Στο βιβλίο του αείμνηστου εφοπλιστή, ποιητή και δοκιμιογράφου Τάκη Αντωνίου (Αγρίνιο, 1932 – Αθήνα, 2006) αναπτύσσεται μέσα από ένα ποιητικό και λυρικό ύφος η φιλοσοφία των Εννεάδων του Πλωτίνου. Το δοκίμιο αυτό υπήρξε ταυτόχρονα και η διατριβή του συγγραφέα που υποβλήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1984. Αλλά γνωστά έργα του, κυρίως ποιητικά, έχουν τύχει μετάφρασης σε άλλες γλώσσες, όπως στα γερμανικά (Genesis und Tod-Genesis and Death, Athens 1980, First Trilogy A - B, Epopteia, Athens 1980, Der Aufstand der Toten, Publica Verlag, Berlin 1984, Zeitenwechsel, Publica, Berlin 1984, Epigramme, Publica Verlag, Berlin 1985, Doctor Ungehobelt, Dahlemer Verlagsantalt, Berlin 1995, Η Αποκάλυψη, Δωδώνη, Αθήνα 1998 και μτφρ. Die Apokalypse, Dahlemer Verlaganstalt, Michael Fischer, Berlin 2000 κ.α.). Η επιλογή της ποιητικό-λυρικής και ενθουσιώδους επεξεργασίας του έργου του Πλωτίνου, δεν συνάδει απαραίτητα με αυτό, αφού η ορθολογική δομή του, του προσδίδει έναν μάλλον απολλώνιο χαρακτήρα, αν και στο τελευταίο στάδιο της μυστικής θέας του Όντος και λόγω της συχνής χρήσης μεταφορών και εικόνων, μπορεί να θεωρηθεί ότι διαπνέεται από μία ιδιαίτερα εμπνευσμένη ζέση. Δεν είναι όμως η μορφή τόσο, της σκέψης του Πλωτίνου, όσο ο εξυψωμένος και εξυψωτικός νοηματικός ειρμός που προσδίδουν και ανακινούν τη συνεχή προσήλωση και στροφή προς το νοητό κόσμο. Μέσα από μία ιδιοσυγκρασιακά οιστρηλατημένη σκέψη και ύφος, ο συγγραφέας επιχειρεί μία επιλεγμένη παρουσίαση και επεξεργασία οντολογικών θεμάτων. Εκτός από τη γνώση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, η αντιπαραβολή προς τη νεώτερη, κυρίως γερμανική και υπαρξιστική φιλοσοφία, βοηθά στην ανανέωση και ερμηνευτική προέκταση του θέματος.
Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν ως εξής: Ι. Η ποιοτική εκτίμηση του κόσμου. ΙΙ. Ο άνθρωπος εν τω μέσω του κοσμικού δράματος. ΙΙΙ. Ο άνθρωπος στην έξοδο του εκ του κοσμικού δράματος. ΙV. Η αυθεντική φιλία του όντος. V. Οι αναβαθμοί της Unio Mystica. VI. Ακροτελεύτιον στην Unio Mystica. VII. Bιβλιογραφία. Καθένα από αυτά έχει μία σειρά από υποκεφάλαια με σημειώσεις. Στο πρώτο κεφάλαιο, αλλά και σε ολόκληρη τη μελέτη, αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην κίνηση απορροής των Πλωτινικών υποστάσεων (Εν-Νους-Ψυχή-Υλη), αλλά και στην αναγωγική κίνηση της ατομικής ψυχής προς την Unio Mystica. Η κυκλική αυτή κίνηση μπορεί να οριστεί από τρεις όρους: α. πρόοδος (με την έννοια της απορροής των υποστάσεων από το Εν) β. επιστροφή, γ. αναγωγή. Δεν χρησιμοποιείται η έννοια της «μονής», που είναι πιο δόκιμος όρος, αν και βέβαια απαντάται κυρίως στον Πρόκλο και όχι στον Πλωτίνο. Όσο για την έννοια της επιστροφής θα λέγαμε ότι εύκολα θα μπορούσε να γίνει σύγχυση με τον όρο αναγωγή, ενώ βέβαια σχετίζεται και με την έννοια της αποκατάστασης, όπως νοείται από κάποιους χριστιανούς Πατέρες. Ιδιαίτερα πετυχημένη είναι στο υποκεφάλαιο 3, του Ι κεφαλαίου («Το λογικό ικρίωμα και η έκσταση»), η σύνδεση λογικού-αλόγου στο έργο του Πλωτίνου με την αντίστοιχη θέση του Κarl Jaspers, περί της συμπληρωματικότητάς τους. Στο ΙΙ κεφάλαιο, όπου περιγράφεται η πτώση και η χοϊκή περιπλάνηση του ανθρώπου εντός των πολλών, πριν την άνοδο στο Εν, αναφέρεται η γνωστή αρχή του νεοπλατωνισμού ότι το παραγόμενο είναι κατώτερο του παράγοντος. Η αρχή, της οποίας η πραγματική πίστη σε αυτή των νεοπλατωνικών έχει αμφισβητηθεί, χρησιμοποιείται για να εξηγηθεί η κατάσταση της έλλειψης στην οποία βρίσκεται ο ερριμένος εν τω κόσμω άνθρωπος· όμως η ίδια η ελευθερία και η «τόλμα», αν και έγιναν αιτίες της πτώσης, εάν συνδυαστούν με το Λόγο και το αιώνιο θεϊκό στοιχείο, ενύπαρκτα στην ανθρώπινη ψυχή, μπορούν να καταστούν αιτίες της λυτρωτικής ένωσης.
Θεωρώντας τη μελέτη συνολικά, αλλά και με βάση επιμέρους σημεία της, διαφαίνεται μία σύγχυση του Ενός και Αγαθού σε σχέση προς το επίπεδο του Νου, όπου ο Πλωτίνος εντάσσει στην πραγματικότητα το Ον. Η σύγχυση καθιστά τον προσανατολισμό του βιβλίου προβληματικό. Προέκυψε λόγω της χρήσης υπαρξιστικών όρων, προβαλλόμενων στο παρελθόν. Η πρωτοκαθεδρία που ο συγγραφέας αποδίδει στην οντολογία, έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά από ενοράσεις που υποδεικνύουν άλλοτε μία ρηξικέλευθη οπτική και άλλοτε την αίσθηση μίας ιδιάζουσας προσέγγισης. Η οντολογική περιπέτεια βέβαια αναλύεται με στιλπνή γλώσσα και πλήθος παραθεμάτων εκ της πηγής. Η περίοδος της έκπτωσης στη φυσική ζωή, θεωρείται ως δοκιμασία που σταδιακά σφραγίζεται από τη γνωστική τριβή.
Στο κεφάλαιο ΙΙΙ παρουσιάζεται ο τελικός στόχος του «κοσμικού δράματος», η έξοδος, ως νοσταλγική επαναφορά στο Εν («Και ψυχαί πάσαι εις εν αν βούλοιντο ιέναι κατά την αυτών ουσίαν»). Ο επαναπατρισμός αυτός της ψυχής σημαίνει την έξοδό της από τα χώρο-χρονικά πλαίσια με την ταυτόχρονη είσοδό της σε μία κατάσταση απόλυτης έλλειψης ετερότητας, και άρα την απόλυτη ταυτότητα. Όπως είναι παρεπόμενο, η αληθινή εμβίωση στον εσωτερικό εαυτό σηματοδοτεί την έναρξη μίας αυτογνωστικής προσπάθειας. Ο συγγραφέας την ερμηνεύει με τη σημασία της μετοχής στα όργια της επιστήμης, όπως έλεγε ο Δημόκριτος, όταν ο μύθος ενώνεται με τη λογική. Η ζώσα σχέση του ανθρώπου με το Εν ή το Αγαθό συγκρίνεται με το πέρασμα από το ατομικό στο υπερατομικό του Johann Gottlieb Fichte, ζωή εντός μίας αποκατεστημένης οντολογικής ενοποίησης. Είναι ο Σωκράτης, ο μέγας ειρωνευτής κατά Sören Kierkegaard, που περνάει - κατά την επιφανειακή όμως εδώ ερμηνεία του Αντωνίου, - το μήνυμα της επιστημονικής μετριοφροσύνης, βιώνοντας με αυθεντικότητα τη σχέση προς το Ον. Ο Σωκράτης παρέμεινε υπόδειγμα έως το θάνατό του, όπως έλεγε ο Friendrich Nietzsche, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Yakov Karlovich Grot: «ο θάνατός του είναι μεγαλειώδης σαν μία λάμψη ήρεμη και περήφανη της του ηλίου δύσης» (σελ. 91 και σημ. 54). Δεύτερο υπόδειγμα της ενεργοποίησης της ζωντανής σχέσης με το οντολογικό θεμέλιο της ύπαρξης είναι βέβαια ο ίδιος ο Πλωτίνος, που βίωσε τη μέγιστη ρήξη με τον κόσμο και το σωματικό εαυτό του, ώστε να βρίσκεται διαρκώς εντός των νοητών. Η ρήξη και ο θάνατος της ψυχής στον Πλωτίνο, νοείται ακριβώς ως ενσώματη ζωή, «εμπειροκρατούμενη». Η υπέρβαση ή/και ο θάνατος του θανάτου πραγματοποιούνται ως αποκατάσταση της αυθεντικής σχέσης με την πηγή του Οντος, το Εν.
Η προσωπική ανάγνωση του συγγραφέα τον οδηγεί να δώσει έμφαση στη διάσταση του πόνου που προκαλούν η αναγκαστική συμβίωση με την ύλη και την οχληρή καθημερινότητα, λόγω της από-εσωτερικοποίησης και απομάκρυνσης από το «βασίλειο του Λόγου και του Νου» (σελ. 116). Η ευγένεια του πάσχειν οδηγεί στην πνευματική και μυστική κυοφορία. Οι ωδίνες της ψυχής θεωρούνται εγγυήτριες της γνησιότητας και αξίας των δημιουργημάτων της. Όπως και στη Βίβλο όλα τα όντα λόγω της κλίσης τους προς το Θείο αγωνιούν να προσθέσουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Η εθελούσια συμπόρευση με το γαλήνιο Γίγνεσθαι και το ήπιο Είναι, σύμφωνα με την ιδιόμορφη εδώ ορολογία, νοηματοδοτεί τον τρόπο ύπαρξης, αν και τονίζονται υπερβολικά οι απαισιόδοξες όψεις της μυστικής αυτής ροπής. Σωστά, επίσης, επισημαίνεται το χάσμα θεωρίας και πράξης στην Πλωτινική φιλοσοφία, καθώς η δεύτερη έχει τον ρόλο της σκιάς, ενώ η πρώτη αποτελεί το «μάλλον είναι».
Αποκορύφωμα στην έξαρση της αληθινής φιλίας του Όντος είναι η τελική ένωση με το Αγαθό που είναι εύλογη και ευκταία κατάληξη κάθε ενασχόλησης με την Πλωτινική φιλοσοφία. Άλλωστε ο ίδιος ο Πορφύριος τοποθέτησε την VI.9 πραγματεία των Εννεάδων στο τέλος, δηλαδή το κείμενο του Πλωτίνου όπου καταπιάνεται με το θέμα αυτό. Η λεγόμενη έκσταση («το δε ίσως ην ου θέαμα, αλλά άλλος τρόπος του ιδείν, έκστασις και άπλωσις και επίδοσις αυτού και έφεσις προς αφήν και στάσις και περινόησις προς εφαρμογήν, είπερ τις τω εν τω αδύτω θεάσεται, ει δ’ άλλως βλέποι ουδέν αυτώ πάρεστι» (Ενν. VI.9.11.22-27)), δύσφραστη και απερίγραπτη εμπειρία, θέα «πλήσασα φωτός» και όραμα θεϊκό, είναι το επιστέγασμα των λογικών αναβαθμών, οδηγώντας στο ακροτελεύτειον της Unio Mystica (σελ. 187-192).
Παρά όλ’ αυτά εξαιτίας της εμμονής στη μυστική όψη της Πλωτινικής φιλοσοφίας στο βιβλίο αυτό παραγνωρίζονται άλλες πλευρές που εμπεριέχονται στις Εννεάδες, όπως η εκτεταμένη αναφορά στην ηθική της 1ης Εννεάδος, το πρόβλημα του κακού, που μόνο ακροθιγώς αναφέρεται, τα κοσμολογικά μοντέλα της 2ης Εννεάδος που εμπεριέχει και την πραγματεία ΙΙ.9 «Προς τους Γνωστικούς», το πρόβλημα της σχέσης χρόνου και αιώνος, η εκτεταμένη ψυχολογία της 4ης και η νοολογία της 5ης Εννεαδας· οι σημαντικές αυτές διαστάσεις στο έργο του Πλωτίνου προσπερνιούνται με επιλεγμένα και αποσπασματικά παραθέματα, και βέβαια δεν γίνεται καμία αναφορά στην εμπεριστατωμένη κριτική στις λογικές κατηγορίες (VI.1, VI.2, VI.3, «Περί των γενών του όντος»). Έτσι δίνεται μία μονόπλευρη εικόνα του Πλωτίνου - η πιο διαδεδομένη άλλωστε - ως μυστικιστή φιλοσόφου με υπαρξιακές εμβιώσεις.
Παρ’ όλη αυτήν την επιλεκτική αναφορά χαίρεται κανείς το βάθος της σκέψης συνάμα με την ποιητικό-λυρική έμφαση που δίδεται και που διακοσμεί τη μυστική πλευρά της φιλοσοφίας του ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού. Πρόκειται για μία πρωτότυπη εργασία, που, κάτω από το λόγιο χαρακτήρα της, φανερώνει το γόνιμο αποτέλεσμα της προσπάθειας του συγγραφέα να εκφράσει τη λογική και άλογη πραγματικότητα, κρυμμένη και φανερή, της γητείας από την οποία συνεπαίρνεται.
Θεωρώντας τη μελέτη συνολικά, αλλά και με βάση επιμέρους σημεία της, διαφαίνεται μία σύγχυση του Ενός και Αγαθού σε σχέση προς το επίπεδο του Νου, όπου ο Πλωτίνος εντάσσει στην πραγματικότητα το Ον. Η σύγχυση καθιστά τον προσανατολισμό του βιβλίου προβληματικό. Προέκυψε λόγω της χρήσης υπαρξιστικών όρων, προβαλλόμενων στο παρελθόν. Η πρωτοκαθεδρία που ο συγγραφέας αποδίδει στην οντολογία, έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά από ενοράσεις που υποδεικνύουν άλλοτε μία ρηξικέλευθη οπτική και άλλοτε την αίσθηση μίας ιδιάζουσας προσέγγισης. Η οντολογική περιπέτεια βέβαια αναλύεται με στιλπνή γλώσσα και πλήθος παραθεμάτων εκ της πηγής. Η περίοδος της έκπτωσης στη φυσική ζωή, θεωρείται ως δοκιμασία που σταδιακά σφραγίζεται από τη γνωστική τριβή.
Στο κεφάλαιο ΙΙΙ παρουσιάζεται ο τελικός στόχος του «κοσμικού δράματος», η έξοδος, ως νοσταλγική επαναφορά στο Εν («Και ψυχαί πάσαι εις εν αν βούλοιντο ιέναι κατά την αυτών ουσίαν»). Ο επαναπατρισμός αυτός της ψυχής σημαίνει την έξοδό της από τα χώρο-χρονικά πλαίσια με την ταυτόχρονη είσοδό της σε μία κατάσταση απόλυτης έλλειψης ετερότητας, και άρα την απόλυτη ταυτότητα. Όπως είναι παρεπόμενο, η αληθινή εμβίωση στον εσωτερικό εαυτό σηματοδοτεί την έναρξη μίας αυτογνωστικής προσπάθειας. Ο συγγραφέας την ερμηνεύει με τη σημασία της μετοχής στα όργια της επιστήμης, όπως έλεγε ο Δημόκριτος, όταν ο μύθος ενώνεται με τη λογική. Η ζώσα σχέση του ανθρώπου με το Εν ή το Αγαθό συγκρίνεται με το πέρασμα από το ατομικό στο υπερατομικό του Johann Gottlieb Fichte, ζωή εντός μίας αποκατεστημένης οντολογικής ενοποίησης. Είναι ο Σωκράτης, ο μέγας ειρωνευτής κατά Sören Kierkegaard, που περνάει - κατά την επιφανειακή όμως εδώ ερμηνεία του Αντωνίου, - το μήνυμα της επιστημονικής μετριοφροσύνης, βιώνοντας με αυθεντικότητα τη σχέση προς το Ον. Ο Σωκράτης παρέμεινε υπόδειγμα έως το θάνατό του, όπως έλεγε ο Friendrich Nietzsche, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Yakov Karlovich Grot: «ο θάνατός του είναι μεγαλειώδης σαν μία λάμψη ήρεμη και περήφανη της του ηλίου δύσης» (σελ. 91 και σημ. 54). Δεύτερο υπόδειγμα της ενεργοποίησης της ζωντανής σχέσης με το οντολογικό θεμέλιο της ύπαρξης είναι βέβαια ο ίδιος ο Πλωτίνος, που βίωσε τη μέγιστη ρήξη με τον κόσμο και το σωματικό εαυτό του, ώστε να βρίσκεται διαρκώς εντός των νοητών. Η ρήξη και ο θάνατος της ψυχής στον Πλωτίνο, νοείται ακριβώς ως ενσώματη ζωή, «εμπειροκρατούμενη». Η υπέρβαση ή/και ο θάνατος του θανάτου πραγματοποιούνται ως αποκατάσταση της αυθεντικής σχέσης με την πηγή του Οντος, το Εν.
Η προσωπική ανάγνωση του συγγραφέα τον οδηγεί να δώσει έμφαση στη διάσταση του πόνου που προκαλούν η αναγκαστική συμβίωση με την ύλη και την οχληρή καθημερινότητα, λόγω της από-εσωτερικοποίησης και απομάκρυνσης από το «βασίλειο του Λόγου και του Νου» (σελ. 116). Η ευγένεια του πάσχειν οδηγεί στην πνευματική και μυστική κυοφορία. Οι ωδίνες της ψυχής θεωρούνται εγγυήτριες της γνησιότητας και αξίας των δημιουργημάτων της. Όπως και στη Βίβλο όλα τα όντα λόγω της κλίσης τους προς το Θείο αγωνιούν να προσθέσουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Η εθελούσια συμπόρευση με το γαλήνιο Γίγνεσθαι και το ήπιο Είναι, σύμφωνα με την ιδιόμορφη εδώ ορολογία, νοηματοδοτεί τον τρόπο ύπαρξης, αν και τονίζονται υπερβολικά οι απαισιόδοξες όψεις της μυστικής αυτής ροπής. Σωστά, επίσης, επισημαίνεται το χάσμα θεωρίας και πράξης στην Πλωτινική φιλοσοφία, καθώς η δεύτερη έχει τον ρόλο της σκιάς, ενώ η πρώτη αποτελεί το «μάλλον είναι».
Αποκορύφωμα στην έξαρση της αληθινής φιλίας του Όντος είναι η τελική ένωση με το Αγαθό που είναι εύλογη και ευκταία κατάληξη κάθε ενασχόλησης με την Πλωτινική φιλοσοφία. Άλλωστε ο ίδιος ο Πορφύριος τοποθέτησε την VI.9 πραγματεία των Εννεάδων στο τέλος, δηλαδή το κείμενο του Πλωτίνου όπου καταπιάνεται με το θέμα αυτό. Η λεγόμενη έκσταση («το δε ίσως ην ου θέαμα, αλλά άλλος τρόπος του ιδείν, έκστασις και άπλωσις και επίδοσις αυτού και έφεσις προς αφήν και στάσις και περινόησις προς εφαρμογήν, είπερ τις τω εν τω αδύτω θεάσεται, ει δ’ άλλως βλέποι ουδέν αυτώ πάρεστι» (Ενν. VI.9.11.22-27)), δύσφραστη και απερίγραπτη εμπειρία, θέα «πλήσασα φωτός» και όραμα θεϊκό, είναι το επιστέγασμα των λογικών αναβαθμών, οδηγώντας στο ακροτελεύτειον της Unio Mystica (σελ. 187-192).
Παρά όλ’ αυτά εξαιτίας της εμμονής στη μυστική όψη της Πλωτινικής φιλοσοφίας στο βιβλίο αυτό παραγνωρίζονται άλλες πλευρές που εμπεριέχονται στις Εννεάδες, όπως η εκτεταμένη αναφορά στην ηθική της 1ης Εννεάδος, το πρόβλημα του κακού, που μόνο ακροθιγώς αναφέρεται, τα κοσμολογικά μοντέλα της 2ης Εννεάδος που εμπεριέχει και την πραγματεία ΙΙ.9 «Προς τους Γνωστικούς», το πρόβλημα της σχέσης χρόνου και αιώνος, η εκτεταμένη ψυχολογία της 4ης και η νοολογία της 5ης Εννεαδας· οι σημαντικές αυτές διαστάσεις στο έργο του Πλωτίνου προσπερνιούνται με επιλεγμένα και αποσπασματικά παραθέματα, και βέβαια δεν γίνεται καμία αναφορά στην εμπεριστατωμένη κριτική στις λογικές κατηγορίες (VI.1, VI.2, VI.3, «Περί των γενών του όντος»). Έτσι δίνεται μία μονόπλευρη εικόνα του Πλωτίνου - η πιο διαδεδομένη άλλωστε - ως μυστικιστή φιλοσόφου με υπαρξιακές εμβιώσεις.
Παρ’ όλη αυτήν την επιλεκτική αναφορά χαίρεται κανείς το βάθος της σκέψης συνάμα με την ποιητικό-λυρική έμφαση που δίδεται και που διακοσμεί τη μυστική πλευρά της φιλοσοφίας του ιδρυτή του Νεοπλατωνισμού. Πρόκειται για μία πρωτότυπη εργασία, που, κάτω από το λόγιο χαρακτήρα της, φανερώνει το γόνιμο αποτέλεσμα της προσπάθειας του συγγραφέα να εκφράσει τη λογική και άλογη πραγματικότητα, κρυμμένη και φανερή, της γητείας από την οποία συνεπαίρνεται.
Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τομ.18, τεύχ. 54, Σεπτέμβριος. 2001, 300-2