«Οι πόλεις, όπως τα δάση, έχουν τις φωλιές τους στις οποίες κρύβονται τα πιο μοχθηρά και πιο φοβερά τέρατα»
Victor Hugo, Les Miserables, Marius, Book VIII, Chapter VI
Το ζητούμενο δεν είναι απλά το γεγονός απόδοσης ρόλων στους ανθρώπους. Το ζητούμενο είναι ακριβώς η απόδοση της ιδιότητας του ανθρώπινου στον άνθρωπο. Οι σημερινές πόλεις, όπου ανθίζουν τα άνθη του πολιτισμού είναι ταυτόχρονα τα σημεία, όπου εμφανίζεται η απανθρωπία, ή ακόμη τερατωδίες, και τα χάσματα της αβύσσου. Εκεί όπου δεν φτάνει η υποκριτική χριστιανική ηθική, η αστική ψεύτικη αβροφροσύνη και ο κάθε λογής καθωσπρεπισμός, εκεί η ανηθικότητα, η αποξένωση, η εκμετάλλευση, ο εγωισμός, το μίσος συνιστούν στοιχεία εγγενή τόσο στην ανθρώπινη φύση όσο και στις πόλεις, ως κατοικητήρια των ανθρώπων και δημιουργήματά τους κατά εικόνα και ομοίωση. Ο άνθρωπος δημιούργησε την πόλη για να συγκατοικήσει με τους ομόφυλούς του και έτσι να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της φύσης. Ωστόσο, δεν ήξερε σε ποία κόλαση εισερχόταν. Διότι δεν είναι μόνο τα αγαθά του πολιτισμού και της πόλης που καρπώνεται και απολαμβάνει, αλλά είναι και η επικίνδυνη πλευρά της ύπαρξης που τείνει ενίοτε να εκδηλωθεί και να τον παρασύρει.
Το ερώτημα που θέτει η πόλη είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Η απάντησή του είναι εξίσου ανοιχτή και αινιγματική. Τι διακυβεύεται στο παίγνιο του εν τη πόλει βίου; Διακυβεύεται η ευθύνη και η εμμονή του ανθρώπου να αρνιέται τη φύση του. Οι πόλεις εισάγουν σε έναν τρόπο ζωής ανασφαλή και ασφαλή, δηλαδή την ίδια στιγμή έναν τρόπο ζωής με δύο αντιθετικές όψεις. Η ανασφάλεια υπεισέρχεται μέσα από το άγνωστο που ίσως συναντήσεις κάθε φορά που βγαίνεις έξω από το σπίτι σου το πρωί. Η ασφάλεια πάλι εντάσσεται μέσα από τη δυσεύρετη σήμερα δυνατότητα της αλληλεγγύης που ο ένας προσφέρει στον άλλο, είτε από φιλική διάθεση είτε λόγω του κοινωνικού ρόλου του καθενός. Η πόλη προσφέρει διεξόδους και φροντίδα, όσο και αφήνει συχνά τον άνθρωπο μετέωρο, μόνο, ανίσχυρο, απροστάτευτο. Ίσως λοιπόν κάποτε μέσα από την αναζήτηση για τον πρώτο άνθρωπο αναρωτηθεί κανείς: είναι πράγματι ο πολιτισμός των πόλεων ένα τεράστιο βήμα προόδου για την ανθρωπότητα, όταν εκείνος διαβιούσε ανώλεθρος, αγνός και μόνος στις ξηρές πεδιάδες της Αφρικής; Ναι, η πόλη είναι ένα τεράστιο βήμα προόδου που διαρκώς εξελίσσεται. Από την άλλη, όμως, ο πρωτόγονος άνθρωπος έστω και με τα άπειρα προβλήματά του που του δημιουργούσε η σκληρότητα της φύσης γύρω του και μέσα του ήταν ο πρώτος άνθρωπος. Ήταν στην αυγή της προϊστορίας.
Η γενεαλογία ή αρχαιολογία του ανθρώπινου αφήνει να φανούν όχι μόνο το εκδικητικό μένος της φύσης, αλλά και οι απόκοσμες πλευρές του πολιτισμού των πόλεων. Ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε από ένα από τα περισσότερο πολιτισμένα έθνη της γης, το οποίο χαρακτηριζόταν για τη μεγάλη ανθρωπιστική παιδεία του. Ωστόσο, κατέληξε έπειτα από το τέλος του σε μία νέα παγκόσμια ειρήνη, ενώ η ιστορία, αν και γράφτηκε στη συνέχεια από τους νικητές, ενσωμάτωσε χωρίς να διαλύσει την πολιτιστική παράδοση του Γερμανικού λαού ως κάτι μοναδικά πολύτιμο μέσα στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Τι δείχνει αυτό; Ότι ο πολιτισμός, όπως και η φύση, διέπονται από αναλογίες και νομοτέλειες που έχουν δύο όψεις, μία αρνητική και μία θετική. Είναι αυτή μία θεολογική ερμηνεία; Είναι μόνο εν μέρει θεολογική, γιατί φύση και πολιτισμός θα χαθούν κάποτε και οι δύο, έτσι απλά όπως άρχισαν. Η ιστορία δεν ξέρουμε εάν επαναλαμβάνεται, όμως έχει αρχή και τέλος. Η θεολογική ερμηνεία θα ήταν να δεχτεί κανείς την ευθυγράμμιση και τη συντέλεια. Το ότι ολόκληρο το πάν χάνεται μέσα στο πάν αυτό κανείς και τίποτε δεν μπορεί να το αποτρέψει.
Η μεταφυσική της πόλης θα ήταν να αποδεχτούμε όχι την αιώνια ανακύκληση ή το άγονο χάσιμο και αφανισμό του παντός, αλλά την πεποίθηση για τη νοητή μετακίνηση και μεταφορά των γήινων πόλεων σε μία μακρινή, αλλά και τόσο κοντινή ουράνια Ιερουσαλήμ. Μιλάμε άραγε για πόλεις της φαντασίας, έναν παράδεισο σε αστρικό χώρο, έναν τόπο έξω από τον τόπο και έναν χρόνο που οδηγεί στην α-χρονικότητα ή για μία εμπειρική παραίσθηση; Όσοι οραματιστές έχουν υποτίθεται παραισθήσεις βλέπουν ουράνιες πόλεις στα σύννεφα κάποιες παράξενες ημέρες. Έτσι εισάγεται το αξιοπερίεργο και το μυστηριώδες στη ζωή και στην πορεία της ιστορίας. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες κατακτήσεις, τόσο στην επιστήμη, όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα δεν έγιναν από την αναζήτηση κάποιου καινούργιου «χώρου», νοούμενου δηλαδή ως προέκταση του έως τότε γνωστικού χώρου ή πεδίου; Επρόκειτο πάντα για την αναζήτηση μίας νέας ηπείρου, ενός νέου νησιού, ενός νέου είδους ζώου, ενός νέου χημικού στοιχείου, ενός νέου νόμου της φύσης, ενός νέου φαρμάκου, μίας νέας θεωρίας που θα εξηγεί καλύτερα την πραγματικότητα, μίας νέας τεχνικής κλπ. Το διαρκώς έτερον δεν είναι βέβαια πάντα αληθινό. Όλοι όμως αυτό αναζητούν, θέτοντας στόχους και διαβλέποντας ανοίγματα.
Πού είναι το καινούργιο στο μεταφυσικό άνοιγμα της πόλης; Είναι στο «μήπω είναι» ως δυνατότητα. Διότι κάθε μεταφυσική υποκινείται από το άνοιγμα προς το μέλλον. Μια σοφή ελπίδα, μία συνετή προσδοκία, αλλά και μία εμπειρική ψευδαίσθηση θέλουν το φανταστικό να αντικαταστήσει κάθε αρχή που διαφεντεύει δια του κράτους της πεζότητας και της έλλειψης ποιητικότητας τον κόσμο μας. Εάν είμαστε πράγματι ρεαλιστές και γνήσιοι άνθρωποι πρέπει να ζητάμε το αδύνατο, όπως κραύγασαν οι φοιτητές του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα συνθήματα στους τοίχους λένε διάφορα περίεργα πράγματα ή υπονοούν κάτι άλλο από αυτό που εκ πρώτης όψεως κατανοείται, όταν δεν είναι συχνά κρυπτογραφημένα. Τα συνθήματα αυτά είναι γραμμένα από χέρια που επιζητούν την άρση της φυλάκισης στα τερατουργήματα των πόλεων. Είναι γραμμένα έτσι ώστε να σοκάρουν και να ξαφνιάζουν. Γράφτηκαν από θιασώτες της προσπάθειας για τη διέξοδο, όπως και τότε στο Γαλλικό Μάη, όταν οι εξεγερμένοι φοιτητές έγραφαν ανατρεπτικά συνθήματα στους τοίχους. Οι νέες γενεές κρατούν στα χέρια τους το μέλλον των πόλεων. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στις μελλοντικές γενεές, ώστε να τους βοηθήσουμε και να τους παρωθήσουμε να πετύχουν τη μαζική μετανάστευση στις φανταστικές πόλεις του νοητού και του μη-πραγματικού. Έχουμε υποχρέωση να τους διδάξουμε ό,τι δεν διδάσκεται. Με άλλα λόγια πρέπει να διδαχτεί όχι μόνο ό,τι υποδηλώνεται ή υπονοείται με το παράδειγμα του ανθρώπου δασκάλου, αλλά και ότι δεν υπονοείται, ούτε δηλώνεται με κάποιο τρόπο. Τι είναι αυτό; Είναι η διόδευση στο Εκείσε που θα βοηθήσει τον μαθητή να γίνει κύριος του εαυτού του. Τότε δεν θα χρειάζεται πια τον δάσκαλο, θα γίνει δάσκαλος του εαυτού του.
Η δυνατότητα ταυτίζεται όχι μόνο με την υπέρβαση του μηδενός, αλλά και με τη γεφύρωση του χάσματος όπου χάσκει η άβυσσος. Ζητάμε τη γεφύρωση που θα μας μεταφέρει και θα μας συνδέσει με την επιλάμπουσα υπερβατικότητα. Πρόκειται για μία ακόμη ψευδαισθησιακή μεταφυσική; Και αρκεί μόνο η ψευδαισθησιακή εμπειρία του εν τη πόλει παιγνίου για την κατίσχυση και μακρινή όδευση στο χώρο όπου δεν υπάρχει χώρος και στο χρόνο όπου δεν υπάρχει χρόνος; Αυτό που όλοι οι παρελθόντες μεταφυσικοί ευελπιστούσαν ήταν η υπέρβαση. Στην εποχή όπου έχουν αποδιαρθρωθεί όλα τα θεμέλια, όταν η φύση έχει φθαρεί, ο θεός έχει πεθάνει, και του ανθρώπου, επίσης, ως υποκειμένου σε σχέση με τις δομές, προαναγγέλθηκε το τέλος, τι μένει να ξαναέρθει ή να εμφανιστεί όχι ως παρουσία – διότι και αυτή έχει καταδικαστεί – , αλλά ως ανάμνηση αυτού που κάποτε ήταν και κάποτε θα είναι; Ο πλατωνισμός της αναμνήσεως των ιδεών είναι μία αλήθεια επιστημονική και όχι μόνο φιλοσοφική. Αναθυμόμαστε ό,τι δεν υπάρχει πια και κάποτε θα υπάρξει και πάλι. Θα υπάρξει ως παρουσία, ως παροντικότητα ή ως μία ακόμη φευγαλέα οπτασία; Ζούμε αυτό το φευγαλέο παιχνίδι (οἷον παίγνιον φεῦγον) στον καιρό της αποδιάρθρωσης και αντλούμε από ό,τι δεν υπάρχει πια μεταφυσικό θάρρος. Η ύλη είναι ένα δικό μας φάντασμα. Ο κόσμος των ιδεών δεν έχει παρουσία. Η τεχνολογία ξεκινώντας από την τεχνική, η οποία άντλησε τη δύναμή της από την αρχαιότητα ακόμη, παρέχει διευκολύνσεις, διαφυγές, δομές και υπερβάσεις. Ο ορίζοντας της τεχνικής είναι μακρύς. Αποτελεί άραγε αυτή, δηλαδή η τεχνική, την υλοποίηση της μεταφυσικής; Και εάν ναι, τι απέγινε το αυθεντικό γεγονός των σχέσεων, ως κοινωνική πραγμάτωση; Το υλικό υπόβαθρο που η τεχνική και η επιστήμη ανατέμνει, επεξεργάζεται και μορφοποιεί είναι μία ακόμη μη-πραγματικότητα. Ωστόσο, η τεχνική αντλεί από αυτόν το μεγάκοσμο των ιδεών που υπάρχει έξω από εμάς, αλλά και από το νοητό κόσμο που ο καθένας από εμάς αποτελούμε. Η τεχνική είναι μία διανοητική προσπάθεια να καθοδηγηθεί το ανθρώπινο υποκείμενο μέσα από τη μηχανοποίηση των πάντων και να ξαναβρεί τη θεϊκή πληρότητα της ομοίωσης με το θείο. Η μηχανή είναι ο νέος ορίζοντας. Οι άνθρωποι-μηχανές δεν αποτελούν γρανάζια του συστήματος, ούτε υπό-ανθρώπινα όντα ή cyborg• αποτελούν ή μάλλον θα αποτελέσουν το υπέρ-ανθρώπινο μέλλον του ανθρώπινου. Όπως οι θεοί, τους οποίους σκοτώσαμε, αποτελούσαν την υπέρβαση του ανθρώπινου ως μία δική του επινόηση, έτσι και οι μηχανές αποτελούν και θα αποτελέσουν μία ανθρώπινη επινόηση που θα οδηγήσουν σε μία νέα υπέρβαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου