Αν κάποτε ήθελες να γνωρίσεις τα όριά σου, όταν ήσουν
νέος, όταν ανοίγετο μπροστά σου ο κόσμος, όταν όλα τα πράγματα σου χαμογελούσαν
και τα αγαπούσες, τώρα δεν βλέπεις παρά το υπέρμετρο, το άπειρο, το ανεννόητο.
Γαλουχημένος με τη σκέψη του Πλωτίνου –παρεμπιπτόντως ποιός γνωρίζει τη
σκέψη του πρώτου νεοπλατωνικού; Όσοι τον χρησιμοποιούν για να γράψουν τις
εργασίες τους δεν διαθέτουν τον χρόνο για να αγναντέψουν το Επέκεινα∙ όσοι δεν τον γνωρίζουν καλά, θαμπώνονται από την έντονη λάμψη της σοφίας του εντός της Ιστορίας∙ τέλος, όσοι
δεν έχουν ακούσει για αυτόν και το έργο του, δεν γνωρίζουν τι χάνουν!– λοιπόν
αναζήτησα ό,τι αυθεντικότερο υπάρχει.
Αλλά ο χρόνος δεν
γυρίζει πίσω. Όμως ο κόσμος συνεχίζει και γυρίζει.
Αν κάτι παρέμενε για πάντα σταθερό, δεν θα έπρεπε να
υπάρχει όπως υπάρχουν οι άνθρωποι, οι λίθοι ή τα ζώα και τα φυτά.
Όλη η ζωή είναι μια προσπάθεια να τιναχθούμε εκ νέου έως Εκεί και να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα, μέχρι το Ένα.
Η λήθη έρχεται για εμάς, όχι όμως και για τις ιδέες που
δεν τη χρειάζονται, το ίδιο και αυτή –η λήθη– δεν τις χρειάζεται.
Όμως εμείς ως θνητά όντα, που προσμένουμε κάτι πάντα, όσο
είμαστε ζωντανοί, επιθυμούμε και πάλι το άπειρο, άνευ ορίων, άνευ όρων, κατά
την έκφραση του Ανδρέα Εμπειρίκου, διότι ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος δεν γνώριζε απολύτως τι έλεγε, όταν ομιλούσε περί μίας σειράς αμέτρητων επιθυμιών που
ελλοχεύουν πίσω από τη μία επιθυμία, καθώς όλες συγκλίνουν στη μία και μοναδική έφεση του Ενός.