Quod est Veritas?, Christ and Pilate, by Nikolai Ge |
Το μέγα ερώτημα το οποίο κρύβεται πίσω από όλα τα άλλα και αυτό στο οποίο όλα τα άλλα ανάγονται, είναι ποιος ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη φθαρτότητα της γήινης ύπαρξής του. Όσον αφορά το θέμα των πόλεων, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι όχι μόνο αυτό περί της κοσμόπολης, αλλά αυτό της έλευσης των εσχάτων, ως πλήρη αποθέωση του ανθρώπου, δημιουργού των πόλεων. Πριν ακόμη ειπωθεί οποιοσδήποτε λόγος αλλά και με την εκφορά του πρώτου λόγου, όπως και του τελευταίου, υπάρχει μόνο ένας λόγος ύπαρξης για όλους και όλα. Το ότι όλα χάνονται μέσα στο παν, αυτό δεν σημαίνει ότι το παν χάνεται. Το καίριο και αποφασιστικής σημασίας αυτό ερώτημα, είναι ένα από τα ερωτήματα που όλοι κάποτε συναντούν με ό,τι και εάν ασχολούνται. Το ερώτημα λοιπόν αυτό έχει ή όχι απάντηση; Το ερώτημα αυτό ζητά την απόλυτη απάντηση. Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στο ερώτημα αυτό, αν και θα πρέπει να είναι οριστική και τελεσίδικη, δεν θα καταργούσε το ερώτημα. Η πραγματικότητα των πόλεων βρίσκεται μέσα στη φύση και στην ιστορία, και όχι σε ένα ιδεατό κόσμο, ο οποίος, ωστόσο, αποτελεί τον σταθερό προσανατολισμό τους.
Όσο και εάν αναρωτηθούμε περί του τέλους της φύσης και της ιστορίας, όχι μόνο ιουδαιο-χριστιανικά ή αρχαιοελληνικά, ούτε με την προοπτική της έννοιας της προόδου, το τέλος είναι άδηλο, αν και η γνώση του εξαρτάται από εμάς. Το θέμα είναι εάν εξαρτάται και από εμάς η έλευσή του, και ο τρόπος με τον οποίο θα έρθει. Έπειτα από την απομάκρυνση του ανθρώπινου υποκειμένου από το λαμπρό βάθρο του, μπορούμε άραγε να έχουμε πίστη στις ανθρώπινες δυνατότητες που στοχεύουν στο Αγαθό; Όσο και αν θέλουμε να βλέπουμε την κακότητα της ανθρώπινης φύσης, πίσω από την χριστιανική και άλλη θεώρηση του κακού ως παρυπόσταση, χωρίς οντολογική ανεξαρτησία, όλοι αναγνωρίζουν ότι η αληθινή ανθρώπινη δυνατότητα έγκειται στην ελευθερία. Η διαλεκτική του ανθρώπου δεν είναι παρά μία διαλεκτική της περιπλάνησης, που λαμβάνει υπ’ όψιν της κυρίως το γεγονός της ανθρώπινης ελευθερίας. Είτε εντός των αστικών τοπίων, είτε στα διαπλανητικά της όνειρα, η ανθρώπινη υπόσταση αναζητά διαρκώς το πεπρωμένο της, το οποίο δεν είναι η ταύτιση με την ουσία.
Θέλουμε να γνωρίσουμε τα πάντα, να πράξουμε το καλό, να αγαπήσουμε, να ζήσουμε, όταν αυτοί οι κιβωτιόσχημοι γκρίζοι όγκοι μας κρύβουν μέρος από τη θέα του ουρανού. Αλλά ακόμη και η επαφή με τη γη μοιάζει μακρινή, τόσο πίσω στο χρόνο. Εβρισκόμενοι ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, άραγε πως θα τους ενώσουμε; Περπατάμε στους σκονισμένους δρόμους, σέρνουμε τα πόδια μας, και αναρωτιόμαστε συνεχώς, διαλεγόμαστε, διότι όλοι γνωρίζουμε το αληθινό μας τέλος. Η γνώση της ζωής δεν αντιμάχεται αυτή του θανάτου. Όσο και εάν κρύβουμε από τους εαυτούς μας ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ξέρουμε, δεν μπορούμε παρά να ζούμε μέσα σε αυτή. Η αστική περιπλάνηση θα έχει ένα τέλος; Και εάν ναι ποιο θα είναι αυτό; Ποια εξέλιξη θα μας έφερνε εμπρός σε νέα τοπία, πέραν των αστικών; Πέραν της πόλης, τι; Όταν όλα τα ερωτήματα δεν μπορούν παρά να συγκλίνουν στο μέγα ερώτημα, και υποθέτουμε ότι η απάντηση στο μέγα ερώτημα θα είναι μία απάντηση για όλα, γιατί δεν ασχολούνται όλοι με το μέγα ερώτημα, αλλά κατατρύχονται από τα επιμέρους; Εάν οι άνθρωποι θέλουν πραγματικά μία απάντηση γιατί δεν τη βρίσκουν; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι άραγε μία ακόμη πολυδιάσπαση, και είναι πραγματικά η πολυμορφία μία αναπόφευκτη κατάσταση; Όμως αυτό είναι ακριβώς το μέγα ερώτημα, το ερώτημα που συνέχει όλα τα άλλα: το ερώτημα περί της ενότητας, το ερώτημα στο οποίο ίσως συγκλίνουν όλα τα άλλα, είναι το ερώτημα της ίδιας της σύγκλισης. Άραγε είναι ένα άννοο ερώτημα, ερώτημα που δεν έχει νόημα, αφού δεν μπορεί να απαντηθεί εάν δεν έρθει το πλήρωμα του χρόνου; Είναι το ερώτημα περί του ερωτήματος και αυτό χωρίς νόημα;
Εάν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, εάν δεν υποχωρήσουμε σε μία μορφική παραπλάνηση, εάν ακόμη θέλουμε να αποφύγουμε το θεολογικό στερεότυπο, άραγε εάν δεν ζητάμε μόνο το νόημα, εδώ και τώρα, αλλά την ίδια την εμπειρική αλήθεια, την ίδια τη ζωή, νόηση και ύπαρξη, και πάλι δεν θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ενότητα; Το μεγαλείο αυτού του ερωτήματος είναι ότι αποτελεί ΕΝΑ ερώτημα, και όχι μία πολλαπλότητα ερωτημάτων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διεκδικεί τον απόλυτο καθορισμό όλων των άλλων. Το ερώτημα είναι δηλαδή περί της μοναδικότητας του ερωτήματος. Όταν τίποτε άλλο δεν εμφιλοχωρεί εντός του, όταν καμία διακλάδωση δεν εξέρχεται από αυτό, παρά για να επιστέψει σε αυτό, τότε με μιας αντιλαμβανόμαστε ότι όσο και εάν προχωρήσουμε δεν θα πρέπει παρά να αναρωτιόμαστε πάντα. Η ίδια αυτή αναρώτηση, για την οποία η μόνη πειστική απάντηση είναι πως είναι η μόνη αναρώτηση, δεν θα μας αφήσει ποτέ, εφόσον στερούμαστε άλλης απάντησης, και συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε.
Έτσι το μέγα ερώτημα αποτελεί ταυτόχρονα και τη μεγίστη απάντηση. Η πλάνη και η περιπλάνηση στους ατραπούς της ψυχής και της πόλης οδηγεί στο κατόρθωμα της έκστασης. Η καθημερινή εμπειρία υποδηλώνει το χάσιμο και την πτώση στο άπειρο της πολλαπλότητας των επιμέρους όντων, όταν τίποτα δεν προμηνύει ότι η έκσταση θα έρθει· έρχεται όμως αιφνιδιαστικά, κατ’ εξακολούθηση, θέτοντάς μας εμπρός στο μέγα ερώτημα. Θα αναρωτιέται κανείς, ποιό είναι επιτέλους αυτό το μέγα ερώτημα; Το μέγα ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί στον ερωτηματικό τύπο ως εξής: ποιό είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα; Το ένα και μοναδικό ερώτημα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ερώτημα: ποιο είναι το ένα και μοναδικό ερώτημα. Εάν η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε μοιάζει ταυτολογία ή επανάληψη, εξίσου ερωτηματική, υπάρχει μία απάντηση στο ερώτημα: «ποιο είναι το μοναδικό ερώτημα»· αυτή είναι: το ερώτημα είναι ένα.