Στα τέλη του 19ου αι. μέσα από τη διαμάχη φυσικών και θεωρητικών επιστημών προέκυψε η μορφή της θεωρίας της «συμπαθητικής κατανόησης» της ιστορίας, δηλαδή της αντίληψης ότι η ιστορική γνώση συνίσταται στην επανενεργοποίηση από τον ιστορικό της εμπειρίας του παρελθόντος. Έκτοτε ο γερμανός φιλόσοφος Wilhelm Dilthey (1833-1911) εξέφρασε την άποψη ότι τη φύση την εξηγούμε, ενώ την ψυχική ζωή την κατανοούμε [1]. Κατά τον W. Dilthey η δραστηριότητα της κατανόησης είναι μια πράξη πνευματική για τη σύλληψη πνευματικών γεγονότων, ενώ η επιστημονική εξήγηση έχει μόνο μεθοδικό χαρακτήρα. Η αληθινή μάλιστα, ιστορική γνώση θεωρήθηκε εσωτερικό βίωμα του αντικειμένου. Παρουσιάστηκε έτσι ένας μεθοδολογικός δυϊσμός που διαχώρισε την ψυχική από τη φυσική ζωή. Μάλιστα και ο Giambattista Vico (1668-1744) στο έργο του Scienza Nuova (1725, 1744) είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη ενός ιστορικού τύπου κατανόησης, που βασίζεται στη θέση πως ο άνθρωπος κατανοεί ό,τι έχει δημιουργήσει ο ίδιος και συνακόλουθα μπορεί καλύτερα να κατανοεί την κοινωνία, που είναι δικό του έργο, παρά τη φύση [2].
Με τον Dilthey έρχεται στην επιφάνεια το αίτημα να καταδειχτεί το είναι του ανθρώπου στη ζωντανή ενότητα και καθολικότητά του, να φανεί η πραγματική θέση του στον κόσμο και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης όπως εκδηλώνεται στην προσωπική και ιστορική ζωή. Έτσι αποδόθηκε έμφαση στη χρονική-πεπερασμένη ύπαρξη του ανθρώπου χωρίς να εγκαταλείπεται η μεταφυσική προοπτική. Τη θέση του υπερβατικού υποκειμένου του Kant πήρε τώρα το ιστορικό ον. Οι φυσικές επιστήμες διακρίθηκαν από τις πνευματικές και τονίστηκε η εσωτερικότητα των δεύτερων. Προέκυψε λοιπόν η δυνατότητα για μία ερμηνευτική ή «λογική της ιστορίας» [3]. Η καθεαυτό πραγματικότητα που αποτελεί τον κατεξοχήν τομέα γνώσης και είναι εσωτερικά ιδωμένη και βιωμένη (όχι απλά θεωρημένη), ταυτίζεται πλήρως με την ιστορική διάσταση. Η κατανόηση της ιστορίας δεν συνιστά ένα κατόρθωμα έξω από την ιστορία αλλά ριζώνει στην εσωτερική εμπειρία [4].
Παρόμοια αντίληψη για τη βίωση και κατανόηση της ιστορικής γνώσης ως εσωτερικής εμπειρίας, εκτός από τον Dilthey στον 19ον αι., εξέφρασε στον 20ον αι. ο Nicolai Alexandrowitsch Berdjajew (1874-1948). Όπως ο Dilthey και αυτός απέρριψε την επιστημονικότητα της ιστορικής γνώσης υποστηρίζοντας έναν ιδεαλιστικό ιστορισμό. Άσκησε κριτική στη θετικιστική αντίληψη της ιστορίας και δίδαξε ότι η γνώση της ιστορίας δεν έρχεται από έξω, αλλά από μέσα. Κατά τον Berdjajew η γνώση αυτή έρχεται σαν εσωτερική έλλαμψη, καθώς το πρόσωπο ψάχνει στο βάθος του εαυτού του και βρίσκει το βάθος των καιρών, κάτι δηλαδή που είναι εσωτερικό και οικείο και όχι δοσμένο και λυμένο απέξω. Έτσι κάθε ιστορική κατασκευή είναι μόνο πλάσμα του εσωτερικού εγώ του ιστορικού [5].
Μέσα από την περσοναλιστική και χριστιανική φιλοσοφία της ιστορίας του Berdjajew τα συμβάντα του ιστορικού χρόνου διαρρηγνύουν τον αρχαιοελληνικό κύκλο του χρόνου για να λάβουν χώρα στον υπαρξιακό χρόνο. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει το πεπρωμένο του και νοηματοδοτεί τη ζωή του μέσα από αυτήν την αναγωγή του ιστορικού χρόνου στο υπαρξιακό βίωμα. Αυτήν τη διαδικασία την ονόμασε μετα-ϊστορική, προσπαθώντας να υπερβεί κάθε ντετερμινισμό και κάθε αντικειμενοποίηση. Έτσι η ενανθρώπιση αποτελεί το μετα-ϊστορικό συμβάν par excellence. Είναι ένα συμβάν που συνέβη στον υπαρξιακό χρόνο, αλλά εισέβαλε στον ιστορικό χρόνο δεχόμενο την επιβολή όλων των περιορισμών της ιστορίας [6]. Το νόημα της ιστορίας είναι ένα εσωτερικό νόημα, ένα νόημα απόλυτο. Η κατανόησή του έρχεται από μέσα• ο μεσσιανισμός και η μεταθανάτια ζωή παίζουν τους κύριους ρόλους στην κατανόηση του ιστορικού σχεδίου.
Αλλά και άλλοι φιλόσοφοι της ιστορίας του 20ου αι., όπως o Robin George Collingwood (1889-1943) στο έργο του The Idea of History (1945) [7] αναφέρθηκαν στις δύο πλευρές των ιστορικών συμβάντων: εξωτερική και εσωτερική. Στην εξωτερική εντάσσονται οι κινήσεις των σωμάτων, ενώ μέσα από την εσωτερική φανταζόμαστε το πώς σκέφτηκαν τα υποκείμενα της ιστορίας. Παρά όλ’ αυτά ο Collingwood επέμενε όχι στην απευθείας βιωματική ταύτιση με τα ιστορικά υποκείμενα του παρελθόντος, την οποία υποστήριζε ο Dilthay, αλλά μόνο στην επανάληψη της σκέψης τους, η οποία κατ’ αυτόν είναι δυνατή [8]. Αυτή η θεωρία της «συμπαθητικής κατανόησης» όπως ονομάστηκε, προϋποθέτει ότι η ιστορία αποτελεί οικείο τόπο, αφού είναι δεδομένη η ομοιότητα η δική μας με τους ανθρώπους που έδρασαν στο παρελθόν. Φυσικά σε αντίθεση με αυτήν τη θέση τάχθηκε ο λογικός θετικισμός του Κύκλου της Βιέννης, ο οποίος αρνήθηκε κάθε μορφή ενορατικής γνώσης και εξάρτησε την εγκυρότητα των συμπερασμάτων των ιστορικών από τη βάσανο της αλήθειας ή πλάνης. Ειδάλλως αυτά παραμένουν ανεννόητα [9].
Στις θεωρίες του τύπου των B. Croce, W. Dilthay ή N.A. Berdjajew επίσης προσάφθηκε η κατηγορία του «υποκειμενικού ιδεαλισμού». Με άλλα λόγια θεωρήθηκε ότι απευθύνονται μόνο στις συγκινησιακές τάσεις των ανθρώπων και ότι περιορίζονται σε υποκειμενικά βιώματα και φανταστικές συλλήψεις. Αλλά η ίδια η κριτική απέναντί τους αναγνώρισε ότι ο «υποκειμενικός ιδεαλισμός» που επικαλούνται είναι μία ιδεολογική κατασκευή, δηλαδή ένα θεωρητικό σχήμα για την εκλογίκευση της κοινωνικής λειτουργίας των ιστορικών και ότι η ιδεολογία αυτή είναι μέχρις ενός ορίου ανεξάρτητη από την επιστημονική δραστηριότητα ή τα επιστημονικά συμπεράσματά τους. Ακόμη, ο λεγόμενος υποκειμενικός ιδεαλισμός κατά την εμφάνισή του υπήρξε μία ιστορική αναγκαιότητα, αφού προκλήθηκε από τον εν γένει αγνωστικισμό της εποχής κατά την οποία παρουσιάστηκε. Αλλά στο τέλος, οι ίδιοι οι επικριτές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι εάν έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα σε κάποιον τύπο βιωματικού ιδεαλισμού και τον ιστορικό θετικισμό, δηλαδή την απλή καταγραφή των πληροφοριών των πηγών, θα έπρεπε να επιλεγεί ο πρώτος καθώς αποσαφηνίζει σε μεγαλύτερο βαθμό το χαρακτήρα και τις ιδιομορφίες της ιστορικής γνώσης [10].
Σημειώσεις - Παραπομπές
[1] Ι.Μ. Μποχένσκι, Ιστορία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Χρήστου Μαλεβίτση, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα ²1985, 159-160
[2] Θ. Βέικος, Θεωρία και Μεθοδολογία, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1987, 177 και 180. Πρβλ. G. Vico, Scienza Nuova, Libro Quinto, Opere Filosofiche, Ed. Nicola Badaloni, Sansoni, Florence 1971 και G. Vico, New Science. Principles of the New Science concerning the common nature of Nations. Third Edition Thoroughly corrected, revised, and expanded by the author. Translated by David Marsh with an introduction by Anthony Grafton, Penguin Books, London ²2001, 120
[3] W. Windelband-H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τομ. Γ’, Η Γερμανική Φιλοσοφία. Η Φιλοσοφία του 19ου αι. Η Φιλοσοφία του 20ου αι. Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, 234-261
[4] W. Dilthey, Introduction to the human sciences, Selected Works, Vol. I, Eds. R. A. Makkreel & F. Rodi, Princeton University Press, Princeton 1989, Preface και κεφ. 1-6
[5] Θ. Βείκος, ό.π., 237 και σημ. 6
[6] Ν. Μπερντιάεφ, Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Χρήστος Μαλεβίτσης, Εκδ. Παρουσία, Αθήνα ²1995, 278-9
[7] R. G. Collingwood, The Idea of History. Revised Edition with Lectures 1926-1928, Edited with an Introduction by Jan Van Der Dussen, Oxford University Press, Oxford – New York 2005, 213
[8] Στο ίδιο, 282-302. Πρβλ. W. H. Walsh, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της Ιστορίας, Μτφρ. Φανούριος Κ. Βώρος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 1982, 75-91 και 110-111
[9] Θ. Βέικος, Θεωρία και Μεθοδολογία, ό.π., 154-155 και 156-159
[10] Α. Μπαγιόνας, Η θεωρία της ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre. (Πανεπιστημιακές παραδόσεις), Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1980, 49-50
Απόσπασμα από άρθρο με τίτλο "Η Φιλοσοφική Κατανόηση της Ιστορίας ως Αναβίωση κατά το παρόν και χάρις στην Εσωτερική Εμπειρία", Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Τόμος 24, Τεύχος 71, Μάιος 2007, 123-135