμα προς την ελευθερία, που μπορεί να πάρει μία υπέρλογη διέξοδο κατευθυνόμενη πέρα από το όντως ον. Μέσα από το έωλο αλισβερίσι του ίδιου και του άλλου, το νόημα του μύθου μπορεί, ωστόσο, να γίνει ο μύθος του νοήματος.

Μακριά από τις κατοικίες των ανθρώπων υπάρχει το ταξίδι προς στο άγνωστο. Σε μία νέα γη σε έναν άλλον τόπο, όπου ο χρόνος είναι ο μυθικός. Όπως και οι λαοί χωρίς γραφή, έβλεπαν την αφανή παρουσία των μεγάλων οντοτήτων, των θαυμαστών προγόνων, γυρεύοντας την αρχή και το τέλος, αν και το ζητούμενο είναι το απεριόριστο. Το παράδοξο είναι ότι η λησμονιά του εαυτού οδηγεί και πάλι στον εαυτό. Ο μυθικός και ονειρικός εμπλουτισμός του επιπέδου της συνείδησης αυξάνει την εμπειρία και επιμηκύνει το βίο. Ή καλύτερα τον προεκτείνει. Όλοι οι μύθοι μιλούν για την εμπειρία της καθ’ ομοίωσης. Για τους θνητούς και φθαρτούς ανθρώπους η μυθική επένδυση του σώματος και η συνείδηση που υπερβαίνει τον εαυτό της οδηγούν σε μία μορφή αναγωγής στο άχρονο. Με υπερανθρώπινο τρόπο δεν καταργούν το οικείο, ούτε πάλι διαλύονται μέσα στη νοησιαρχία των καθόλου.

Εν όψει του μυθικού ορίζοντα υφαίνεται ένας περίτεχνος χωροχρόνος, όχι μέσα πάντα από την αντίθεση, αλλά συχνά μέσα από τη συμπλοκή και τη συμπόρευση. Το άλλο σώμα και η άλλη συνείδηση συνιστούν τη μεταφυσική ως διαφορά εντός της ταυτότητας. Είτε δια της υπερβολής του λόγου, είτε δια του μυθικού πλαισίου, ό,τι μας συνιστά αναγκαστικά, μοιάζει να διαλύεται. Τούτο άραγε σημαίνει πως ότι νομίζουμε ως πραγματικό είναι μία μελανή οπή που απορροφά τα πάντα μέσα σε έναν γνόφο που δεν είναι θείος; Οι μυλόπετρες του μηδενός συνθλίβουν τη συνείδηση, το λόγο, την πράξη, την κοινωνία, τη δομή, την κίνηση, την απάθεια ή το πάθος, μετατρέποντάς τα σε σκόνη; Ο Νιτσεϊκός μηδενισμός και το Χαιντεγκεριανό ανερώτημα σχετικά με την έλλειψη νοήματος έχουν άραγε μεγάλο ποσοστό αλήθειας; Είναι με άλλα λόγια αληθινή η πεποίθηση πως ό,τι μας περικλείει είναι μόνο ένα μέγα χάσκον τίποτε και εμείς απλώς σκοποθετούμε μέσα σε αυτό; Ω μεγάλο άστρο! Τι θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις; αναρωτιέται ο Ζαρατούστρα, δείχνοντας ακριβώς πόσο κενές περιεχομένου και ανταπόκρισης στην πραγματικότητα είναι κάποτε οι σκέψεις και οι ιδέες των κατοίκων του πλανήτη, είτε είναι μυθικές ή άλλες. Δείχνοντας, επίσης, πως ο κόσμος δεν έχει νόημα χωρίς τον μυθολόγο άνθρωπο. Όμως να που, ακόμη και η αντίθετη ερμηνεία μπορεί να υποστηριχτεί κάλλιστα εδώ• ο άνθρωπος, όντας ο μόνος που δίνει νόημα στα πράγματα, είναι σαν να στέκεται εμπρός στον τρόμο και την αγωνία του τίποτε. Ο άνθρωπος είναι αυτός που δίνει νόημα μυθικό ή αληθινό στον κόσμο, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, γιατί δεν ξέρει τίποτα άλλο παρά να προχωρά εμπρός• γιατί, ακόμη, έχει την υποψία ότι ακόμη και ο ίδιος ίσως είναι ο τελευταίος μυθολόγος και νοηματοδότης του σύμπαντος. Ίσως στην πραγματικότητα είναι ο Θεός που χρειάζεται τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργεί τους μύθους για το υπερφυσικό, και όχι ο άνθρωπος τον Θεό, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος θα στερηθεί τους μύθους του.

ΟΙ ΟΥΤΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

      
Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που ο Άνσελμος της Κανταβρυγίας απέδειξε την ύπαρξη της Θεότητας, και μπορεί να συσχετιστεί με τη δυνατότητα ύπαρξης ή όχι των ουτοπιών. Η βασική θέση ήταν πως η ιδέα του Θεού είναι το πιο γενικό ον που μπορούμε να σκεφτούμε. Για έναν ρεαλιστή πλατωνικό φιλόσοφο του Μεσαίωνα, ο οποίος συμβιβαζόταν με τον Παπικό ολοκληρωτισμό της εποχής του, όσο πιο γενική ήταν μία ιδέα – και ο Θεός είναι η πιο γενική που υπάρχει – τόσο περισσότερο αληθινή είναι. Επίσης, ως η πιο γενική, η ιδέα του Θεού, είναι και η πιο τέλεια. Όμως για να υπάρχει μέσα σε εμάς, που είμαστε ατελή όντα, μία τόσο τέλεια ιδέα δεν μπορεί παρά να προήλθε από κάποιον ή κάτι άλλο. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η τελειότητα μέσα μας σημαίνει ότι υπάρχει και έξω από εμάς. Το επιχείρημα αυτό λίγο πολύ ανέπτυξε και ο Ρενέ Ντεκάρτ στο έργο του Λόγος περί της Μεθόδου. Εκεί συνέδεσε τη σκέψη με την ύπαρξη και την αλήθεια. Έπρεπε να έρθει ο Ιμμάνουελ Κάντ για να δείξει πως ότι υπάρχει μέσα στον νου μας δεν μπορεί να υπάρχει απαραίτητα και στον εξωτερικό κόσμο. Ο Άνσελμος, όπως και ο Ντεκάρτ, με το οντολογικό επιχείρημα της ύπαρξης του Θεού, ταύτιζαν το είναι με το νοείν, ακολουθώντας την πανάρχαια παράδοση του Παρμενίδη. Η κριτική σκέψη του Κάντ ανεξαρτοποίησε το είναι από το νοείν, επιφέροντας μία βαθιά τομή στην ύπαρξη του ανθρώπου και εισάγοντας μία ουσιαστικώς διαφορετική γνωσιοθεωρία και οντολογία. Για να αληθεύει, όμως, μία πρόταση π.χ. μία ουτοπική πόλη που έχει κανείς κατά νου, αυτή θα πρέπει κάπου να υπάρχει. Μπορεί να υπάρχει εν δυνάμει ή να υπάρχει σε έναν extra-γεωγραφικό χώρο. Η αλήθεια συνίσταται πράγματι στην ταυτότητα, ισοδυναμία ή αντιστοιχία του νοείν με το είναι. Μπορεί να νοούμε κάτι και να μην υπάρχει, άρα λένε πως αυτό είναι ψευδές. Μπορεί, όμως, να υπάρχει κάτι που δεν το νοούμε και τότε θα πουν βέβαια πως και αυτό είναι ψευδές. Επομένως, αυτός ο ορισμός της αλήθειας από κάπου μπάζει νερά. Όχι μόνο οι ουτοπίες, αλλά και  τα πλάσματα της φαντασίας και όλες αυτές οι αιρετικές και τερατώδεις ιδέες που κατά καιρούς σκέφτηκαν κάποιοι άνθρωποι είναι ψευδείς, επειδή δεν υπάρχουν πουθενά. Επίσης, το πλήθος των ανεξήγητων (φορτεανών) φαινομένων, των παράξενων γεγονότων και των μη-πιστευτών, που όμως πράγματι έλαβαν χώρα κάπου κάποτε, εξορίζονται από το βασίλειο της αλήθειας, διότι δεν εξηγούνται, άρα δεν νοούνται. Ο ορισμός της αλήθειας ως ταύτιση του νοείν με το είναι λειτουργεί άλλοτε θετικά, όταν νομιμοποιείται δηλαδή να ομιλούμε για ουτοπικές πόλεις, και άλλοτε αρνητικά, όταν λειτουργεί ελεγκτικά, αποκλείοντας ό,τι δεν συμφωνεί με την εξουσιαστική του κρίση. Το φανταστικό και το ψευδές υπεισέρχονται, τόσο στην αρχαιοελληνική και μεσαιωνική σκέψη, όπου το νοείν ταυτίζεται ως μονόδρομος με το είναι και έχουμε την ισοδυναμία rei et intellectus, αλλά και στα νεότερα χρόνια, όταν αποχωρίζεται αυτό που σκεφτόμαστε από το πραγματικό. Η αρχή της ισοδυναμίας ή αντιστοιχίας λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι και ο ίδιος ο Ι. Κάντ, όταν κατηγορούσε τον Άνσελμο και τον Ρ. Ντεκάρτ, ότι άλλο πράγμα αυτό που σκέφτηκαν και άλλο η πραγματικότητα, έκανε έναν διαχωρισμό για να αποδείξει το ψευδές περιεχόμενο του νου τους.

Η κριτική του Κάντ στηρίχτηκε στο ότι δεν είναι το ίδιο το να σκεφτείς μία γενική ιδέα και να πεις ότι αυτή κάπου υπάρχει και το να σκεφτείς π.χ. 100 ευρώ και αυτά να μην τα έχεις. Στο δεύτερο παράδειγμα, όταν δηλαδή σκέφτομαι 100 ευρώ και αυτά δεν τα έχω, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάπου, αλλά ότι δεν τα έχω εγώ, γιατί σκεπτόμενος με τη λογική θεωρώ ότι υπάρχουν αλλού τα 100 ευρώ. Ό,τι υπάρχει αληθινά, δηλαδή αντικειμενικά στην εξωτερικότητα υπάρχει και στον νου μας ή όχι; Το γεγονός ότι οι νεότεροι, όπως ο Ι. Κάντ αίρουν την ταύτιση νοείν και είναι, τούτο γίνεται στο επίπεδο του δεύτερου παραδείγματος με τα ευρώ. Όμως, εάν κάτι υπάρχει μέσα μου, αλλά δεν υπάρχει εξωτερικά, δεν σημαίνει πως αυτό είναι ψευδές. Μπορεί α) να είναι εν δυνάμει και/η β) να υπάρχει σε έναν άλλο ιδεατό κόσμο, καθώς προείπαμε και όπως θα έλεγε ένας πλατωνικός.  Ο ορισμός της αλήθειας ως ταύτισης του περιεχομένου της σκέψης με το πραγματικό δεν μπορεί να αρθεί έτσι εύκολα. Το θέμα είναι ότι, ενώ η αρχαιότητα και ο μεσαίωνας θεωρούσαν de facto ό,τι σκεφτόντουσαν ως αληθινό, θεωρώντας ως κριτήρια της αλήθειας είτε το Θεό είτε το ανθρώπινο υποκείμενο, στα νεότερα χρόνια εκτός από την κριτική στη μεταφυσική, ήρθε η ώρα που ακόμη και το ανθρώπινο υποκείμενο έπαψε να αποτελεί τον βέβαιο εγγυητή της αλήθειας. Έτσι και ο Καντιανός μονισμός του υποκειμένου, στον οποίο οδήγησε αυτή η κριτική του Κάντ στη Μεσαιωνική παραδοσιακή σκέψη, τα βρήκε μπαστούνια. Τούτο δεν σημαίνει ότι το υποκείμενο δεν κατέχει την αλήθεια. Διότι το σκεπτόμενο εγώ είναι ο μόνος φορέας άσκησης κριτικής της γνώσης. Το ανθρώπινο υποκείμενο, όμως, μπορεί να κάνει λάθος ή να λέει ψέματα. Εκεί ακριβώς, όπου κάποιοι παραδοσιακοί φιλόσοφοι τοποθετούσαν ένα έξω-υποκειμενικό θεμέλιο για την αλήθεια, όπως είναι π.χ. ο Θεός, κάποιοι άλλοι μεταμοντέρνοι, όπως οι Στρουκτουραλιστές και οι Σημειολόγοι τοποθέτησαν τη γλώσσα. Υπέταξαν, όμως, τα πάντα στη δομή και απομακρύνθηκαν από την ιστορικότητα και την ελευθερία. Δεν μπόρεσαν με παραμέτρους γλωσσικές και δομικές να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του νέου νοήματος και το απρόβλεπτο και δυναμικό άνοιγμα, που προκύπτει από κάθε ενέργεια του ανθρώπου. 

Κάθε ουτοπία, αποτελεί ένα ελπιδοφόρο κίνητρο για να βελτιώσουμε τις πόλεις μας, σκεπτόμενοι πάντα το ιδανικό αρχέτυπο όλων των πόλεων, την τέλεια παραδείσια πόλη. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει ή όχι αυτή η ιδεώδης πόλη, εάν υπάρχει μέσα στον νου μας ή σε έναν εξτρα-γεωγραφικό χώρο. Σίγουρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ωστόσο, όσον αφορά τις μεγαλύτερες αλλά φθαρτές υλοποιήσεις δύναμης του ανθρώπου που λέγονται πόλεις ενέχουν πόνο και η δυστυχία, που δεν είναι κακά καθαυτά αλλά ανήκουν στην πραγματικότητα και υπάρχουν στο βαθμό που υπάρχει ο άνθρωπος. Χωρίς τον άνθρωπο ολόκληρος ο κόσμος δεν θα είχε νόημα. Οι ουτοπίες είναι προιόντα της δημιουργικής φαντασίας και της ανθρώπινης διάνοιας, άρα εξαρτώνται από τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να προσεγγίζει την πραγματικότητα.

Η αληθοποίηση ή διάψευση των ουτοπιών  συνδέεται λοιπόν με την ανθρώπινη μοίρα στον κόσμο. Αν δούμε τη ζωή των πόλεων πέραν των θεολογικών κατηγοριών του καλού και του κακού, τότε ένα τυχαίο δράμα εκτυλίσσεται καθημερινά εκεί. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα ή ότι είναι άννοο. Υπάρχει από μόνο του. Όμως τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον άνθρωπο, τον νοηματοδότη και βασιλιά του; Ο κόσμος ίσως κινδυνέψει κάποτε ακόμη πιο σοβαρά από ότι τώρα, από τους βασιλείς και επικυρίαρχους του, όταν τα όρια δεν τα θέτει πια κυρίως ο κόσμος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ο κόσμος θα κινδυνέψει, όταν η ουτοπική σκέψη βρει στ' αλήθεια το δρόμο προς την πραγματικότητα, και ταυτιστεί μαζί της. 

Η ύπαρξη του πλήθους των δυστοπιών είναι μία απόδειξη όχι μόνο της αντικειμενικής ύπαρξης της κακότητας, αλλά και της ύπαρξης του μεταφυσικού και διανοητικού κακού. Φαινομενικά το ίδιο οντολογικό επιχείρημα της απόδειξης της ύπαρξης του θεικού μπορεί να ισχύσει και για την ύπαρξη του κακού. Αρχίζοντας ανάποδα από ότι θα συνηθίζε κανείς στο παρελθόν αλλά και σήμερα, η αναγνώριση της κακότητας, έστω και ως στέρηση του Αγαθού, ως επί το πλείστον από αγίους, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν περιγράφει την κόλαση,  και ομιλεί για "τριγμούς οδόντων", ο Δάντης όταν γραφει το ποιητικό του έργο, έως τα σύγχρονα μεταφυσικά θρίλερ, κ.α. μπορεί να είναι μία απόδειξη της έστω νοητικής ύπαρξής του. Με τη διαφορά ότι η αναγνώριση της ύπαρξής του πάλι έγκειται στα ηθικά και γνωστικά ανθρώπινα κριτήρια. Συνήθως λοιπόν όταν κάποιος θέλει να αποδείξει την ύπαρξη του κακού λαμβάνει παραδείγματα από την κοινωνική πραγματικότητα, λησμονώντας τότε ότι ακόμη και αυτή θα πρέπει να ενταχθεί μέσα στον φυσικό κόσμο, όπως και ο άνθρωπος, άρα η αναγνώριση της ύπαρξης του κακού έγκειται στις δικές του προσλαμβάνουσες ως ανθρώπου, στο ανθρώπινο είδος. Ένας λέων όταν σκοτώνει για να καταβροχθίσει μία αντιλόπη και η ίδια η αντιλόπη, εντάσσονται στην αλυσίδα της φύσης, όπου δεν εμφιλοχωρεί καμία ηθική. Ακόμη και η ίδια η ηθική και η επινόηση των αρμονικών και άρτια δομημένων ουτοπιών, δεν είναι παρά ένα πολιτιστικό τέχνασμα για να επιβληθεί ο άνθρωπος όσο μπορεί πιο απόλυτα στους ομοίους του, στον εαυτό του και σε ό,τι τον περιβάλλει.