«Αλλά διατί έλεγε “θα ημπορούσα να γίνω τούτο ή εκείνο”; Ήτο ήδη όλα αυτά».
Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, Άγρα, Αθήνα 1988, 198
*******
Το θέμα είναι πως ως πρόσωπο ο άνθρωπος των πόλεων να έβρει τη δύναμη, αντιπαλεύοντας το ποτάμι των καιρών, στο οποίο δεν μπορεί να εισέλθει δις, και μάλλον εξαιτίας τούτου, να βιώσει την αληθέστερη περιπέτεια όλων, δηλαδή την προσωπική έκσταση, που θα τον συνδέσει με την αρχέγονη πρωταρχικότητα. Όμως η παντοτινή έκσταση υπάρχει μόνο ως υπόσχεση. Δεν θα υποπέσω στο αμάρτημα να χρησιμοποιήσω τη θεολογική έκφραση: πρόγευση. Διότι η εμπειρία της έκστασης, όσο γόνιμη και εάν είναι, όσο ελπιδοφόρα, θα καταλήγει πάντα στην ύλη ως στέρηση της τελειότητας. Και το ερώτημα που θα πλανάται ίσως αιωνίως αναπάντητο χωρίς απόλυτη γνώση και πίστη, είναι: μπορεί η ύλη να πάψει να υπολείπεται; Είναι ο μύθος λόγος και ο λόγος μύθος; Και εάν όλα προορίζονται να φωτιστούν τελείως, ποιο είναι το κρίμα μας, για ποιο λόγο οφείλουμε να γίνουμε τόσο διαφανείς, τόσο αόρατοι; Και ο κόσμος του ονείρου μήπως δεν είναι εξίσου αχνώδης, διαπερατός, ασώματος; Γιατί πρέπει με πρόφαση την εξερεύνησή του, να ξεκοκαλιστεί, ώστε να φανεί το λογικό σκελεθρό του; Πόλεις, γεννήματα του λόγου και της αλογίας, της οργάνωσης και τους χάους, της επανάληψης και της έκπληξης, της ηρεμίας και της δραστηριότητας, της ύλης και της ιδέας, της φυλάκισης και της απελευθέρωσης, του νου και της ψυχής, της ομορφιάς και του αίσχους, της χαράς και της απελπισίας, της ζωής και του τέλους, του υψηλού και του πεζού, κοιτάζετε τους διαβάτες που σας κοιτάζουν, τους λησμονάτε, τους ονειρεύεστε, όπως κι εκείνοι. Κρύβεστε, χάνεστε, για να ξαναέρθετε με νέο ένδυμα, κομψές ή άχαρες, γήινες ή ουράνιες. Όντας ολόκληρες πουθενά και παντού, δεν είστε παρά όψεις του συνόλου. Υπερβολικές ή ασήμαντες, συνήθως άδικες, αφύσικες· πανηγυρικές ή αδιάφορες, λάγνες, σκοτεινές, μουντές, κυνικές, ημι-φωτισμένες, μυστικές. Φως πανταχόθεν, κι άλλο φως. Παντού και πάντα φως∙ πέφτει στα σώματα, στις ψυχές, στο νου. Το μέσα έρχεται προς τα έξω, διαρκώς, ως άληστη υπόμνηση. Άφαντη η σκιερότητα, καμία παλινωδία στο αφανές, θα ζήσουμε άραγε κάποτε σε ένα αποκλειστικά φωτονικό σύμπαν; Κι όταν τρίβουμε τους οφθαλμούς και κλείνουμε τα βλέφαρα, κι εκεί ακόμη θα πρέπει πάλι να βλέπουμε ένα φως, έστω κι αν είναι το εσώτατον;