Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που ο Άνσελμος της Κανταβρυγίας απέδειξε την ύπαρξη της Θεότητας, και μπορεί να συσχετιστεί με τη δυνατότητα ύπαρξης ή όχι των ουτοπιών. Η βασική θέση ήταν πως η ιδέα του Θεού είναι το πιο γενικό ον που μπορούμε να σκεφτούμε. Για έναν ρεαλιστή πλατωνικό φιλόσοφο του Μεσαίωνα, ο οποίος συμβιβαζόταν με τον Παπικό ολοκληρωτισμό της εποχής του, όσο πιο γενική ήταν μία ιδέα – και ο Θεός είναι η πιο γενική που υπάρχει – τόσο περισσότερο αληθινή είναι. Επίσης, ως η πιο γενική, η ιδέα του Θεού, είναι και η πιο τέλεια. Όμως για να υπάρχει μέσα σε εμάς, που είμαστε ατελή όντα, μία τόσο τέλεια ιδέα δεν μπορεί παρά να προήλθε από κάποιον ή κάτι άλλο. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η τελειότητα μέσα μας σημαίνει ότι υπάρχει και έξω από εμάς. Το επιχείρημα αυτό λίγο πολύ ανέπτυξε και ο Ρενέ Ντεκάρτ στο έργο του Λόγος περί της Μεθόδου. Εκεί συνέδεσε τη σκέψη με την ύπαρξη και την αλήθεια. Έπρεπε να έρθει ο Ιμμάνουελ Κάντ για να δείξει πως ότι υπάρχει μέσα στον νου μας δεν μπορεί να υπάρχει απαραίτητα και στον εξωτερικό κόσμο. Ο Άνσελμος, όπως και ο Ντεκάρτ, με το οντολογικό επιχείρημα της ύπαρξης του Θεού, ταύτιζαν το είναι με το νοείν, ακολουθώντας την πανάρχαια παράδοση του Παρμενίδη. Η κριτική σκέψη του Κάντ ανεξαρτοποίησε το είναι από το νοείν, επιφέροντας μία βαθιά τομή στην ύπαρξη του ανθρώπου και εισάγοντας μία ουσιαστικώς διαφορετική γνωσιοθεωρία και οντολογία. Για να αληθεύει, όμως, μία πρόταση π.χ. μία ουτοπική πόλη που έχει κανείς κατά νου, αυτή θα πρέπει κάπου να υπάρχει. Μπορεί να υπάρχει εν δυνάμει ή να υπάρχει σε έναν extra-γεωγραφικό χώρο. Η αλήθεια συνίσταται πράγματι στην ταυτότητα, ισοδυναμία ή αντιστοιχία του νοείν με το είναι. Μπορεί να νοούμε κάτι και να μην υπάρχει, άρα λένε πως αυτό είναι ψευδές. Μπορεί, όμως, να υπάρχει κάτι που δεν το νοούμε και τότε θα πουν βέβαια πως και αυτό είναι ψευδές. Επομένως, αυτός ο ορισμός της αλήθειας από κάπου μπάζει νερά. Όχι μόνο οι ουτοπίες, αλλά και τα πλάσματα της φαντασίας και όλες αυτές οι αιρετικές και τερατώδεις ιδέες που κατά καιρούς σκέφτηκαν κάποιοι άνθρωποι είναι ψευδείς, επειδή δεν υπάρχουν πουθενά. Επίσης, το πλήθος των ανεξήγητων (φορτεανών) φαινομένων, των παράξενων γεγονότων και των μη-πιστευτών, που όμως πράγματι έλαβαν χώρα κάπου κάποτε, εξορίζονται από το βασίλειο της αλήθειας, διότι δεν εξηγούνται, άρα δεν νοούνται. Ο ορισμός της αλήθειας ως ταύτιση του νοείν με το είναι λειτουργεί άλλοτε θετικά, όταν νομιμοποιείται δηλαδή να ομιλούμε για ουτοπικές πόλεις, και άλλοτε αρνητικά, όταν λειτουργεί ελεγκτικά, αποκλείοντας ό,τι δεν συμφωνεί με την εξουσιαστική του κρίση. Το φανταστικό και το ψευδές υπεισέρχονται, τόσο στην αρχαιοελληνική και μεσαιωνική σκέψη, όπου το νοείν ταυτίζεται ως μονόδρομος με το είναι και έχουμε την ισοδυναμία rei et intellectus, αλλά και στα νεότερα χρόνια, όταν αποχωρίζεται αυτό που σκεφτόμαστε από το πραγματικό. Η αρχή της ισοδυναμίας ή αντιστοιχίας λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι και ο ίδιος ο Ι. Κάντ, όταν κατηγορούσε τον Άνσελμο και τον Ρ. Ντεκάρτ, ότι άλλο πράγμα αυτό που σκέφτηκαν και άλλο η πραγματικότητα, έκανε έναν διαχωρισμό για να αποδείξει το ψευδές περιεχόμενο του νου τους.
Η κριτική του Κάντ στηρίχτηκε στο ότι δεν είναι το ίδιο το να σκεφτείς μία γενική ιδέα και να πεις ότι αυτή κάπου υπάρχει και το να σκεφτείς π.χ. 100 ευρώ και αυτά να μην τα έχεις. Στο δεύτερο παράδειγμα, όταν δηλαδή σκέφτομαι 100 ευρώ και αυτά δεν τα έχω, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάπου, αλλά ότι δεν τα έχω εγώ, γιατί σκεπτόμενος με τη λογική θεωρώ ότι υπάρχουν αλλού τα 100 ευρώ. Ό,τι υπάρχει αληθινά, δηλαδή αντικειμενικά στην εξωτερικότητα υπάρχει και στον νου μας ή όχι; Το γεγονός ότι οι νεότεροι, όπως ο Ι. Κάντ αίρουν την ταύτιση νοείν και είναι, τούτο γίνεται στο επίπεδο του δεύτερου παραδείγματος με τα ευρώ. Όμως, εάν κάτι υπάρχει μέσα μου, αλλά δεν υπάρχει εξωτερικά, δεν σημαίνει πως αυτό είναι ψευδές. Μπορεί α) να είναι εν δυνάμει και/η β) να υπάρχει σε έναν άλλο ιδεατό κόσμο, καθώς προείπαμε και όπως θα έλεγε ένας πλατωνικός. Ο ορισμός της αλήθειας ως ταύτισης του περιεχομένου της σκέψης με το πραγματικό δεν μπορεί να αρθεί έτσι εύκολα. Το θέμα είναι ότι, ενώ η αρχαιότητα και ο μεσαίωνας θεωρούσαν de facto ό,τι σκεφτόντουσαν ως αληθινό, θεωρώντας ως κριτήρια της αλήθειας είτε το Θεό είτε το ανθρώπινο υποκείμενο, στα νεότερα χρόνια εκτός από την κριτική στη μεταφυσική, ήρθε η ώρα που ακόμη και το ανθρώπινο υποκείμενο έπαψε να αποτελεί τον βέβαιο εγγυητή της αλήθειας. Έτσι και ο Καντιανός μονισμός του υποκειμένου, στον οποίο οδήγησε αυτή η κριτική του Κάντ στη Μεσαιωνική παραδοσιακή σκέψη, τα βρήκε μπαστούνια. Τούτο δεν σημαίνει ότι το υποκείμενο δεν κατέχει την αλήθεια. Διότι το σκεπτόμενο εγώ είναι ο μόνος φορέας άσκησης κριτικής της γνώσης. Το ανθρώπινο υποκείμενο, όμως, μπορεί να κάνει λάθος ή να λέει ψέματα. Εκεί ακριβώς, όπου κάποιοι παραδοσιακοί φιλόσοφοι τοποθετούσαν ένα έξω-υποκειμενικό θεμέλιο για την αλήθεια, όπως είναι π.χ. ο Θεός, κάποιοι άλλοι μεταμοντέρνοι, όπως οι Στρουκτουραλιστές και οι Σημειολόγοι τοποθέτησαν τη γλώσσα. Υπέταξαν, όμως, τα πάντα στη δομή και απομακρύνθηκαν από την ιστορικότητα και την ελευθερία. Δεν μπόρεσαν με παραμέτρους γλωσσικές και δομικές να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του νέου νοήματος και το απρόβλεπτο και δυναμικό άνοιγμα, που προκύπτει από κάθε ενέργεια του ανθρώπου.
Κάθε ουτοπία, αποτελεί ένα ελπιδοφόρο κίνητρο για να βελτιώσουμε τις πόλεις μας, σκεπτόμενοι πάντα το ιδανικό αρχέτυπο όλων των πόλεων, την τέλεια παραδείσια πόλη. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει ή όχι αυτή η ιδεώδης πόλη, εάν υπάρχει μέσα στον νου μας ή σε έναν εξτρα-γεωγραφικό χώρο. Σίγουρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ωστόσο, όσον αφορά τις μεγαλύτερες αλλά φθαρτές υλοποιήσεις δύναμης του ανθρώπου που λέγονται πόλεις ενέχουν πόνο και η δυστυχία, που δεν είναι κακά καθαυτά αλλά ανήκουν στην πραγματικότητα και υπάρχουν στο βαθμό που υπάρχει ο άνθρωπος. Χωρίς τον άνθρωπο ολόκληρος ο κόσμος δεν θα είχε νόημα. Οι ουτοπίες είναι προιόντα της δημιουργικής φαντασίας και της ανθρώπινης διάνοιας, άρα εξαρτώνται από τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να προσεγγίζει την πραγματικότητα.
Η αληθοποίηση ή διάψευση των ουτοπιών συνδέεται λοιπόν με την ανθρώπινη μοίρα στον κόσμο. Αν δούμε τη ζωή των πόλεων πέραν των θεολογικών κατηγοριών του καλού και του κακού, τότε ένα τυχαίο δράμα εκτυλίσσεται καθημερινά εκεί. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα ή ότι είναι άννοο. Υπάρχει από μόνο του. Όμως τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον άνθρωπο, τον νοηματοδότη και βασιλιά του; Ο κόσμος ίσως κινδυνέψει κάποτε ακόμη πιο σοβαρά από ότι τώρα, από τους βασιλείς και επικυρίαρχους του, όταν τα όρια δεν τα θέτει πια κυρίως ο κόσμος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ο κόσμος θα κινδυνέψει, όταν η ουτοπική σκέψη βρει στ' αλήθεια το δρόμο προς την πραγματικότητα, και ταυτιστεί μαζί της.
Η ύπαρξη του πλήθους των δυστοπιών είναι μία απόδειξη όχι μόνο της αντικειμενικής ύπαρξης της κακότητας, αλλά και της ύπαρξης του μεταφυσικού και διανοητικού κακού. Φαινομενικά το ίδιο οντολογικό επιχείρημα της απόδειξης της ύπαρξης του θεικού μπορεί να ισχύσει και για την ύπαρξη του κακού. Αρχίζοντας ανάποδα από ότι θα συνηθίζε κανείς στο παρελθόν αλλά και σήμερα, η αναγνώριση της κακότητας, έστω και ως στέρηση του Αγαθού, ως επί το πλείστον από αγίους, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν περιγράφει την κόλαση, και ομιλεί για "τριγμούς οδόντων", ο Δάντης όταν γραφει το ποιητικό του έργο, έως τα σύγχρονα μεταφυσικά θρίλερ, κ.α. μπορεί να είναι μία απόδειξη της έστω νοητικής ύπαρξής του. Με τη διαφορά ότι η αναγνώριση της ύπαρξής του πάλι έγκειται στα ηθικά και γνωστικά ανθρώπινα κριτήρια. Συνήθως λοιπόν όταν κάποιος θέλει να αποδείξει την ύπαρξη του κακού λαμβάνει παραδείγματα από την κοινωνική πραγματικότητα, λησμονώντας τότε ότι ακόμη και αυτή θα πρέπει να ενταχθεί μέσα στον φυσικό κόσμο, όπως και ο άνθρωπος, άρα η αναγνώριση της ύπαρξης του κακού έγκειται στις δικές του προσλαμβάνουσες ως ανθρώπου, στο ανθρώπινο είδος. Ένας λέων όταν σκοτώνει για να καταβροχθίσει μία αντιλόπη και η ίδια η αντιλόπη, εντάσσονται στην αλυσίδα της φύσης, όπου δεν εμφιλοχωρεί καμία ηθική. Ακόμη και η ίδια η ηθική και η επινόηση των αρμονικών και άρτια δομημένων ουτοπιών, δεν είναι παρά ένα πολιτιστικό τέχνασμα για να επιβληθεί ο άνθρωπος όσο μπορεί πιο απόλυτα στους ομοίους του, στον εαυτό του και σε ό,τι τον περιβάλλει.
Η κριτική του Κάντ στηρίχτηκε στο ότι δεν είναι το ίδιο το να σκεφτείς μία γενική ιδέα και να πεις ότι αυτή κάπου υπάρχει και το να σκεφτείς π.χ. 100 ευρώ και αυτά να μην τα έχεις. Στο δεύτερο παράδειγμα, όταν δηλαδή σκέφτομαι 100 ευρώ και αυτά δεν τα έχω, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάπου, αλλά ότι δεν τα έχω εγώ, γιατί σκεπτόμενος με τη λογική θεωρώ ότι υπάρχουν αλλού τα 100 ευρώ. Ό,τι υπάρχει αληθινά, δηλαδή αντικειμενικά στην εξωτερικότητα υπάρχει και στον νου μας ή όχι; Το γεγονός ότι οι νεότεροι, όπως ο Ι. Κάντ αίρουν την ταύτιση νοείν και είναι, τούτο γίνεται στο επίπεδο του δεύτερου παραδείγματος με τα ευρώ. Όμως, εάν κάτι υπάρχει μέσα μου, αλλά δεν υπάρχει εξωτερικά, δεν σημαίνει πως αυτό είναι ψευδές. Μπορεί α) να είναι εν δυνάμει και/η β) να υπάρχει σε έναν άλλο ιδεατό κόσμο, καθώς προείπαμε και όπως θα έλεγε ένας πλατωνικός. Ο ορισμός της αλήθειας ως ταύτισης του περιεχομένου της σκέψης με το πραγματικό δεν μπορεί να αρθεί έτσι εύκολα. Το θέμα είναι ότι, ενώ η αρχαιότητα και ο μεσαίωνας θεωρούσαν de facto ό,τι σκεφτόντουσαν ως αληθινό, θεωρώντας ως κριτήρια της αλήθειας είτε το Θεό είτε το ανθρώπινο υποκείμενο, στα νεότερα χρόνια εκτός από την κριτική στη μεταφυσική, ήρθε η ώρα που ακόμη και το ανθρώπινο υποκείμενο έπαψε να αποτελεί τον βέβαιο εγγυητή της αλήθειας. Έτσι και ο Καντιανός μονισμός του υποκειμένου, στον οποίο οδήγησε αυτή η κριτική του Κάντ στη Μεσαιωνική παραδοσιακή σκέψη, τα βρήκε μπαστούνια. Τούτο δεν σημαίνει ότι το υποκείμενο δεν κατέχει την αλήθεια. Διότι το σκεπτόμενο εγώ είναι ο μόνος φορέας άσκησης κριτικής της γνώσης. Το ανθρώπινο υποκείμενο, όμως, μπορεί να κάνει λάθος ή να λέει ψέματα. Εκεί ακριβώς, όπου κάποιοι παραδοσιακοί φιλόσοφοι τοποθετούσαν ένα έξω-υποκειμενικό θεμέλιο για την αλήθεια, όπως είναι π.χ. ο Θεός, κάποιοι άλλοι μεταμοντέρνοι, όπως οι Στρουκτουραλιστές και οι Σημειολόγοι τοποθέτησαν τη γλώσσα. Υπέταξαν, όμως, τα πάντα στη δομή και απομακρύνθηκαν από την ιστορικότητα και την ελευθερία. Δεν μπόρεσαν με παραμέτρους γλωσσικές και δομικές να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του νέου νοήματος και το απρόβλεπτο και δυναμικό άνοιγμα, που προκύπτει από κάθε ενέργεια του ανθρώπου.
Κάθε ουτοπία, αποτελεί ένα ελπιδοφόρο κίνητρο για να βελτιώσουμε τις πόλεις μας, σκεπτόμενοι πάντα το ιδανικό αρχέτυπο όλων των πόλεων, την τέλεια παραδείσια πόλη. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει ή όχι αυτή η ιδεώδης πόλη, εάν υπάρχει μέσα στον νου μας ή σε έναν εξτρα-γεωγραφικό χώρο. Σίγουρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ωστόσο, όσον αφορά τις μεγαλύτερες αλλά φθαρτές υλοποιήσεις δύναμης του ανθρώπου που λέγονται πόλεις ενέχουν πόνο και η δυστυχία, που δεν είναι κακά καθαυτά αλλά ανήκουν στην πραγματικότητα και υπάρχουν στο βαθμό που υπάρχει ο άνθρωπος. Χωρίς τον άνθρωπο ολόκληρος ο κόσμος δεν θα είχε νόημα. Οι ουτοπίες είναι προιόντα της δημιουργικής φαντασίας και της ανθρώπινης διάνοιας, άρα εξαρτώνται από τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να προσεγγίζει την πραγματικότητα.
Η αληθοποίηση ή διάψευση των ουτοπιών συνδέεται λοιπόν με την ανθρώπινη μοίρα στον κόσμο. Αν δούμε τη ζωή των πόλεων πέραν των θεολογικών κατηγοριών του καλού και του κακού, τότε ένα τυχαίο δράμα εκτυλίσσεται καθημερινά εκεί. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα ή ότι είναι άννοο. Υπάρχει από μόνο του. Όμως τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον άνθρωπο, τον νοηματοδότη και βασιλιά του; Ο κόσμος ίσως κινδυνέψει κάποτε ακόμη πιο σοβαρά από ότι τώρα, από τους βασιλείς και επικυρίαρχους του, όταν τα όρια δεν τα θέτει πια κυρίως ο κόσμος, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ο κόσμος θα κινδυνέψει, όταν η ουτοπική σκέψη βρει στ' αλήθεια το δρόμο προς την πραγματικότητα, και ταυτιστεί μαζί της.
Η ύπαρξη του πλήθους των δυστοπιών είναι μία απόδειξη όχι μόνο της αντικειμενικής ύπαρξης της κακότητας, αλλά και της ύπαρξης του μεταφυσικού και διανοητικού κακού. Φαινομενικά το ίδιο οντολογικό επιχείρημα της απόδειξης της ύπαρξης του θεικού μπορεί να ισχύσει και για την ύπαρξη του κακού. Αρχίζοντας ανάποδα από ότι θα συνηθίζε κανείς στο παρελθόν αλλά και σήμερα, η αναγνώριση της κακότητας, έστω και ως στέρηση του Αγαθού, ως επί το πλείστον από αγίους, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, όταν περιγράφει την κόλαση, και ομιλεί για "τριγμούς οδόντων", ο Δάντης όταν γραφει το ποιητικό του έργο, έως τα σύγχρονα μεταφυσικά θρίλερ, κ.α. μπορεί να είναι μία απόδειξη της έστω νοητικής ύπαρξής του. Με τη διαφορά ότι η αναγνώριση της ύπαρξής του πάλι έγκειται στα ηθικά και γνωστικά ανθρώπινα κριτήρια. Συνήθως λοιπόν όταν κάποιος θέλει να αποδείξει την ύπαρξη του κακού λαμβάνει παραδείγματα από την κοινωνική πραγματικότητα, λησμονώντας τότε ότι ακόμη και αυτή θα πρέπει να ενταχθεί μέσα στον φυσικό κόσμο, όπως και ο άνθρωπος, άρα η αναγνώριση της ύπαρξης του κακού έγκειται στις δικές του προσλαμβάνουσες ως ανθρώπου, στο ανθρώπινο είδος. Ένας λέων όταν σκοτώνει για να καταβροχθίσει μία αντιλόπη και η ίδια η αντιλόπη, εντάσσονται στην αλυσίδα της φύσης, όπου δεν εμφιλοχωρεί καμία ηθική. Ακόμη και η ίδια η ηθική και η επινόηση των αρμονικών και άρτια δομημένων ουτοπιών, δεν είναι παρά ένα πολιτιστικό τέχνασμα για να επιβληθεί ο άνθρωπος όσο μπορεί πιο απόλυτα στους ομοίους του, στον εαυτό του και σε ό,τι τον περιβάλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου