Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα City's metaphysics. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα City's metaphysics. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ



Εικόνα από το κόμικ Τα τείχη της Σαμάρις των Φρανσουά Σουιτέν και Μπενουά Πήτερς. Τα πανύψηλα τείχη της Σαμάρις, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ομοιώματα, σηματοδοτούν την παγίδευση του ήρωα, στην προσπάθειά του για αυτοσυνείδηση.
   

Στα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως ο ντετέκτιβ της «πολυθρόνας», το χαλκευμένο κείμενο, η κλασσική αστυνομική ιστορία (Gumshoe), και το θέμα του εξαφανισμένου προσώπου. Ο Εμίλ Γκαμποριό (Émile Gaboriau) συνέχισε επιτυχημένα την ίδια παράδοση, επινοώντας τον Μεσιέ Λεκόκ (Monsieur Lecoq), έναν εξίσου ορθολογικό ντετέκτιβ, όπως ο Σαρλ Ωγκάστ Ντυπέν του Πόε. Το μοντέλο του ντετέκτιβ του Σέρλοκ Χόλμς, εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, επηρεασμένο από το κίνημα του Θετικισμού. Τα έργα της Αγκάθα Κρίστι, κατασκευασμένα για να αποτελούν πάζλ, αφορούν μία χρυσή εποχή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Στα περισσότερα έργα του είδους, αν και εμφανίζεται λύση στο τέλος, η σκοτεινότητα που τα χαρακτηρίζει μοιάζει να μην φωτίζεται επαρκώς. Η υποκρισία της κοινωνίας με την οποία ασχολούνται, η επίφαση ηθικότητας, δεν μπορεί να κρύψει τον αβυσσαλέο κόσμο της ανθρώπινης ψυχής.   
Μία μοντέρνα ερμηνεία και κριτική της αστυνομικής λογοτεχνίας είχε εμφανιστεί ήδη στις αναλύσεις του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (Sigfried Kracauer), ο οποίος ήταν φίλα προσκείμενος στη Σχολή της Φρανκφούρτης. Διαχωρίζοντας δύο σφαίρες σκέψης και βίου, ο Κρακάουερ θεωρεί ότι η μία αντανακλά την άλλη, κατά άνισο τρόπο.[1] Η ανώτερη πνευματική σφαίρα έχει σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό αναλογίες προς την κατώτερη, της οποίας η κατάπτωση παρουσιάζεται ιδιαίτερα από τον κόσμο του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο ντετέκτιβ παίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, μέσω του οποίου ο ένας κόσμος επικοινωνεί με τον άλλο. Έτσι γίνεται αποδοχή της ύπαρξης όχι μόνο μίας κοινωνικά ταξικής διάρθρωσης μαρξιστικού τύπου, αλλά και της παραδοσιακής μεταφυσικής ιεράρχησης του βίου, που έχει τις ρίζες της στον Πλατωνισμό και τον Χριστιανισμό. Όσο απομακρύνεται κανείς από τη θεϊκή αρχή, το Εν, τόσο περισσότερο προσεγγίζει το μηδέν, την οντολογική υποβάθμιση και την απουσία νοήματος. Ο κόσμος του αστυνομικού μυθιστορήματος γίνεται αντιληπτός, όπως αργότερα από τους στοχαστές του μεταμοντερνισμού, ως ο κόσμος της ύλης και του κακού, που εκφράζει μία Θεολογία του μηδενός. Η αστυνομική λογοτεχνία είναι μία τερατώδης καρικατούρα του πολιτισμού,[2] ένα περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ενδιέφερε τους εκπροσώπους της Σχολής της Φρανκφούρτης, καθώς αυτή εντασσόταν στην κουλτούρα των ανερχόμενων μαζών.
Η πολεμική του Κρακάουερ δεν στοχεύει απαραίτητα στην καταδίκη του φαινομένου που αποτελεί το αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών που μπορούν να επιδεχτούν φιλοσοφική ερμηνεία. Επίσης, η υπαρξιστική φιλοσοφία βρίσκει το αντίστοιχό της στην αφηγηματική περιγραφή του αυτεξουσίου των ηρώων, στην απουσία νοήματος, στην αίσθηση του μυστηρίου και στους τρόμους της κατώτερης «σφαίρας», που οδηγούν τον βαριεστημένο αναγνώστη σε θέση ισχύος.[3] Η σύγκριση με τη Θεολογία είναι χαρακτηριστική, όπως και με την Τέχνη ή το φαινόμενο της μαγείας. Το χολ του ξενοδοχείου συγκρίνεται από τον Κρακάουερ με τη Θεία Λειτουργία,[4] και θεωρείται ως παραδειγματικός χώρος του μοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος. Το χολ εκφράζει το κενό και τον άδειο χώρο της φυσικής και την κυριαρχία της ratio∙ σε αντίθεση προς τη θρησκευτικά συνεκτική κοινότητα, στο χολ του ξενοδοχείου, οι μεμονωμένοι πελάτες διατηρούν την ανωνυμία τους και απλώνονται σαν άτομα στο κενό∙ καθισμένοι στις πολυθρόνες τους, δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να μιλούν με αδιάφορη ευχαρίστηση για τον κόσμο. Το μυστήριο του χολ του ξενοδοχείου δεν είναι πια θρησκευτικό, αλλά ένα μυστήριο ανάμεσα σε μάσκες.[5] Η μετα-τραγική αίσθηση της αστυνομικής ιστορίας  ίσως δίνει ειρωνικά την πρόγευση του καιρού των εσχάτων, αλλά η ιεροποίηση του πραγματικού προϋποθέτει την αλληλοπεριχώρηση των δύο σφαιρών. Ο ντετέκτιβ είναι ο απόλυτος εκπρόσωπος της λογικής και οι υπέρμετρες ικανότητές του ένα μέσο για την επαλήθευση των ενοράσεών της.[6] Τα καλύτερα αναλυτικά μέσα της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι παρόντα. Η καταδίκη του ολοκληρωτικού φαινομένου ως απόρροια του ακραίου Ορθολογισμού και η κριτική στον Θετικισμό και στον Μηχανικισμό, που ανάγονται στον 19ο αιώνα, τον οδηγούν σε μία μεταφυσική ερμηνεία, στερημένης της ματεριαλιστικής ανάλυσης, χαρακτηριστική της ώριμης φάσης του έργου του. Επίσης, εφόσον ο κόσμος του αστυνομικού μυθιστορήματος θεωρείται ως μία αρνητική οντολογία, δεν αντιμετωπίζεται μόνο στο πλαίσιο της αισθητικής, αλλά γίνεται προσπάθεια ερμηνείας του εκ του σύνεγγυς, χωρίς την παραδοχή ενός αφελούς Ρεαλισμού, όπως παλιότερα κατηγορήθηκε. Παρά όλα αυτά, αν και ο Κρακάουερ είναι πεπεισμένος ότι οι περιγραφές των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι κατασκευασμένες και επιδεκτικές φιλοσοφικής σημασιοδότησης, θεωρεί ότι όπως και η δική του περιγραφή, αφορούν τον πραγματικό κόσμο.[7]
Στον 20ο αιώνα εμφανίστηκαν ακόμη παραδείγματα μεταφυσικών αστυνομικών μυθιστορημάτων που επηρεάζονται από τον Μεταμοντερνισμό. Ο κόσμος και το κείμενο παρουσιάζονται στη λαβυρινθώδη διάστασή τους. Βέβαια, ο Μεταμοντερνισμός θεωρούσε ότι εναντιώνεται στο κίνημα του Υπαρξισμού, αλλά εξέφραζε τη γενική απαισιοδοξία. Στην ουσία ό,τι ονομάζεται μεταφυσικό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει σχέση με την αρχαία και μεσαιωνική μεταφυσική της ελπίδας της σωτηρίας της ψυχής, αλλά αφορά ό,τι ήταν απευκταίο.
Εξίσου προς τη φιλοσοφία του Μεταμοντερνισμού, το μεταφυσικό αστυνομικό μυθιστόρημα αφορούσε την αγωνία του κενού, την απουσία αξιών, την έλλειψη προσανατολισμού και νοήματος σε έναν κόσμο χωρίς σταθερότητα. Επρόκειτο για μία μεταφυσική και οντολογία[8] του πάθους. Έτσι εξηγείται η ατέρμονη σειρά αντανακλάσεων χωρίς πέρας στο έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, του Ζώρζ Περέκ –ιδιαίτερα όσον αφορά τα έργα Η Εξαφάνιση (La Disparition)[9] και 53 Ημέρες (53 Jours)– του Μπενουά Πήτερς και του Αλαίν Ρόμπ-Γκριγιέ –χαρακτηριστικό είναι ένα από τα πρώτα έργα του με τίτλο Οι Σβηστήρες (Les Gommes).[10]
Αφορώντας διαρκώς στην υποψία της απροσδιοριστίας της άπειρης ύλης, που δεν μπορεί να προσεταιριστεί, μόνο να καταδικαστεί, να τιμωρηθεί, να ερευνηθεί, να φυλακιστεί, ο ήρωας ντεντέκτιβ στο μεταφυσικό αστυνομικό μυθιστόρημα, παρουσιάζεται νικημένος και όχι θριαμβευτής (όχι όπως ήταν ο Σέρλοκ Χόλμς, ο Ηρακλής Πουαρό και συνήθως ο Μαιγκρέ του Ζώρζ Σιμενόν).[11] Η υποψία της ενοχής μετατίθεται αέναα∙ δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπόρχες υιοθετεί συχνά την ιδέα του κύκλου για τις ιστορίες του, σαν να αναβιώνει την παγανιστική αντίληψη του χρόνου. Σε αυτό το σύμπαν χωρίς σημείο αναφοράς, στον εφιάλτη της γήινης περιπλάνησης στον αισθητό κόσμο, που θυμίζει την οπτική για την πραγματικότητα των αρχαίων Γνωστικών, ο άνθρωπος μοιάζει χαμένος∙ τα πολλά επίπεδα ερμηνείας υποδηλώνουν την απουσία συνοχής και ελέγχου. Ο Λόγος υπονομεύεται διαρκώς, χάνεται στην πολυμορφία, σε μια ατέρμονη σειρά υποψιών.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες που εφαρμόζουν μεταφυσικές ενοράσεις σε συνδυασμό με ευρύτατη παιδεία και φαντασία, ξεχωρίζει ο Μπόρχες στο λογοτεχνικό σύμπαν του οποίου η αίσθηση του μυστηρίου είναι τόσο έκδηλη, ώστε να μην λείπει η υποψία ότι το απίθανο είναι πολύ πλησιέστερα από ότι νομίζουμε στο πιθανό. Ο Μπόρχες κατασκευάζει έντεχνους λαβυρίνθους,[12] θεωρώντας ότι υπάρχουν άπειροι δυνατοί κόσμοι που ανακυκλώνονται ή πως η ζωή μας αποτελεί ψευδαίσθηση ή ακόμα και ένα όνειρο μέσα σε όνειρο. Η έκπληξη, το θαυμαστό, αλλά και το ανέκφραστο για το οποίο γίνεται υπαινιγμός, κρύβουν και φανερώνουν ταυτόχρονα τα αδυσώπητα παιχνίδια της μοίρας που μοιάζει παραδόξως εξωπραγματική. Το φανταστικό παρελθόν δεν παρουσιάζεται ούτε ως φενάκη ούτε ως ρεαλιστική ανακατασκευή, αλλά ως αίνιγμα. Το βάρος της απέραντης, αλλά, ωστόσο, προσεκτικά επιλεγμένης πνευματικής γενεαλογίας, ούτε συντρίβει την αφήγηση ούτε την περιορίζει, αλλά την καθιστά «α-όριστη», παρότι τα περισσότερα ονόματα συγγραφέων, όντων, τόπων και ιδεολογικών ρευμάτων είναι απολύτως υπαρκτά· εδώ έγκειται ένα από τα μυστικά της τέχνης του: η σκόπιμη παρείσφρηση ανάμεσα στα υπαρκτά πραγματολογικά και άλλα πολιτιστικά στοιχεία, κάποιων «πλαστών» εγγράφων, βιβλίων, όντων, συγγραφέων κ.ά., που παρουσιάζονται ως αληθινά, δημιουργώντας με φαινομενικά χαώδη, αλλά ενδογενώς συνεκτικό τρόπο την υποψία. Η ύπαρξη του δίχως όνομα, εκείνου που θα θέλαμε να ονομάσουμε, αλλά δεν τολμούμε ή αδυνατούμε να ονομάσουμε, βρίσκει τώρα ονόματα, τα οποία δεν υπήρχαν μέχρι πρότινος, για να αποκτήσουν και αυτά μία θέση στο «φανταστικό μουσείο» του μεταμοντέρνου, πριν εισέλθει πάλι κάτι νέο, του οποίου το όνομα να λείπει.
Η έντονη λαχτάρα για την εύρεση του δίχως όνομα δραματοποιείται στο διήγημα «Ουντρ» της συλλογής Το Βιβλίο της Άμμου του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο  ήρωας μαθαίνοντας πως η ποίηση των Ούρνων (φανταστικός λαός του Μεσαίωνα που παραπέμπει ηχητικά στους Ούνους) περιορίζεται σε μία μόνο λέξη, ξοδεύει ολόκληρη τη ζωή του στην αναζήτησή της. Τελικά, ψελλίζει την λέξη αυτή στο αυτί του ένας ετοιμοθάνατος, χωρίς όμως να γνωστοποιείται στον αναγνώστη. Πρόκειται για το λογοτεχνικό τέχνασμα της λύσης μία θεμελιώδους ανθρώπινης απορίας με αφηγηματικό τρόπο, καθώς το μυστικό χάνεται μαζί με τον θάνατο του προσώπου που υποτίθεται ότι το κατέχει. Έτσι το δίχως όνομα παραμένει δίχως όνομα, αφού ονομάζεται μυστικά.[13]
Σε ένα άλλο μεταφυσικό μυθιστόρημα του μεταμοντερνισμού, τη Γυάλινη Πόλη (City of Glass) του Πωλ Ώστερ, συμβαίνουν τα εξής: η αφήγηση αφορά τον τρόπο σκέψης και δράσης του κεντρικού ήρωα Ντάνιελ Κουίν (Daniel Quinn), ο οποίος παίρνει τη θέση του άγνωστου για αυτόν Πωλ Ώστερ, ενός υποτιθέμενου ντετέκτιβ –όνομα που δεν ανήκει τελικά σε ντετέκτιβ, αλλά σε συγγραφέα, ταυτόσημο με το όνομα του αληθινού συγγραφέα της αφήγησης∙ την ίδια στιγμή, ο αναζητητής ήρωας χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο το όνομα Γουίλιαμ Γουίλσον (William Wilson), για τις αστυνομικές ιστορίες που γράφει. Στον παρόντα χρόνο, φυσικά, ο αναγνώστης διαβάζει μία αστυνομική ιστορία που έχει γραφτεί από τον υπαρκτό συγγραφέα Πωλ Ώστερ.
Στο εν λόγω έργο, η αναζήτηση προσδιορισμού πίσω από τα ονόματα δεν είναι δυνατόν να ανακαλύψει τίποτε ουσιαστικό. Μοιάζει να υποφώσκει ένας πόλεμος ανάμεσα σε όσους συνδέουν τη γλώσσα με την πραγματικότητα και σε όσους τις αποκόπτουν. Έτσι, γίνεται μία σπουδή στη μεταμοντέρνα φιλοσοφία της γλώσσας. Η Αδαμική γλώσσα ή η γλώσσα πριν τη Βαβέλ ως αίτημα του πατέρα Στίλμαν (Stillman), αντιστοιχεί στον πλατωνικό Ρεαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο τα ονόματα έχουν ουσίες, ενώ μετά την πτώση ή μετά τη Βαβέλ την στερούνται. Η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου συνοδεύεται από την ανάγκη για κάθαρση, ένα πουριτανικό όραμα, που προβάλλεται μέσω της θρησκευτικής ιδεοληψίας, στην προκολομβιανή Αμερική και τους Ινδιάνους της.[14] Η αναζήτηση της ουτοπίας (Golden Age), εκφράζεται από τον παραλογισμό της αναζήτησης της γλώσσας του Θεού.[15] Παρόλο που σύμφωνα με τον Μεταμοντερνισμό, ο Μηδενισμός είναι καταδικαστέος, το γεγονός ότι ο πρώτος αναλωνόταν να τον καταδείξει παντού, υποδηλώνει τη συγγένειά του με αυτόν. Κατά την υποτιθέμενη παρανοϊκή θεωρία του Στίλμαν, αιτία της πτώσης από τον παράδεισο είναι τελικά η υποψία και η γνώση του καλού και του κακού.
Όταν η αίσθηση του μυστηρίου δεν στερεύει, η έφεση για ανάγνωση επαναλαμβάνεται. Κάποτε το αφηγηματικό συμβόλαιο με τον αναγνώστη υπονομεύεται, καθιστώντας την αφήγηση ύποπτη, όπως στο μυθιστόρημα του Benoît Peeters, Η Βιβλιοθήκη των Βιλλέρ (La Bibliothéque des Villers, όπου παρουσιάζεται το ανάγραμμα: Villers=Livres).[16] 
Η αστυνομική ιστορία ολοκληρώνεται χωρίς τη συμβατική ανακάλυψη και αποκάλυψη του ενόχου στο τέλος της αφήγησης.[17] Το κείμενο, παρόλο που είναι στην εντέλεια δομημένο, επιτρέπει μία προσωρινή ατέλεια, που καθορίζει τον ερμηνευτικό κώδικα, προκαλώντας ένα horror vacui, σύμβολο της απουσίας τελικού νοήματος. Η βασική σκοπιμότητα αφορά τον αναγνώστη, που πρέπει να συμπληρώσει την ατέλεια στη δομή του έργου. Κατά παράδοξο τρόπο, πρότυπο του Πήτερς, είναι τα έργα της Αγκάθα Κρίστι, στο βαθμό που αφορούν έναν δομικό τρόπο σκέψης.
Ακόμη, το πρώτο άλμπουμ της σειράς Οι Σκοτεινές Πόλεις, «Τα τείχη της Σαμάρις» (Les Cités Obscures, «Les Murailles de Samaris»), του ίδιου συγγραφέα, αφορά μία παγίδευση του ήρωα, στην προσπάθειά του για αυτοσυνείδηση, καθώς έχει τη διαρκή αίσθηση της απουσίας ταυτότητας: ο ήρωας αναζητητής ερευνά την πραγματικότητα, για να ανακαλύψει την έλλειψη του διαφορετικού εντός της απόλυτης ομοιομορφίας και αδιαφορίας του περίγυρου ή την αυστηρότητα μίας εξουσίας, που υποδηλώνεται από τα πανύψηλα τείχη της Σάμαρις (τα οποία τελικά αποδεικνύεται ότι είναι ομοιώματα).[18] Η αρχική πόλη όπου εκτυλίσσεται η πλοκή είναι ταυτόσημη με την ίδια, οικεία και σχεδόν ιδανική, λείπει όμως η αληθινή επίγνωση. Στο τέλος, εμφανίζεται η άλλη πόλη, εφιαλτική, με την αυτογνωσία μεγεθυσμένη, που όμως χάνεται στο παίγνιο των simulacra.
Σε ένα άλλο μεταμοντέρνο λογοτεχνικό έργο, αυτό του Ουμπέρτο Έκο, η Σημειολογία και ο Στρουκτουραλισμός συναντούν το μεσαιωνικό Νομιναλισμό.[19] Εκτός από τη δομή και το σημείο μέσα από τα περισπούδαστα λογοτεχνικά του έργα –ιδίως το δεύτερο μυθιστόρημα του– υποψιάζεται: ότι το μυστικό των μυστικών είναι ότι αυτό δεν υπάρχει, αλλά ότι λίγοι γνωρίζουν αυτήν την αλήθεια, και ότι όσοι τη γνωρίζουν δεν πιστεύουν ότι είναι αλήθεια, γι’ αυτόν τον λόγο το μυστικό παραμένει μυστικό.[20] Στα  πρώτα πέντε μυθιστορήματα του Έκο διαφαίνεται η προσπάθεια να δοθεί μία διέξοδος στον υφέρποντα Μηδενισμό της δεκαετίας του ’60, συνεχίζοντας έως τις έσχατες ακρώρειες τη μεταμοντέρνα διακειμενικότητα. Η βασική υποψία του Νομιναλισμού, ότι πίσω από τις έννοιες και τις καθολικές ιδέες δεν υπάρχει καμία ουσία, συναντά τη στρουκτουραλιστική φιλοσοφία της γλώσσας, σύμφωνα με την οποία πράγματι κρατάμε γυμνά ονόματα, μορφήματα, σχέσεις, αναλογίες, διαφορές, λέξεις και μόνο λέξεις, που εξαντλούνται στο επίπεδο του σημαίνοντος, το οποίο αναιρεί το επίπεδο του σημαινόμενου. Όλα μπορούν να ονομαστούν, αλλά πάντα θα υπάρχει η υποψία του δίχως όνομα, πριν και πέρα από όλα.




[1] Siegfried Kracauer, Le roman policier. Une traité philosophique, Genevieve et Rainer Rochlitz (trad.), Payot, Paris 2001, 35.
[2] Στο ίδιο, 32.
[3] Στο ίδιο, 46.
[4] Στο ίδιο, 100.
[5] Anthony Vilder, Warped Space. Art, Architecture, and Anxiety in Modern Culture, MIT Press, Cambridge, Massachusetts-London 2000, 71-3
[6] Siegfried Kracauer, Le roman policier, ό.π., 146.
[7] Gertrud Koch, Siegfried Kracauer. An Introduction, Jeremy Caines (transl.), Princeton University Press, Princeton-New Jersey 2000, 25.
[8] Jeanne C. Ewest, “A Thousand other Mysteries. Metaphysical Detection, Ontological Quest”, στο Patricia Merivale–Susan Elizabeth Sweeney (eds.), Detecting Texts The Metaphysical Detective Story from Poe to Postmodernism, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 1999, 189.
[9] Στο έργο του Georges Perec, La Disparition, (Gallimard, Paris 1969), εκλείπει ολοκληρωτικά από το κείμενο το γράμμα -ε-, ως μία πειραματική μέθοδος γραφής που προωθούσε η ομάδα OU.LI.PO (Ouvroir de Littérature Potentielle). Η έλλειψη αυτή αντιστοιχεί στην εξαφάνιση που ερευνάται στο μυθιστόρημα, αλλά και στην μεταμοντέρνα έκλειψη του υποκειμένου και του νοήματος. 
[10] Alain Robbe-Grillet, Les Gommes, Les Éditions de Minuit, Paris 1953. Παρόλο που φαινομενικά μοιάζει με ένα συμβατικό αστυνομικό μυθιστόρημα, οι πολλαπλές οπτικές συνδυάζονται με τον πολλαπλασιασμό των πιθανών ενόχων, οδηγώντας στον αποπροσανατολισμό για το ποια είναι η τελική λύση. Πολύ πιθανόν τελικά ένοχος να είναι ο ίδιος ο ντετέκτιβ, εκπρόσωπος του ανθρώπινου είδους, που προσπαθεί  να λύσει το αρχαίο αίνιγμα της Σφίγγας.     
[11]. Βλ. George Simenon, Maigret et le Fantôme, ό.π., 83-107, 108-136 και ιδιαίτερα για την αύξουσα αγωνία, σελ. 137-185.    
[12] Για τις διάφορες παραλλαγές και μεταμορφώσεις του λαβύρινθου, καθώς και τη σημασία του σε διάφορους πολιτισμούς ανά τους αιώνες, βλ. Patrick Conty, The Genesis and Geometry of the Labyrinth. Architecture, Hidden Language, Myths, and Rituals, Inner Traditions, Rochester/Vermont 2002. Πάντως, αν και η μεθοδολογική οπτική που ακολουθείται, αναλύεται, ο συμφυρμός δεδομένων και παραστάσεων που αλληλοκαθρεφτίζονται σε μεγάλο μέρος του έργου, δεν είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ερμηνείας, έστω και εάν ο λαβύρινθος είναι ένα βασικό σχήμα και μοτίβο που ακολουθεί συχνά η φύση και ο ανθρώπινος νους. Γίνεται φανερό πάντως, με την ερμηνεία του παραδοσιακού μύθου του Θησέα και του Μινώταυρου, ότι ο Λαβύρινθος συμβολίζει το ασυνείδητο, το οποίο πρέπει να φωτιστεί, χάρις στον διαυγή και κρυστάλλινο Λόγο. Η υποψία, αν υπάρχει, όσον αφορά την έννοια του λαβυρίνθου, είναι διττή: περί της παγίδας που προμηνύει η ύπαρξή του, αλλά και περί της δυνατότητας εξόδου από αυτόν.
[13] Χ. Λ. Μπόρχες, Άπαντα Πεζά, Αχιλλέας Κυριακίδης (μτφρ – επιμ. – σχολ.), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, 471-5.  
[14] Paul Auster, City of Glass, Penguin, New York 1985, 75.
[15] Στο ίδιο, 79.
[16] Jeanne C. Ewest, “A Thousand other Mysteries”, ό.π., 168-70.
[17] Benoît Peeters, La Bibliothéque des Villers. Tombeau d’ Agatha Christie. Lecture de Jan Baetens, Labor, Bruxelles 2004, 61-3.
[18] François Schuiten–Benoît Peeters, Les Murailles de Samaris. Les cités obscures, Casterman, Tournai 1982, 36-7.
[19] Εκτός από τη διάσημη νομιναλιστική κατακλείδα του έργου Το Όνομα του Ρόδου (nomina nuda tenemus), πάμπολλες είναι οι αναφορές στα φιλοσοφικά ρεύματα του ύστερου Μεσαίωνα. Άλλωστε ακόμη και το όνομα του πρωταγωνιστή μοναχού, Γουλιέλμου του Μπάσκερβιλ, παραπέμπει κατά το ήμισυ –ο τόπος καταγωγής παραπέμπει σε γνωστή νουβέλα του Κόναν Ντόιλ– στον Γουλιέλμο Όκκαμ, τον κύριο εκπρόσωπο του νομιναλισμού.
[20] Ουμπέρτο Έκο, Το Εκκρεμές του Φουκώ, Έφη Καλλιφατίδη (μτφρ.), Γνώση, Αθήνα 1989, 787-797.

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΡΩΤΗΜΑ

Quod est Veritas?, Christ and Pilate, by Nikolai Ge 

Το μέγα ερώτημα το οποίο κρύβεται πίσω από όλα τα άλλα και αυτό στο οποίο όλα τα άλλα ανάγονται, είναι ποιος ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη φθαρτότητα της γήινης ύπαρξής του. Όσον αφορά το θέμα των πόλεων, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι όχι μόνο αυτό περί της κοσμόπολης, αλλά αυτό της έλευσης των εσχάτων, ως πλήρη αποθέωση του ανθρώπου, δημιουργού των πόλεων. Πριν ακόμη ειπωθεί οποιοσδήποτε λόγος αλλά και με την εκφορά του πρώτου λόγου, όπως και του τελευταίου, υπάρχει μόνο ένας λόγος ύπαρξης για όλους και όλα. Το ότι όλα χάνονται μέσα στο παν, αυτό δεν σημαίνει ότι το παν χάνεται. Το καίριο και αποφασιστικής σημασίας αυτό ερώτημα, είναι ένα από τα ερωτήματα που όλοι κάποτε συναντούν με ό,τι και εάν ασχολούνται. Το ερώτημα λοιπόν αυτό έχει ή όχι απάντηση; Το ερώτημα αυτό ζητά την απόλυτη απάντηση. Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο ερώτημα αυτό, αν και θα πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη, δεν θα καταργούσε το ερώτημα. Η πραγματικότητα των πόλεων βρίσκεται μέσα στη φύση και στην ιστορία, και όχι σε ένα ιδεατό κόσμο, ο οποίος, ωστόσο, αποτελεί τον σταθερό προσανατολισμό τους.
Όσο και εάν αναρωτηθούμε περί του τέλους της φύσης και της ιστορίας, όχι μόνο ιουδαιο-χριστιανικά ή αρχαιοελληνικά, ούτε με την προοπτική της έννοιας της προόδου, το τέλος είναι άδηλο, αν και η γνώση του εξαρτάται από εμάς. Το θέμα είναι εάν εξαρτάται και από εμάς η έλευσή του, και ο τρόπος με τον οποίο θα έρθει. Έπειτα από την απομάκρυνση του ανθρώπινου υποκειμένου από το λαμπρό βάθρο του, μπορούμε άραγε να έχουμε πίστη στις ανθρώπινες δυνατότητες που στοχεύουν στο Αγαθό; Όσο και αν θέλουμε να βλέπουμε την κακότητα της ανθρώπινης φύσης, πίσω από την χριστιανική και άλλη θεώρηση του κακού ως παρυπόσταση, χωρίς οντολογική ανεξαρτησία, όλοι αναγνωρίζουν ότι η αληθινή ανθρώπινη δυνατότητα έγκειται στην ελευθερία. Η διαλεκτική του ανθρώπου δεν είναι παρά μία διαλεκτική της περιπλάνησης, που λαμβάνει υπ’ όψιν της κυρίως το γεγονός της ανθρώπινης ελευθερίας. Είτε εντός των αστικών τοπίων, είτε στα διαπλανητικά της όνειρα, η ανθρώπινη υπόσταση αναζητά διαρκώς το πεπρωμένο της, το οποίο δεν είναι η ταύτιση με την ουσία.
Θέλουμε να γνωρίσουμε τα πάντα, να πράξουμε το καλό, να αγαπήσουμε, να ζήσουμε, όταν αυτοί οι κιβωτιόσχημοι γκρίζοι όγκοι μας κρύβουν μέρος από τη θέα του ουρανού. Αλλά ακόμη και η επαφή με τη γη μοιάζει μακρινή, τόσο πίσω στο χρόνο. Εβρισκόμενοι ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, άραγε πως θα τους ενώσουμε; Περπατάμε στους σκονισμένους δρόμους, σέρνουμε τα πόδια μας, και αναρωτιόμαστε συνεχώς, διαλεγόμαστε, διότι όλοι γνωρίζουμε το αληθινό μας τέλος. Η γνώση της ζωής δεν αντιμάχεται αυτή του θανάτου. Όσο και εάν κρύβουμε από τους εαυτούς μας ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ξέρουμε, δεν μπορούμε παρά να ζούμε μέσα σε αυτή. Η αστική περιπλάνηση θα έχει ένα τέλος; Και εάν ναι ποιο θα είναι αυτό; Ποια εξέλιξη θα μας έφερνε εμπρός σε νέα τοπία, πέραν των αστικών; Πέραν της πόλης, τι; Όταν όλα τα ερωτήματα δεν μπορούν παρά να συγκλίνουν στο μέγα ερώτημα, και υποθέτουμε ότι η απάντηση στο μέγα ερώτημα θα είναι μία απάντηση για όλα, γιατί δεν ασχολούνται όλοι με το μέγα ερώτημα, αλλά κατατρύχονται από τα επιμέρους; Εάν οι άνθρωποι θέλουν πραγματικά μία απάντηση γιατί δεν τη βρίσκουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι άραγε μία ακόμη πολυδιάσπαση, και είναι πραγματικά η πολυμορφία μία αναπόφευκτη κατάσταση; Όμως αυτό είναι ακριβώς το μέγα ερώτημα, το ερώτημα που συνέχει όλα τα άλλα: το ερώτημα περί της ενότητας, το ερώτημα στο οποίο ίσως συγκλίνουν όλα τα άλλα, είναι το ερώτημα της ίδιας της σύγκλισης. Άραγε είναι ένα άννοο ερώτημα, ερώτημα που δεν έχει νόημα, αφού δεν μπορεί να απαντηθεί εάν δεν έρθει το πλήρωμα του χρόνου; Είναι το ερώτημα περί του ερωτήματος και αυτό χωρίς νόημα;
Εάν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, εάν δεν υποχωρήσουμε σε μία μορφική παραπλάνηση, εάν ακόμη θέλουμε να αποφύγουμε το θεολογικό στερεότυπο, άραγε εάν δεν ζητάμε μόνο το νόημα, εδώ και τώρα, αλλά την ίδια την εμπειρική αλήθεια, την ίδια τη ζωή, νόηση και ύπαρξη, και πάλι δεν θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ενότητα; Το μεγαλείο αυτού του ερωτήματος είναι ότι αποτελεί ΕΝΑ ερώτημα, και όχι μία πολλαπλότητα ερωτημάτων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διεκδικεί τον απόλυτο καθορισμό όλων των άλλων. Το ερώτημα είναι δηλαδή περί της μοναδικότητας του ερωτήματος. Όταν τίποτε άλλο δεν εμφιλοχωρεί εντός του, όταν καμία διακλάδωση δεν εξέρχεται από αυτό, παρά για να επιστέψει σε αυτό, τότε με μιας αντιλαμβανόμαστε ότι όσο και εάν προχωρήσουμε δεν θα πρέπει παρά να αναρωτιόμαστε πάντα. Η ίδια αυτή αναρώτηση, για την οποία η μόνη πειστική απάντηση είναι πως είναι η μόνη αναρώτηση, δεν θα μας αφήσει ποτέ, εφόσον στερούμαστε άλλης απάντησης, και συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε.
Έτσι το μέγα ερώτημα αποτελεί ταυτόχρονα και τη μεγίστη απάντηση. Η πλάνη και η περιπλάνηση στους ατραπούς της ψυχής και της πόλης οδηγεί στο κατόρθωμα της έκστασης. Η καθημερινή εμπειρία υποδηλώνει το χάσιμο και την πτώση στο άπειρο της πολλαπλότητας των επιμέρους όντων, όταν τίποτα δεν προμηνύει ότι η έκσταση θα έρθει· έρχεται όμως αιφνιδιαστικά, κατ’ εξακολούθηση, θέτοντάς μας εμπρός στο μέγα ερώτημα. Θα αναρωτιέται κανείς, ποιό είναι επιτέλους αυτό το μέγα ερώτημα; Το μέγα ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί στον ερωτηματικό τύπο ως εξής: ποιό είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα; Το ένα και μοναδικό ερώτημα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ερώτημα: ποιο είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα. Εάν η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε μοιάζει ταυτολογία ή επανάληψη, εξίσου ερωτηματική,  υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημα: «ποιο είναι το μοναδικό ερώτημα»· αυτή είναι: το ερώτημα είναι ένα. 

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ



Η κοινωνική πραγματικότητα στις κυριότερες εκφάνσεις της λειτουργεί με βάση τις ποικιλόμορφες σχέσεις της πόλης. Οι σχέσεις και οι δομικοί παράγοντες οργανώνουν και συγκροτούν τις εσωτερικότητες, έτσι ώστε να τις ενσωματώνουν στην ιστορική κίνηση προς τα εμπρός. Οι πόλεις δεν αποτελούνται, ωστόσο, μόνο από ετεροκίνητα και ετεροπροσδιορισμένα άτομα. Ο τρόπος που κανονικοποιούν, που θεσμοθετούν και που δομούν, προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Επίσης, επιτρέπει τη συχνή μετατόπιση προς χώρους, όπου η συνείδηση και ό,τι την περιλαμβάνει μπορεί να προσδιοριστεί ποικιλοτρόπως.Όμως τότε γιατί πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι στρέφονται εναντίον τους; Γιατί προκαλούν όλη αυτήν τη δηλητηριώδη κριτική και το μένος; Η εξήγηση του φαινομένου της κριτικής απέναντι στα φαινόμενα που αποκαλούνται πόλεις έγκειται στο αναντίρρητο γεγονός ότι αποτελούν τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες συγκεντρώσεις ανθρώπινης και υπερ-ανθρώπινης δύναμης που υπήρξε ποτέ. Η δύναμή τους, που ενίοτε πηγάζει από την ουσία τους, στηρίζεται στην ανηλεή νορμοποίηση και αντικειμενοποίηση των μελών τους. Πρόκειται για μία διαδικασία ελέγχου που μπορεί να χαρακτηριστεί με μία σειρά από ονόματα, η οποία, όση απάλυνση και εάν επιδεχθεί, παραμένει ολοφάνερα αυτό που είναι: μία παγίδευση των σκέψεων και των σωμάτων. Εκ πρώτης όψεως δεν διαφαίνεται κανένα νήμα που να μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή, μόνιμη και σταθερή συμμετοχή στην αλήθεια, καθώς αυτή δεν μπορεί να ικανοποιήσει κανέναν, μέσα από την καθημερινή αυταπάτη. Εάν υπήρχαν κάποιοι που, διαμέσου της σκέψης και του λόγου, στόχευαν στο να επιτεθούν, να καταλύσουν, ίσως και να καταστρέψουν, αλλά ταυτόχρονα και να απελευθερώσουν τις γνησιότερες δυνάμεις των υπάρξεων μέσα στο χωροχρόνο των πόλεων, όλοι φάνηκαν να καταφεύγουν σε αδιέξοδες λύσεις, έστω και εντός της ιστορίας. Ο λόγος, που δια του λόγου δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση, εξηγείται από το νοηματικό φορτίο του ρήματος «μπορώ» και του ουσιαστικού «λόγος». Το πρώτο υποδηλώνει την κατεξοχήν αναζήτηση της δύναμης που διαρκώς έρχεται αντιμέτωπη με κάποια άλλη ή άλλες δυνάμεις. Άρα αυτοαναιρείται, εφόσον συνιστά μία ακόμη παγίδευση στο ιδεώδες της βούλησης για ισχύ. Όσο για το δεύτερο, είναι ακριβώς αυτή η αρχαιοελληνική σημασία του που ακυρώνει κάθε δια του λόγου προσπάθεια, εφόσον αφορά μία ακόμη μορφή λελογισμένης τάξης που προκύπτει από τη χρήση και την πρακτική εφαρμογή του.Απέναντι σε αυτή την ανέλπιδη και ματαιόσπουδη προσπάθεια αντιπαρατάξεων στο λόγο δια του λόγου και στην ισχύ δια της ισχύος, ποιο αληθινό φως να λάμψει και ποια προοπτική να διαφανεί; Όταν η μία κατάλυση φέρνει την άλλη και κάθε ανανέωση την επόμενη, το φως της θρησκευτικής αλογίας ή της αισθητικής τέρψης μπορεί εκ των έσω ή να εκβαρβαρώσει ή να εκλεπτύνει, ή ακόμη και να λυτρώσει; Η επαναστατικότητα μέσα σε δομημένο πλαίσιο είναι λοιπόν καταδικασμένη να αποτύχει; Εάν απομακρυνθεί κανείς από την επανάληψη σε τι να ελπίσει; Εάν λοιπόν ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος αντιμετωπίζει μέσα από μία κριτικότητα τα δομημένα σύνολα, εάν προσπαθεί να αντεπεξέλθει μέσω διαβαθμίσεων ή ιεραρχιών στην πραγματικότητα των πόλεων, εάν ακόμη μοχθεί να καταστήσει δυνατό το αδύνατο, τότε βρίσκεται δυστυχώς πάλι στο σημείο από όπου ξεκίνησε. Εφόσον ο πλήρης έλεγχος του νου και της πόλης είναι αδύνατος και βέβαια απευκταίος, στο ίδιο αποτέλεσμα εκ του αντιστρόφου οδηγεί και η απόλυτη αναρχία και το ανεξέλεγκτο χάος· ανάμεσά τους η μετριοπάθεια μπορεί να οδηγήσει στη ρουτίνα και την καθημερινή έλλειψη πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας. Συγκράτηση και απελευθέρωση, δομή και δημιουργία, λόγος και παράλογο, αλλά και η ανάμιξή τους, οδηγούν σε μία καθημερινή έμμονη συνέχεια. Έξω από κάθε μεταφυσική της πόλης, που μέσα στην πόλη φαίνεται να αναζητάται, έξω από αυτή την κίνηση προς την υπέρτατη Αγαθότητα που την αγαθύνει και μπορεί να την εκλαμπρύνει ίσως κάποτε, η πόλη στέκεται φρούριο για να φυλακίσει, αλλά και για να προστατεύσει τις προσδοκίες και τις δράσεις μας. Μέσα στον ορυμαγδό των πολύβουων λεωφόρων ή στην φαινομενική ησυχία των στενοσόκακων, ο διαβάτης συμμετέχει εκούσια ή ακούσια στην πολύπλοκη μετατροπή της φύσης από τον άνθρωπο. Οι πόλεις ορθώνονται περήφανα και θρασέως ως η πιο ολοφάνερη πραγματοποίηση της επιβολής του ανθρώπου πάνω στην φύση. Στρεφόμενος ο άνθρωπος ενάντια στη φύση, μέσα από την προσπάθεια εκμετάλλευσης της, ήρθε σε ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό του. Οι μεγάλες μητροπόλεις τον διατηρούν και ταυτόχρονα τον αναλώνουν, προωθώντας την πρακτική που κάποτε προερχόταν από τους νόμους της φύσης, τους οποίους έχουν τώρα προσαρμόσει και αναδιαμορφώσει.Οι πόλεις ανοίγονται στο πεπρωμένο του ανθρώπου: ο τεχνητός ιστός τους στοιχειώνει τα όνειρα, τις αποφάσεις, τις κρίσεις, τις επιθυμίες μας. Είναι οι υποδοχείς και ταυτόχρονα οι κενοί χώροι μας. Μας περικυκλώνουν και μας φροντίζουν. Περιορίζουν τις επιδιώξεις, αλλά και μας γεννούν, μας μεγαλώνουν και μας μορφώνουν. Ο μητροπολιτικός κόσμος τους, άτεγκτος και απρόβλεπτος συνάμα, κάποτε μας τρομάζει και κάποτε μας εκπλήσσει. Τι μένει στις ψυχές από αυτήν την πολυπρόσωπη πραγματικότητα με τις συνεχείς διαπλοκές και τους ελιγμούς; Η ουσία και η σχέση εντός του θαυμαστού τους παιγνίου μεταμορφώνονται πολυεπίπεδα. Λαμβάνουν νέες νοηματοδοτήσεις, καθώς το γνωστό και καθιερωμένο συχνά ανατρέπονται.   Η κριτική στάση προς την πόλη, όταν δεν στρέφεται εναντίον της με στόχο να την αναιρέσει δια παντός, αποτελεί μία ανατρεπτική και βελτιωτική προσπάθεια. Μία κριτική θεωρία της πόλης θα διάνοιγε προοπτικές ουσιαστικής συμμετοχής στις μορφές με τις οποίες εκφράζεται το ιστορικό πνεύμα. Παλεύουμε με το χώρο, με το χρόνο, με κάθε υλική και φανταστική ή νοητή αντίσταση. Ο τόπος και ο χρόνος όπου διοχετεύονται οι βαθύτερες τάσεις, ορμές, κλίσεις, ανάγκες και χαώδεις ή αδιαμόρφωτες φαντασίες του εγκεφάλου είναι αυτή η πολύμορφη κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργεί και επιτρέπει την δια του λόγου και εν κινήσει εκδήλωσή τους. Η ψυχολογική σημασία τους αφορά στο επίπεδο της άμεσης νομιμοποίησης τους και σχηματισμού τους, αλλά το πνευματικό τους νόημα μπορεί να το υπερβεί. Η λογική της δημιουργίας δεν επιβεβαιώνεται από αυτήν την ίδια, καθώς το αίτιο της έχει δύο ριζώματα: το γενικό και το ατομικό. Κάθε διέξοδος της επιθυμίας λοιπόν βρίσκεται κάποτε ανάμεσα σε αντικρουόμενες τάσεις, όταν δεν μπορεί να τις συμβιβάσει γόνιμα και συμφιλιωτικά. Η επιθυμία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, έτσι ώστε της διαφεύγει η αφοσίωση σε μία αρχή που να υπερέχει έναντι όλων των άλλων. Από την άλλη, το κυνήγι της δύναμης τη διαπερνά από άκρη σε άκρη. Το θέμα της δύναμης ή των δυνάμεων εντός των πόλεων δεν είναι παρά ένας ακόμη τρόπος να μιλάμε για πράγματα και ανθρώπους, που ακολουθούν τη φορά τους. Οι πρωτοφανείς και κάποτε αιφνίδιες εκπλήξεις οδηγούν συχνά στο συμπέρασμα ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η πραγματική δύναμη του επιθυμητικού τόπου, που στην ουσία είναι ένας μη-τόπος, μία άφατη πριν την φανέρωσή της, άχωρη, μη-ακόμη πραγματικότητα, που τείνει να εκδηλωθεί. Ωστόσο, ο τόπος της πόλης δεν είναι αυτός όπου η φανέρωση της επιθυμίας θα λάβει χώρα: είναι αντίθετα ο τόπος όπου η ρήξη απέναντι σε αυτήν μέσω της διαρκούς έλλειψης που τη συνοδεύει, φέρνει στο προσκήνιο την αναίρεσή της. Η επιθυμία δεν στοχεύει στην ταύτιση, ούτε την πληρότητα· είναι το ίδιο το ασυνείδητο και το ά-τοπο που μας καθιστούν επιλήσμονα όντα.Η βίωση των αληθινών αντιφάσεων, εντός των οποίων βυθιζόμαστε ανεπίγνωστα καθημερινά, είναι αυτή η διάνοιξη που ακυρώνει κάθε ουσιαστική επιθυμία. Η μόνη γνήσια επιθυμία εντός της πόλης δεν είναι παρά η αφθαρτοποίηση, όχι αυτού του συνονθυλεύματος πρόχειρων αναμνήσεων και στιγμών, ούτε των πρόσκαιρων επαφών που απλώς την αιχμαλωτίζουν σε ένα παίγνιο εν ου παικτοίς, αλλά της στάσης εντός του αληθινού προορισμού της. Ο προορισμός αυτός δεν συμπληρώνει απλώς την προσωρινή έλλειψη γνησιότητας. Είναι μοναδικός, επιτρέποντας την ένωση με το "πάντη απλούν". Είναι δυνατόν άραγε για την επιθυμία να προσεγγίσει κάτι απρόσιτο και ουσιαστικά άγνωστο; Και πώς να το ανακαλύψει εντός του ανελέητου βομβαρδισμού εντυπώσεων και παραστάσεων; Κλείνοντας τα μάτια, σφραγίζοντας το σύνολο των αισθήσεων, στρεφόμενοι ολοκληρωτικά σε μία παρουσία εντός του εαυτού, για πόσο μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι, όταν όλα στριφογυρίζουν με απίστευτη ταχύτητα παντού γύρω μας;

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η κίνηση τη νύχτα στην πόλη μες τα φώτα μαγεύει και παραπλανεί τον ανύποπτο διαβάτη. Η γοητευτική ατμόσφαιρά της κρύβει παγίδες και σειρήνες που προκαλούν. Ο ρυθμός της μερικές φορές σε προκαλεί να χορέψεις, κατά την περιπλάνηση. Αν ακολουθήσεις μία οφιοειδή πορεία στα πεζοδρόμια, η κίνηση θα μοιάζει με αυτή ενός χορευτή. Έτσι αναρωτιέσαι ποιος ο χορογράφος ή ποιος ο σκηνοθέτης στη βραδινή αυτή περιπλάνηση μέσα στα φώτα της πόλης. Άλλα σώματα κινούνται μηχανικά, άλλα ήρεμα και άλλα πιο ζωηρά. Σώματα νέα ή γηραιά, ακολουθούν τους ρυθμούς κάποιου άφατου σχεδίου. Υπάρχει σχέδιο που κινεί τα νήματα των ζωών όλων των ανθρώπων ή το θέατρο που λαμβάνει χώρα καθημερινά μέσα στις πόλεις και τον κόσμο είναι ένα θέατρο του παραλόγου; Όλα όμως είναι θέμα οπτικής. Έτσι, εάν αποφασίσει κανείς να δει πίσω από τις πράξεις των ανθρώπων κάποια κίνητρα, τα οποία ίσως να μπορούν να αναχθούν σε γενικότερες αιτίες, τότε δεν απέχει πολύ απ’ το να φτάσει μέχρι την πρώτη αιτία, στην αρχέγονη στιγμή, την πρώτη και τη μεγαλύτερη, της δημιουργίας. Εάν από την άλλη δεχτεί την ανθρώπινη ελευθερία και το αυτεξούσιο, θα πρέπει να δει ίσως πάλι έως που σταματά αυτό και που αρχίζει η αναγκαιότητα του κοσμικού παιγνίου. Ελευθερία και αναγκαιότητα, θεμελιωμένη ή όχι σε κάποια εξωκοσμική αιτία, συνιστούν τους γνώμονες για την κρίση των κινήτρων, των αιτιών και των αποφάσεων. Η ελευθερία μπορεί κάλλιστα να εκπηγάζει από τη λογική απόφαση, όσο και να βρίσκεται στη βάση μίας φυσικής ασυναίσθητης κίνησης. Η δια του λόγου ελευθερία καθορίζει εκ των προτέρων τα κίνητρα, εκλογικεύοντας και οδηγώντας στη δράση, όταν δεν εμπιστευόμαστε τον παρορμητισμό. Προφανώς δίνουμε το όνομα ελευθερία σε δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες καταστάσεις. Το υποκείμενο όμως, μέσα από τη διαμόρφωση του, είναι που θα πραγματώσει και θα επιλέξει τη μορφή ελευθερίας που είναι πιο πρόσφορη για το ίδιο. Πάλι, το κατά λόγον ζειν, αν οδηγείται από σοφό λογισμό δεν έρχεται σε αντίθεση με το κατά φυσιν ζην. Έτσι υπάρχει η σοφία της φύσης και η σοφία του λόγου και του πολιτισμού. Η σύμπλευσή τους και η μη αντιπαραθεσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό υγιούς έκφρασης των συναισθημάτων και της δρώσας συνείδησης. Όπως υπάρχει η ελευθερία μέσα από δύο αντιφατικές μορφές, έτσι και η αναγκαιότητα υπάρχει ως λόγος και λογική, αλλά και ως αναγκαιότητα της φύσης. Η λογική καθορίζει και προσδιορίζει τα όρια. Από την άλλη η φυσική αναγκαιότητα προκαθορίζει το γένος του ανθρώπου, όντας μία a priori συνθήκη για την ύπαρξή του. Το να αναρωτηθούμε εάν προηγείται η αναγκαιοτητα ή η ελευθερία είναι αρκετά ματαιόσπουδο, εφόσον αποτελεί απλώς θέμα οπτικής και έγκειται στην ιδιοσυγκρασία του καθενός να επιλέξει το ένα ή το άλλο. Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω έχουμε:
                                            
                           Λογική          Ελευθερία                  Λογική      Αναγκαιότητα
                                                       =                                                                      =   
                    Φύση         Αναγκαιότητα       Φύση         Ελευθερία

 Η λογική της πόλης συχνά εκβάλλει στο παράλογο. Η λογική υπερβαίνεται, εγκαταλείπεται, ποδηγετείται, συγκρούεται ενίοτε με τις άλογες δυνάμεις, συναντιέται με το απρόβλεπτο, το μη-ορατό, το μη-ον, εγκαθιδρύει δομές και συστήματα, που με τη σειρά τους οδηγούν στο παράλογο. Οι πόλεις στήνουν τους ιστούς τους σαν τα αραχνοειδή. Μέσα στο λαβύρινθο των δρόμων περπατούν τα πλήθη, συνωστίζονται, στοιβάζονται, χάνονται ή ακολουθούν προδιαγεγραμμένες πορείες.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Η υποψία της μεταφυσικής και του ονειρικού


Ο flâneur είναι ο κατεξοχήν δημιουργός νοήματος ανάμεσα στους άλλους περιπατητές. Είναι ο περιπατητής που διασκεδάζει να πλανάται στους δρόμους των πόλεων, που έχει ως σκοπό το άσκοπο της περιπλάνησης, αποκρυπτογραφώντας τα σημεία που υπάρχουν υπερβολικά πολλά παντού γύρω του. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο έργο του Arcades Project γράφει ότι οι πόλεις είναι σαν ο άνθρωπος να πραγματοποίησε το πανάρχαιο όνειρό του, τον λαβύρινθο. Οι όψεις της περιπλάνησης στις πόλεις, κρύβουν πολλά μυστικά, τα οποία προσπαθεί να ξεκλειδώσει, αποδυόμενος στην καταγραφή και αποδελτίωση χιλιάδων παραπομπών από συγγραφείς πριν από αυτόν. Το μυστικό, ωστόσο, του Μπένγιαμιν δεν έγκειται στην πληθώρα των παραπομπών αλλά στο κριτήριο της επιλογής τους: αναφέρονταν όλοι στη μεταφυσική διάσταση της πόλης.
Ο περιπλανητής, ο αναζητητής και ο ονειρευτής, όταν βιώνει το χάσιμο στο πλήθος, περιηγούμενος στις σκονισμένες ατραπούς της πόλης, ανάμεσα από τα κτίρια και τους πεζούς, βιώνει την υποψία του μεταφυσικού για πολλά πράγματα που συναντά γύρω του. Η διαρκής αναζήτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να προϋποθέτει την υποψία, την έλλειψη του γνωστού, που διακόπτει τον ρεμβασμό, δημιουργώντας την παράξενη αίσθηση του ανοίκειου, που απομακρύνεται μόνο όταν η υποψία εξαλειφθεί. Κατά την άποψη του Μπένγιαμιν, ο ιστορικός χρόνος των πόλεων είναι ένα ξύπνημα μέσα στο όνειρο, προωθώντας έτσι - όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος - μία Κοπερνίκειο Επανάσταση της μνήμης. Η ανάμνηση του παρελθόντος ως συνειδητό ονείρεμα, που προϋποθέτει την έλλειψη σταθερού εδάφους στο παρόν για την θέα και εξέταση του παρελθόντος, υποδηλώνει μία προσπάθεια αναπλήρωσης και κάλυψης της αμφισβήτησης. Το ονειρικό, και όχι το μεταφυσικό, δεν είναι ένας ορίζοντας, αλλά μία αυταπάτη.  
Η αντιφατική κατάσταση του ξυπνήματος μέσα σε όνειρο, θα μπορούσε να μην είναι αυταπάτη ή αντίφαση, στο βαθμό που το παρελθόν συνεχίζει στο παρόν. Εάν η μνήμη του παρελθόντος είναι ένα όνειρο, τότε ονειρευόμαστε και το παρόν. Δεν υπεισέρχεται φαινομενικά εδώ καμία υποψία, αλλά εάν υπεισερχόταν κάποια, αυτή δεν θα ήταν μήπως ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο, συνεπώς το παρελθόν δεν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει ούτε το παρόν, και άρα το όνειρο της μνήμης είναι μία μνήμη μέσα σε ένα όνειρο; Όχι, διότι όταν κανείς ονειρεύεται, η υποψία του ονείρου δεν είναι παρά μία ονειρική υποψία περί του ονείρου, μέσα στο όνειρο, και όχι έξω από αυτό, καθώς δεν υπάρχει πλέον εξωτερικότητα. Η συλλογική μνήμη εμπεριέχει το όνειρό της· μόνο τότε μοιάζει να ξυπνάει συνειδητά, όταν ονειρεύεται αναθυμόμενη. Εάν η αλήθεια του παρόντος των πόλεων δεν είναι παρά μία αναθύμηση μέσα σε μία αναθύμηση, ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, τότε και η υποψία είναι μία ονειρική υποψία, ανύπαρκτη όσο το παρελθόν και το όνειρο, στο βαθμό που η υποψία ότι το όνειρο είναι ένα όνειρο δεν επιβεβαιώνεται.  

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ



Μία από τις χειρότερες φάσεις που πέρασε η διαβίωση των ανθρώπων στην πόλη υπήρξε η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην «παλαιοτεχνική» πόλη, όπως την ονομάζει ο Λιούις Μάμφορντ, στο έργο του The City in History, η ζωή ήταν ανθυγιεινή, υποβαθμισμένη, απάνθρωπη. Στις πόλεις του άνθρακα το κυρίαρχο χρώμα ήταν το μαύρο. Μαύρα σύννεφα καπνού έφευγαν από τις καμινάδες των εργοστασίων και τους σιδηροδρόμους και εξαπλώνονταν στην ατμόσφαιρα. Η εφεύρεση του τεχνητού φωτισμού από γκάζι βοηθούσε σε αυτή την εξάπλωση, χωρίς τη βοήθεια του οποίου η εργασία θα σταματούσε λόγω του καπνού και της ομίχλης. Ο δηλητηριώδης καπνός τώρα σκέπαζε τα πάντα. Tα ποτάμια δηλητηριάζονταν, ενώ η καπνιά από τον άνθρακα κολλούσε παντού. Τα επιβλαβή χημικά από τα εργοστάσια έκαιγαν τα μάτια, έμπαιναν στο λαιμό και στους πνεύμονες. Οι οσμές αλλοιώθηκαν και οι άνθρωποι μυρίζοντας συνέχεια τον άνθρακα έγιναν αναίσθητοι σε πιο ευχάριστες οσμές. Έχασαν ακόμη και την γεύση τους, αφού έτρωγαν μόνο κονσερβοποιημένα και μπαγιάτικα τρόφιμα. Ακόμη και η όρασή τους αδυνάτισε. Σκοτεινό, άχρωμο, πικρό, δύσοσμο αυτό ήταν το περιβάλλον στις πόλεις. Απαιτούσε επιπλέον πλύσιμο και υγιεινή. Η μόλυνση και το νέφος οδήγησαν σε υπέρογκη αύξηση των δαπανών για την υγιεινή. Ο θόρυβος επίσης ήταν συχνά ανυπόφορος. Οι μηχανικές τέχνες ρύπαιναν τις πόλεις ασταμάτητα με υπερβολικούς θορύβους. Τα σφυριά έπεφταν συνεχώς πάνω στο αμόνι, τα νερά διαρκώς έπεφταν από ψηλά, το ατσάλι βρυχώταν και κατά διαστήματα, δυνατά και υπόκωφα, ακούγονταν η βροντή από τα κτίρια όπου δοκιμάζονταν τα όπλα. Οι άνθρωποι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα δονούμενη από βοή.
Ποτέ πριν στην καταγεγραμμένη ιστορία τόσο μεγάλες μάζες ανθρώπων δεν έζησαν σε τέτοιο φρικτά περιορισμένο περιβάλλον, άσχημο στην μορφή, χωρίς κανένα ουσιαστικό θεμέλιο που θα νοηματοδοτούσε τη ζωή τους. Το κάρβουνο που στα μέσα του 19ου αι. πνίγει ήδη τις πόλεις της Αγγλίας, στην συνέχεια επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη. Ως σύμβολο της βιομηχανικής πόλης θα μπορούσε να θεωρηθεί η υψικάμινος: μία αχόρταγη χοάνη που καταπίνει την ύλη, την απορροφά για να την μετατρέψει, να την μεταλλάξει. Ταυτόχρονα απορροφά και μεταλλάσσει την ίδια τη δομή του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Τα εργοστάσια δεν κατασκευάζουν μόνο αντικείμενα. Παράγουν την ίδια την δομή που παγιδεύει τα ανθρώπινα υποκείμενα, αλλοιώνοντας τον τρόπο που σκέφτονται, αυξάνοντας την επιθυμητική διάθεση απέναντι σε ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει (ακόμα).
Μία από τις πολλές απαντήσεις στην άθλια κατάσταση της «παλαιοτεχνικής» πόλης υπήρξε η ανάγκη για μεγαλύτερη υγιεινή. Η λατρεία της υγείας, η οργάνωση των αποχετεύσεων, οι νέες υδραυλικές εγκαταστάσεις, η πρόοδος της ιατρικής, βελτίωσαν σταδιακά τη γενικότερη εικόνα. Η θετικιστική επανάσταση στις επιστήμες προήλθε ως αντίδραση σε αυτήν την εξαθλίωση των ανθρώπων της πόλης. Η αστική τάξη και καθαριότητα επέφερε μία καλυτέρευση στις συνθήκες διαβίωσης τους.
Με την έλευση της βιομηχανοποίησης εμφανίστηκαν, επίσης, εκτός από τον Θετικισμό και ο Δαρβινισμός. Όμως είναι και η εποχή της μαρξιστικής αλλοτρίωσης του εξαθλιωμένου εργάτη και από την άλλη, όμοια και αντίστροφη πλευρά του, ο παράλογος νιτσεϊκός αριστοκρατικός τύπος του υπεράνθρωπου. Πρόκειται για πολλαπλές όψεις του ίδιου κατά βάθος τρόπου σκέψης. Ο άνθρωπος της Βιομηχανικής Εποχής βιώνει εξίσου την αντικειμενοποιημένη οργάνωση της ζωής και της εργασίας, μία οργάνωση που τέμνει και επεξεργάζεται τη φύση. Παράλληλα όλη αυτή η καταπιεσμένη εργατική τάξη ζητά μία διέξοδο στην ιστορία· ζητά να έρθει στο προσκήνιο. Η τεράστια ανθρώπινη μάζα που μεταφέρθηκε στις πόλεις της Βιομηχανικής Εποχής αναζητώντας τη μοίρα της, αναζητούσε τώρα ένα ξεκαθάρισμα, μία αναδόμηση, μία βελτίωση των συνθηκών της ζωής της. Το ίδιο πάθος για την κίνηση προς το φως και την ιστορική καταξίωση διακατέχει και τον υπεράνθρωπο. Η Εποχή της Νεωτερικότητας, που άρχισε να αυτο-συνειδητοποιείται ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, φέρνει το υποκείμενο σε μία νέα κατάσταση στην ζωή στις πόλεις, όπου όλοι ζητούν να παίξουν σε μία όσο το δυνατόν περισσότερο προβαλλόμενη και πανταχόθεν φωτισμένη θεατρική παράσταση: τα μεμονωμένα άτομα, οι τάξεις, οι ιστορικές ομάδες, τα έθνη, οι αυτοκρατορίες.