Αυτή είναι η πρώτη ανάρτηση εν έτει 2014. Ο λόγος για τον οποίο άργησα να προσθέσω κείμενο, δεν είναι απλά οι άλλες τρέχουσες ασχολίες, αλλά εν μέρει η αμφιβολία και η αναζήτηση της επιβεβαίωσης με άλλους πιο έγκυρους τρόπους. Παρόλα αυτά, αυτό είναι το πρώτο μπλόγκ που δημιούργησα. Δεν γνωρίζω αν είναι η πιο αγαπημένη από τις ιστοσελίδες μου, αλλά είναι σίγουρα η πιο γενική από φιλοσοφική οπτική και με μεγάλη γκάμα θεμάτων. Κάποια μεγαλύτερη επιμέλεια των κειμένων θα χρειαζόταν, αλλά εφόσον κατέληξα σε νέο τίτλο του παρόντος (Φιλοσοφικές Σημειώσεις) μπορώ να πω ότι πλέον συλλέγω εδώ στοχασμούς που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη αυθορμησία, χωρίς να είναι εντελώς δίχως προετοιμασία.
Θυμάμαι όταν άρχισα παλιότερα την ανάγνωση ενός μικρού βιβλίου του Μισέλ Φουκώ, με τίτλο Η τάξη του Λόγου, μεταφρασμένο στα ελληνικά, γύρω στις 60 σελίδες, από τις εκδόσεις Ηριδανός, τις πρώτες φράσεις του μεγάλου ανδρός: «Θα μου άρεσε να μπορώ να ξεγλιστράω εύκολα, τόσο στη σημερινή αγόρευση, όσο και σ’ αυτές που θα ακολουθήσουν, ίσως για χρόνια. Θα προτιμούσα, αντί να παίρνω το λόγο, να βρίσκομαι μέσα στη ροή του και να είναι αυτός που θα με οδηγεί πέρα από κάθε αρχίνισμά του (…)». Βέβαια καταλαβαίνω ότι ο Φουκώ εννοούσε ότι το ανθρώπινο υποκείμενο αναγκαστικά υπάγεται σε μία και σε όλες τις τάξεις του λόγου, ότι είναι απλά υποχείριό του, χωρίς ελευθερία, ένα νευρόσπαστο, μία κούκλα, χωρίς αντοχή και αντίσταση, που άγεται και φέρεται… ο άνθρωπος ως αντικείμενο του λόγου είχε για τον Φουκώ πεθάνει… Κατά πόσον μας αφορά σήμερα η «τάξη του λόγου», και υπάρχει ακόμη μία τέτοια τάξη ή οι τάξεις; Έχει σήμερα αξία να μιλάμε για την υποδούλωση στον λόγο; Η αγόρευση του Φουκώ συνεχίζεται σήμερα, αναπαράγεται σε πολλές μορφές και τάξεις του λόγου, έχει διαδοθεί τόσο ώστε οι παραπομπές στον χώρο των κοινωνικών επιστημών σε αυτήν να ξεπερνούν όλες τις άλλες. Όμως δεν θέλω να παινέσω την αξία του έργου του Φουκώ. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Απλά θα ήθελα και εγώ να αρχίσω κάτι και να με βγάλει μακριά, πολύ μακριά. θα ήθελα, όπως θα έλεγε ο Πλωτίνος, να επιστρέψω στην αρχή των όντων και να δω τον λόγο στην ψυχή να φτάνει μέχρι την ύλη, να χαθεί κάθε υπόνοια του κενού. Το κενό στο οποίο αναφέρεται ο Φουκώ, το άπειρο κενό. Το θέμα είναι λοιπόν όταν επιστρέφουμε να μην ξεγλιστράμε, αλλά να αισθανόμαστε πλήρεις, ούτως ώστε ο λόγος να γεννάται από την ψυχή ως αντανάκλαση του νου που βλέπει το απόλυτο, και κάθε δυνατότητα της ύλης να ανάγεται έως Εκεί, έως ότου πειστούμε ότι το σύμπαν δεν υπάρχει όπως το νοούμε, αλλά όπως αυτό μας νοεί. Το ίδιο το σύμπαν, ο κόσμος των αρχαίων, για να μην μοιάζει με «κεκοσμημένον πτώμα», χρειάζεται τον φωτισμό του απολύτου φωτός.
Θυμάμαι όταν άρχισα παλιότερα την ανάγνωση ενός μικρού βιβλίου του Μισέλ Φουκώ, με τίτλο Η τάξη του Λόγου, μεταφρασμένο στα ελληνικά, γύρω στις 60 σελίδες, από τις εκδόσεις Ηριδανός, τις πρώτες φράσεις του μεγάλου ανδρός: «Θα μου άρεσε να μπορώ να ξεγλιστράω εύκολα, τόσο στη σημερινή αγόρευση, όσο και σ’ αυτές που θα ακολουθήσουν, ίσως για χρόνια. Θα προτιμούσα, αντί να παίρνω το λόγο, να βρίσκομαι μέσα στη ροή του και να είναι αυτός που θα με οδηγεί πέρα από κάθε αρχίνισμά του (…)». Βέβαια καταλαβαίνω ότι ο Φουκώ εννοούσε ότι το ανθρώπινο υποκείμενο αναγκαστικά υπάγεται σε μία και σε όλες τις τάξεις του λόγου, ότι είναι απλά υποχείριό του, χωρίς ελευθερία, ένα νευρόσπαστο, μία κούκλα, χωρίς αντοχή και αντίσταση, που άγεται και φέρεται… ο άνθρωπος ως αντικείμενο του λόγου είχε για τον Φουκώ πεθάνει… Κατά πόσον μας αφορά σήμερα η «τάξη του λόγου», και υπάρχει ακόμη μία τέτοια τάξη ή οι τάξεις; Έχει σήμερα αξία να μιλάμε για την υποδούλωση στον λόγο; Η αγόρευση του Φουκώ συνεχίζεται σήμερα, αναπαράγεται σε πολλές μορφές και τάξεις του λόγου, έχει διαδοθεί τόσο ώστε οι παραπομπές στον χώρο των κοινωνικών επιστημών σε αυτήν να ξεπερνούν όλες τις άλλες. Όμως δεν θέλω να παινέσω την αξία του έργου του Φουκώ. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Απλά θα ήθελα και εγώ να αρχίσω κάτι και να με βγάλει μακριά, πολύ μακριά. θα ήθελα, όπως θα έλεγε ο Πλωτίνος, να επιστρέψω στην αρχή των όντων και να δω τον λόγο στην ψυχή να φτάνει μέχρι την ύλη, να χαθεί κάθε υπόνοια του κενού. Το κενό στο οποίο αναφέρεται ο Φουκώ, το άπειρο κενό. Το θέμα είναι λοιπόν όταν επιστρέφουμε να μην ξεγλιστράμε, αλλά να αισθανόμαστε πλήρεις, ούτως ώστε ο λόγος να γεννάται από την ψυχή ως αντανάκλαση του νου που βλέπει το απόλυτο, και κάθε δυνατότητα της ύλης να ανάγεται έως Εκεί, έως ότου πειστούμε ότι το σύμπαν δεν υπάρχει όπως το νοούμε, αλλά όπως αυτό μας νοεί. Το ίδιο το σύμπαν, ο κόσμος των αρχαίων, για να μην μοιάζει με «κεκοσμημένον πτώμα», χρειάζεται τον φωτισμό του απολύτου φωτός.