Φευγαλέες εικόνες διέρχονταν εντός του εγκεφάλου του. Τί υπήρχε εκεί; Ποιός ήταν; Πώς θα έβρισκε την άκρη; Ο παφλασμός των κυμάτων τον νανούριζε, καθώς το σπίτι του ήταν δίπλα στη θάλασσα. Οι εικόνες έρχονταν και έφευγαν σαν σε όνειρο. Κάπου-κάπου, δάνειες εικόνες και παραστάσεις, περιγραφές που διάβασε σε βιβλία, σκηνές από ταινίες της τηλεόρασης και του κινηματογράφου ανάμικτες με στιγμιότυπα της περασμένης ζωής του, κλωθογύριζαν μέσα του. Λαγοκοιμόταν. Κάπου εκεί ανάμεσα στο όνειρο και την ύπαρξη ξαναζούσε το μακρινό παρελθόν.
« Πεπερασμένη η βιωτή», σκέφτηκε τότε. «Τί είναι αυτό που μένει ανάμεσα στα άλλα; Πού να ρίξω άγκυρα; Περνούν οι μέρες σαν τσακμακόπετρες, η μία μετά την άλλη, γρήγορα». «Τρεις είναι οι βεβαιότητες», είπε μέσα του. «Η πρώτη είναι ότι υπήρξα. Βέβαια, αναρωτιέμαι, το έμβρυο την πρώτη στιγμή της σύλληψής του μπορεί άραγε να ισχυριστεί ότι υπήρξε; Ναι, μόνο εάν σκεφτούμε την περίπτωση αυτή μέσα από φυλετικούς και αταβιστικούς όρους. Το έμβρυο λέει: υπήρξα εν σπέρματι, και ο υποτιθέμενος πρώτος άνθρωπος, κάποιος εν ονόματι Αδάμ, πριν από τη δημιουργία του, μπορεί να πει, άραγε, ότι «ναι, υπήρξα;»Από την άλλη, είναι δυνατόν να πούμε ότι κάποτε δεν υπήρξαμε; Θα μπορούσαμε πολύ καλά να πούμε πώς υπήρχαμε; Θα μπορούσαμε πολύ καλά να πούμε πως υπήρχαμε εν σπέρματι ή ως ιδέα και νόηση. Και αυτό θα το λέγαμε, διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρξαμε ή ότι δεν υπήρχαμε κάποτε. Μόνο εάν η αιωνιότητα προεκτείνεται πάντα προς τα πίσω, έως το άπειρο, εκεί όπου πρωτο-υπήρχε η ιδέα άνθρωπος. Από την άλλη, εάν πούμε πως εν αρχή ήν το μηδέν ή το μη-ον, μόνο τότε θα χρειαστεί να ανάγουμε αυτήν την ιδέα, ώστε να γίνει το πρότυπο ενός πιθανού Δημιουργού. Όμως ως τί υπήρξαμε; Τί άλλο βλέπουμε σε αυτό το σκοτεινό το παρελθόν, σε αυτήν την άβυσσο του χρόνου; Πού πρωτο-υπήρξε η οντότητα που έχει συνείδηση;
Από τη στιγμη όμως που δεχτούμε τη δεύτερη βεβαιότητα, η οποία είναι αυτή: ότι υπάρχω εδώ και τώρα, ίσως θα πρέπει να υποθέσουμε και μία αενάως προεκτεινόμενη προς τα πίσω ύπαρξη. Άρα αυτή η δεύτερη βεβαιότητα καθιστά δυνατή την πρώτη; Μπορεί να υπάρξει ένα ον χωρίς ιστορία; Ναι, εάν δεν χρειάζεται να παρεμβάλλουμε διαρκώς ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στο τωρινό εγώ και το παρελθοντικό εγώ. Για τούτο αναρωτιούνται όλοι για τη δημιουργία και τη γένεση των όντων, διότι δεν είναι σίγουροι ότι υπήρξαν στο παρελθόν. Η οντογένεση συνδέεται με τη φυλογένεση. Εάν όμως υπάρχω τώρα και μόνο τώρα, πώς συγκροτείται αυτό το συνειδησιακό παρόν; Έτσι συμπεραίνουμε ότι χωρίς ιστορία ή παρελθόν δεν υπάρχει τίποτε. Η αιωνιότητα προεκτείνεται απεριόριστα προς τα πίσω. Και η στιγμή της γέννησης λοιπόν δεν υπήρξε ποτέ; Τότε θα φτάναμε στην παραδοξότητα να πούμε πως δεν γεννηθήκαμε ποτέ. Είναι δυνατόν να μην υπήρξαμε; Μπορεί να υπάρχει το παρόν χωρίς να υπάρχει το παρελθόν; Ναι, μόνο στην περίπτωση που το θεωρήσουμε μεταφυσικά ως ένα αιώνιο παρόν (τούτο το τελευταίο όμως δεν έχει να κάνει με τον κόσμο του συνεχούς γίγνεσθαι και της αέναης μεταλλαγής των όντων θα έλεγε ένας πλατωνικός). Μήπως όμως από την άλλη, αυτό το αιώνιο παρόν υφίσταται ήδη, και όπως στο παράδοξο του Ζήνωνα του Ελεάτη κάθε κίνηση που υποδηλώνει και μετρά το χρόνο (αριστοτελικώς τώρα σκεπτόμενοι) δεν συμβαίνει ποτέ; Άρα το βέλος που κάποιος εκτοξεύει στέκεται εκεί, ακίνητο και ο χρόνος - που μετριέται από την κίνηση - δεν κυλά καθόλου, όντας μία από τις τόσες ανθρώπινες ψευδαισθήσεις; Πώς να δω τον κόσμο χωρίς τη σύμβαση αυτή της χρονικής του μέτρησης; Όμως το παρελθόν έχει ήδη κάνει φτερά και η ανάμνηση είναι κάτι τόσο φευγαλέο.
Λοιπόν επανερχόμενοι στο ερώτημα: αποτελεί ή όχι μία βεβαιότητα για τον καθένα μας ως ατομικότητα, αλλά και για τη φυλή μας ως γένος, το ότι κάποτε υπήρξα ή υπήρξαμε; Και δεν φτάνει αυτό· είναι σε όλους μας βέβαιο ότι σε κάθε στιγμή μας (παρόν) υπήρξαμε; Υφίσταται καθόλου το παρελθόν ή αποτελεί ήδη τώρα, αυτήν τη στιγμή μία ανυπαρξία; Στο βαθμό που δεν υφίσταται πια, ναι, όντως είναι ανύπαρκτο. Από την άλλη το γεγονός ότι έχουμε τη γραπτή ιστορία για να το αναθυμόμαστε σημαίνει ότι αυτό υπήρξε με μία κάποια μορφή. Είναι λοιπόν ο λόγος και εν μέρει κάθε αναπαραστατική και συμβολική μορφοποίηση που αιχμαλωτίζει και καθιστά τρόπον τινά βέβαιη την ύπαρξη του παρελθόντος (verba volant, scripta manent). Είναι λοιπόν η γραφή που εγκαθιστά την παρουσία του παρελθόντος μέσα μας και έξω από εμάς. Υπήρξαμε, διότι ο γραπτός λόγος το επιβεβαιώνει. Από την άλλη ο προφορικός λόγος δεν επιβεβαιώνει την ιστορικότητα ούτε του υποκειμένου ούτε της φυλής. Είναι αυτός που δεν αφήνει ίχνη, αλλά εξαφανίζεται πάραυτα. Έτσι λοιπόν είναι η γραφή ο τόπος όπου υπήρξαμε. Η λεγόμενη « μεταφυσική της παρουσίας" καθηλώνει στον γραπτό λόγο τον τρόπο της παρελθοντικής μας υπάρξεως. Ακόμη ο γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμεσολαβεί ανάμεσα σε εμάς και ότι υπήρξε. Είναι αυτός που μας καθιστά υποχείριά του και που διαρκώς μας υπενθυμίζει. Τί; Μα την ιστορικότητά μας, το γεγονός (ή πέστε το: σύμβαση) της έγχρονης παρουσίας μας.
Τώρα αναρωτιόμαστε ξανά: είναι βέβαιο ανά πάσα στιγμή ότι υπήρξα; Και ναι και όχι. Κάποιος άλλος θα το θεωρούσε προδηλότητα του κανονικού. Η βεβαιότητα ότι υπάρχω στο παρόν μπορεί ή όχι να μου εξασφαλίσει τη βεβαιότητα κάποιας παρελθοντικής ύπαρξης, είτε ως γένος, είτε ως άτομο; Ας προτείνουμε πρώτα την αρνητική απάντηση: «όχι δεν υπήρξα στο παρελθόν» και «όχι δεν υπήρξαμε στο παρελθόν». Το ερώτημα που προκύπτει είναι: η ανάμνηση μέσα από τις όποιες συμβολικές μορφές μπορεί να εξασφαλίσει οποιαδήποτε βεβαιότητα προϋπάρξεως; Και, εάν ό,τι θυμάμαι ή θυμόμαστε είναι κάτι απατηλό και κατασκευασμένο; Εάν με άλλα λόγια πρόκειται για μία μνημονική εμφύτευση, που έγινε με κάποιο παράξενο τρόπο; Το ερώτημα πάλι του ποιός είμαι σχετίζεται ή όχι με το παρελθόν; Διότι εάν αυτό το ερώτημα σχετίζεται με το παρελθόν, άρα και η λεγόμενη δεύτερη βεβαιότητα, δηλαδή ότι υπάρχω στο παρόν, θα πρέπει να στηρίζει την υπόθεση ότι υπάρχει μία πρώτη βεβαιότητα, αυτή του ότι υπήρξα.
Η δεύτερη βεβαιότητα: «ναι, υπάρχω», προϋποθέτει τη μνήμη ή έρχεται έτσι απότομα και ουρανοκατέβατα ως καρτεσιανή περίσκεψη; Η στιγμή είναι τόσο φευγαλέα που μόλις και υφίσταται. Το εδώ και τώρα, ειρωνεία του οποίου αποτελεί το carpe diem, φεύγει και χάνεται και η έκφραση ότι «το αδράττουμε» δεν αποτελεί καμία παγιοποίηση ή ακινητοποίησή του. Για να υπάρξει η ανάμνηση ενός παρελθόντος προϋποτίθεται ο βιωμένος χρόνος. Ο χρόνος δεν σταματά· κυλά αδιάκοπα. Άρα το βίωμα συμβαίνει μέσα στο χρόνο και εντός της συμβάσεως αυτής. Το βίωμα όμως έχει και ένα δικό του χρόνο, ένα χρόνο ψυχολογικό, πιο ελαστικό, που τεντώνεται ή μειώνεται ανάλογα με τις ψυχικές μεταβολές. Το πνεύμα πάλι βασιλεύει σε μία άλλη διάσταση, - θα το λέγαμε «αδιάστατο» - όπου ο χρόνος είναι η ακινησία του αιώνος, μέσα στην αδιάλειπτη παρουσία των ιδεών. Η ανάμνηση, όχι η φευγαλέα και παροδική της περασμένης ζωής, αλλά η ανάμνηση οποιουδήποτε σταθερού άξονα από τον οποίο στηριζόμαστε είναι (πλατωνικώς ομιλώντας) ανάμνηση του Εκεί κόσμου. Άρα το ότι υπήρξα έχει δύο διαστάσεις α) το ότι υπήρξα ίσως λίγο πιο πριν εντός της χρονικής συμβατικότητας και β) το ότι υπήρξα ή ότι υπήρξαμε κάποτε ως Ιδέα εντός ενός άχρονου βασιλείου, σε έναν εξωδιαστατικό τόπο. Το ερώτημα όμως που αναφύεται είναι πώς υπάρχει το παρελθόν ως μη-μεταφυσικό στοιχείο. Ο παρελθοντικός βίος είναι αισθητηριακές εντυπώσεις που μετατράπηκαν σε μνήμη. Η αδυναμία μας να δεχτούμε ως πρώτη βεβαιότητα το παρελθόν αίρεται διότι το να υπάρχω (ως δεύτερη βεβαιότητα) σημαίνει ότι έχω συνείδηση της ύπαρξής μου αυτής και η συνείδηση αυτής της ύπαρξης, ακόμη και η πιό αφαιρετική και η πιο πρόσφατη, προϋποθέτει την προΰπαρξη του εγώ και του σκέπτεσθαι - αλλά ακόμη και μία μνήμη κάθε περασμένης αντίληψης που έχει αποθηκευτεί εντός μου. Έτσι προϋποτίθεται η στιγμιαία ιστορικότητα, η έστω και απειροελάχιστη αναδρομή, το απείρως μικρό πριν. Ακόμη και τη στιγμή της γέννησης προ υπήρξαμε. Άρα φτάνουμε στο απείρως μεγάλο παράδοξο να πούμε ότι δεν γεννηθήκαμε ποτέ. Τούτο δεν συνεπάγεται το να αποδεχτούμε μία άμωμη σύλληψη και στο να πιστέψουμε στη θεϊκή προέλευση κάθε θνητού όντος; Ναι, διότι ο πρώτος Χριστός, ο Αδάμ, δεν γεννήθηκε, κατά τον τρόπο που γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι - εφόσον δεν είχε αφαλό - και η ανθρωπότητά του άρα είναι αγέννητη και ασύλληπτη. Τούτο όμως δεν είναι μία μεταφυσική λύση που καθιστά δυνατή την πρώτη βεβαιότητα, δηλαδή του ότι προϋπήρχαμε ανέκαθεν, αλλά μία θεολογική δογματική αποδοχή. Έτσι θα λέγαμε ότι κάθε ύπαρξη προϋποθέτει μία προΰπαρξη. Και αυτό διότι δεν είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη χωρίς να την έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει!
Ας πάμε λοιπόν τώρα στη δεύτερη βεβαιότητα, δηλαδή στο ότι υπάρχω. Ο Rene Descartes δια του cogito ergo sum περιέκλειε την ύπαρξη εντός της εσωτερικότητας. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι τα res extensa αποτελούν μία αντιληπτική βεβαιότητα που δια της σχέσεώς τους με το cogito επιβεβαιώνουν την παροντική μας ύπαρξη. Επειδή το ότι υπάρχω και το ότι υπάρχουμε είναι το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιούμε όλοι ευθύς εξαρχής, κάθε απόδειξη μοιάζει περιττή. Είναι ο παροντικός χρόνος εντός του οποίου ζει η ύπαρξή μας. Η παρούσα κατάληξη όλων συγκλίνει στο ρήμα «είμαι». Βέβαια, το πως είμαι, το πως διάγω τον βίο μου αυτή τη στιγμή, επιδέχεται πολλές ιδιότητες. Το εγώ που σκέφτεται τον εαυτό του λοιπόν αυτοπροσδιορίζεται ποικιλότροπα. Η αντικειμενική του τώρα κατάσταση καθορίζεται δια των εξωτερικών συνθηκών εντός των οποίων είναι. Αλλά από την άλλη είναι η έννοια της εσωτερικότητας που τονίζει την υπαρξιακή θεώρηση του υποκειμένου. Η ύπαρξη μπορεί να προεκταθεί; Είναι ακριβώς εδώ που η μεταφυσική της παρουσίας έρχεται να προσδώσει στη μονήρη ύπαρξη μία άπειρη αυξητική προέκταση, όταν η μυστικιστική εμπειρία οδηγεί το Υποκείμενο στην ταύτιση με το Υπέρτατο. Τότε υπάρχω «μάλλον». Κάθε μυστικιστική προσπάθεια ενατένισης του «μάλλον είναι» οδηγεί είτε στη θεώρηση της αβύσσου, είτε στην αποθέωση, στην έκσταση ως ταύτιση με ό,τι υπάρχει πάνω από εμάς. Άρα η ύπαρξη για να είναι πλήρης χρειάζεται τον επικαθορισμό, την επίνοια ή τη θεία χάρη. Κάποιος θα έλεγε ότι αρκεί η αυτο-βεβαιωτική αναφορά του Υποκειμένου για να δεχτούμε την ύπαρξή του. Υπάρχω για εμένα και υπάρχω για τους άλλους. Υποκειμενοποιούμε ως ετερότητα και μία ξεχωριστή οντότητα με εσωτερική υπαρξιακή αυτοβεβαίωση και υπάρχω διότι με αναγνωρίζουν οι άλλοι ως πρόσωπο. Με τη σχέση Εγώ-Εσύ εγκαθιδρύεται η υπαρξιακή αναφορά και το Υποκείμενο καθίσταται εν μέρει αντικείμενο για τους άλλους (είναι γνωστή βέβαια εδώ η σαρτρική έννοια).
Το πως υπάρχω για εμένα είναι ένα εσωτερικό ερώτημα του οποίου η απάντηση αυτοαναιρείται για να επανέλθει ξανά και ξανά. Υπάρχει λοιπόν η βεβαιότητα ότι υπάρχω; Μπορεί ακόμη να υφίσταται η πρώτη βεβαιότητα, δηλαδή ότι υπήρξα, χωρίς να υπάρχει αυτή η δεύτερη; Φυσικά, αφού μπορεί να υπήρχα κάποτε χωρίς να υπάρχω τώρα. Βέβαια, το ταυτόχρονο εγώ δεν μπορεί να διανοηθεί την τωρινή του ύπαρξη χωρίς να έχει τη συνείδηση μίας συνέχειας. Δεν πρόκειται εδώ για αναμνήσεις αλλά για κάτι πιο στέρεο. Μιλάμε για την ύπαρξη μίας ροής και μίας εν κινήσει εξέλιξης. Η διανοητικότητα αλλά και η ψυχολογική εσωτερικότητα του εγώ βρίσκεται εντός μίας πορείας (για να θυμηθούμε τα πρώτα κεφάλαια του έργου Η Δημιουργός Εξέλιξη του Henri Bergson). To εσωτερικό εγώ από τον Πλωτίνο πέρασε στον Bergson ως μία χωροχρονική ψυχολογική διάσταση που βρίσκεται διαρκώς σε μία εξελισσόμενη κατάσταση. Το ψυχολογικό εγώ αναζητά τη στήριξή του στο Υπέρτατο.
Έτσι ερχόμαστε στην τρίτη βεβαιότητα. Αυτή είναι ότι υπάρχει το μέλλον. Προσοχή. Αυτό δηλαδή το μέλλον, δεν λέω ότι υπάρχει για εμένα. Με άλλα λόγια δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι «θα υπάρξω». Απλώς υπάρχει το μέλλον. Αυτό υπάρχει για κάποιους και για κάποια πράγματα. Δεν υπάρχει για όλους και για όλα. Βέβαια, δεν είναι το ίδιο το μέλλον για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Οι άνθρωποι αγωνιούν για το μέλλον, ακριβώς διότι δεν είναι σίγουροι ότι θα υπάρξουν. Τα πράγματα όμως δεν έχουν την αγωνία του μέλλοντος. Δεν έχουν συνείδηση καθόλου. Πόσο μάλλον αυτή των τριών βεβαιοτήτων. Ο έγχρονος άνθρωπος καθόρισε και καθορίστηκε μέσα στο χωροχρόνο του παρελθόντος. Η διάρκειά του εκβάλλει στο παρόν. Και τότε εμφανίζεται το χάσμα. Πώς θα υπάρξω; Ποιός ο τρόπος της μελλοντικής μου ύπαρξης; Τούτο το τελευταίο ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Προβλέψεις βέβαια μπορούν να γίνουν. Αυτές όμως θα παραμείνουν εντός των ορίων του πιθανού. Γιατί; Εξαιτίας των ανατροπών. Τα σχέδια, οι κάθε λογής ντετερμινισμοί, κάθε μορφή αιτιότητας που προσπαθεί να ελέγξει τη φύση και την ιστορία, όλα χωλαίνουν, διότι «τίποτε δεν επαναλαμβάνεται». Η επανάληψη υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας ως σχήμα, ως ιδέα, καθώς είναι μόνο μία φενάκη. Ούτε οι νόμοι της φύσης εγγυώνται την επανάληψη, διότι ακόμη και η φύση έχει ιστορία. Επίσης, η ιστορία χάνεται στους δαιδάλους του μη προβλέψιμου, του μη-κυκλικού, του απροσδιόριστου. Κάθε σχηματισμός τείνει προς την αμορφία. Ενώ ό,τι παίρνει σχήμα χάνεται απρόβλεπτα. Τότε, σκέφτηκε, το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη. Ας μείνουμε λοιπόν στο παρόν. Τούτο είναι όμως αδύνατο, διότι το μέλλον θα έρθει να αναιρέσει το παρόν για να γίνει και αυτό παρελθόν. Έτσι, εφόσον και ακόμη και το μέλλον θα γίνει παρελθόν, άρα θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτό υπάρχει κάπου ήδη χωρίς να το ξέρουμε. Ίσως το έχουμε ζήσει και δεν το συνειδητοποιούμε. Άρα το μέλλον εγγυάται την επανάληψη. Είναι όμως αυτήν την ιδιότητα που αρνηθήκαμε στο μέλλον καταρχήν. (Διότι είπαμε εάν υφίσταται η επανάληψη έως ένα βαθμό θα προβλέπαμε το μέλλον. Άρα το μέλλον θα ήταν ήδη παρόν, ήδη γνωστό εκ των προτέρων. Δηλαδή θα υπήρχε ήδη από τώρα).
Υπάρχω, υπήρξα... με ποιόν τρόπο θα υπάρξω; Ιδού! Αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια είναι αιτία κάθε μεταφυσικής: η επανάληψη επιδιώκει ακριβώς αυτό την παρελθοντοποίηση ή παροντοποίηση του μέλλοντος, την εξάλειψη των ανατροπών και ακόμη την αιώνια ηρεμία του ταυτόχρονου. Οδηγούμαστε μέσα από αυτήν την οπισθοχώρηση σε ό,τι είναι κεκτημένο (δηλαδή το παρελθόν). Ο κίνδυνος άλλους τους μεθά. Τους μεταφυσικούς όμως τους προκαλεί με τέτοιο τρόπο ώστε να θέλουν να τον αναιρέσουν δια παντός. Πώς; Εγκαθιστώντας την υπερκόσμια αιωνιότητα των Ιδεών εκεί όπου υπάρχει μόνο το αόριστο, το μη-ον, το απλησίαστο προς το παρόν, το επικίνδυνα άγνωστο μέλλον. Είναι μόνο ο χρόνος ο κυκλικός που εγγυάται μέσα από την «αιώνια επιστροφή» κάποια πιθανή μελλοντική πρόβλεψη. Η επανάληψη εάν υφίσταται δεν μπορεί παρά να προκύπτει άνωθεν. Κάθε παίγνιο ανοίγεται προς τις δυνατότητές του. Θα υπάρξουμε ως τί; Είδαμε ότι η μεταφυσική προοπτική στρέφεται προς το παρελθόν. Άλλο τόσο κάθε μεταφυσική δοκιμή προκύπτει εμπρός στην μελλοντική επιδαψίλευση του αφανούς. Αυτό που δεν υπάρχει ακόμα κρύβεται ακόμα ως δυνατότητα. Να ένας ακόμη τρόπος για την υποτιθέμενη κάλυψη του χάσματος. Αυτό το τελευταίο χαίνει ανεπίγνωστα, μονίμως, απροκάλυπτα εμπρός μας. Κάθε οδυρμός ή κάθε περίσκεψη, κάθε εν γένει προετοιμασία θα μας αφήνει πάντοτε ξεκρέμαστους. Το μη-ον του μέλλοντος όταν γίνεται ον, δηλαδή παρόν, διαλύεται. Πάντα το παρόν προκύπτει εκ του παρελθόντος που ανοίγεται στο μέλλον. Ό,τι δεν ήρθε ακόμη αφήνει περιθώρια, δημιουργεί μία docta spes. Παρά όλα αυτά οι δυνατότητες δεν επαρκούν, αφού κάθε ανατροπή μας δείχνει τον μόνο δρόμο: αυτόν προς τα εμπρός. Δυνατότητα σημαίνει ότι κάτι υφίσταται ήδη στο παρόν και μπορεί να εκπληρωθεί στο μέλλον. Η κάθε δυνατότητα δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί. Αυτή έγκειται κυρίως στο δυναμισμό και στη δυναμική των όντων, αλλά πάντα θα παραμένει στα όρια του πιθανού. Κάθε μεταφυσικός στοχασμός στηρίζεται πάνω στο δυνατό και το πιθανό. Είναι αυτός που προσπαθεί να διαβλέψει και να προβλέψει το πέραν του κόσμου και το πέραν του χρόνου. Από την άποψη ωστόσο του ψυχολογικού εγώ, που στοχάζεται μεταφυσικά, είναι ακριβώς το μη-ον ως μέλλον, ως το πέραν της συνειδήσεως και του κόσμου που διαδραματίζει τον ρόλο του κινήτρου. Η αγωνία του μέλλοντος προκαλεί επίσης τη δημιουργία κάθε εσχατολογικής μεταφυσικής. Ακόμη και ο Χριστιανισμός με την ήδη εγγεγραμμένη σε αυτόν προσδοκία του εσχάτου διατηρεί ένα ανάλογο ψυχολογικό στήριγμα. Βέβαια, πιο πέρα από αυτό, ενύπαρκτη στο υποκείμενο είναι η υπαρξιακή αγωνία που προκύπτει επίσης από το χρονικό ορίζοντα. Βέβαια, η στάση προς το μέλλον μπορεί να είναι κάπως θετική, αφού ίσως καλύπτεται από την ελπίδα ή τον ενθουσιασμό και μπορεί να πληρούται από την προσδοκία ενός καλύτερου αύριο. Αλλά ακόμη και τότε, όταν κάθε απελπισμένη και ίσως μάταιη στάση αίρεται, μένει εκεί ανοιχτό το ανερώτημα: έως που θα φτάσουμε; Ποιό είναι το μέλλον που περιμένει εμάς το γένος των ανθρώπων;
Το να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη αυτής της τρίτης βεβαιότητας, δηλαδή στο ότι ως γένος θα υπάρξουμε στο μέλλον, υποδηλώνει μία εμπιστοσύνη στο αδιόρατο, καθώς και μία αισιοδοξία για τις δυνατότητες της ανθρωπότητας. Άρα αυτή η βεβαιότητα στηρίζεται κάπου; Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στον 20ο αιώνα υπήρχε αντίθετα μία μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον της ανθρωπότητας και της υφηλίου. Ήταν τότε που επικρεμόταν πάνω μας ως δαμόκλειος σπάθη ο φόβος του πυρηνικού πολέμου. Έκτοτε μοιάζει να βρήκαμε το δρόμο μας. Στο τέλος μίας εποχής και στο ήδη ξεκίνημα μίας άλλης· να σε ποιό σημείο βρισκόμαστε.
« Πεπερασμένη η βιωτή», σκέφτηκε τότε. «Τί είναι αυτό που μένει ανάμεσα στα άλλα; Πού να ρίξω άγκυρα; Περνούν οι μέρες σαν τσακμακόπετρες, η μία μετά την άλλη, γρήγορα». «Τρεις είναι οι βεβαιότητες», είπε μέσα του. «Η πρώτη είναι ότι υπήρξα. Βέβαια, αναρωτιέμαι, το έμβρυο την πρώτη στιγμή της σύλληψής του μπορεί άραγε να ισχυριστεί ότι υπήρξε; Ναι, μόνο εάν σκεφτούμε την περίπτωση αυτή μέσα από φυλετικούς και αταβιστικούς όρους. Το έμβρυο λέει: υπήρξα εν σπέρματι, και ο υποτιθέμενος πρώτος άνθρωπος, κάποιος εν ονόματι Αδάμ, πριν από τη δημιουργία του, μπορεί να πει, άραγε, ότι «ναι, υπήρξα;»Από την άλλη, είναι δυνατόν να πούμε ότι κάποτε δεν υπήρξαμε; Θα μπορούσαμε πολύ καλά να πούμε πώς υπήρχαμε; Θα μπορούσαμε πολύ καλά να πούμε πως υπήρχαμε εν σπέρματι ή ως ιδέα και νόηση. Και αυτό θα το λέγαμε, διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρξαμε ή ότι δεν υπήρχαμε κάποτε. Μόνο εάν η αιωνιότητα προεκτείνεται πάντα προς τα πίσω, έως το άπειρο, εκεί όπου πρωτο-υπήρχε η ιδέα άνθρωπος. Από την άλλη, εάν πούμε πως εν αρχή ήν το μηδέν ή το μη-ον, μόνο τότε θα χρειαστεί να ανάγουμε αυτήν την ιδέα, ώστε να γίνει το πρότυπο ενός πιθανού Δημιουργού. Όμως ως τί υπήρξαμε; Τί άλλο βλέπουμε σε αυτό το σκοτεινό το παρελθόν, σε αυτήν την άβυσσο του χρόνου; Πού πρωτο-υπήρξε η οντότητα που έχει συνείδηση;
Από τη στιγμη όμως που δεχτούμε τη δεύτερη βεβαιότητα, η οποία είναι αυτή: ότι υπάρχω εδώ και τώρα, ίσως θα πρέπει να υποθέσουμε και μία αενάως προεκτεινόμενη προς τα πίσω ύπαρξη. Άρα αυτή η δεύτερη βεβαιότητα καθιστά δυνατή την πρώτη; Μπορεί να υπάρξει ένα ον χωρίς ιστορία; Ναι, εάν δεν χρειάζεται να παρεμβάλλουμε διαρκώς ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στο τωρινό εγώ και το παρελθοντικό εγώ. Για τούτο αναρωτιούνται όλοι για τη δημιουργία και τη γένεση των όντων, διότι δεν είναι σίγουροι ότι υπήρξαν στο παρελθόν. Η οντογένεση συνδέεται με τη φυλογένεση. Εάν όμως υπάρχω τώρα και μόνο τώρα, πώς συγκροτείται αυτό το συνειδησιακό παρόν; Έτσι συμπεραίνουμε ότι χωρίς ιστορία ή παρελθόν δεν υπάρχει τίποτε. Η αιωνιότητα προεκτείνεται απεριόριστα προς τα πίσω. Και η στιγμή της γέννησης λοιπόν δεν υπήρξε ποτέ; Τότε θα φτάναμε στην παραδοξότητα να πούμε πως δεν γεννηθήκαμε ποτέ. Είναι δυνατόν να μην υπήρξαμε; Μπορεί να υπάρχει το παρόν χωρίς να υπάρχει το παρελθόν; Ναι, μόνο στην περίπτωση που το θεωρήσουμε μεταφυσικά ως ένα αιώνιο παρόν (τούτο το τελευταίο όμως δεν έχει να κάνει με τον κόσμο του συνεχούς γίγνεσθαι και της αέναης μεταλλαγής των όντων θα έλεγε ένας πλατωνικός). Μήπως όμως από την άλλη, αυτό το αιώνιο παρόν υφίσταται ήδη, και όπως στο παράδοξο του Ζήνωνα του Ελεάτη κάθε κίνηση που υποδηλώνει και μετρά το χρόνο (αριστοτελικώς τώρα σκεπτόμενοι) δεν συμβαίνει ποτέ; Άρα το βέλος που κάποιος εκτοξεύει στέκεται εκεί, ακίνητο και ο χρόνος - που μετριέται από την κίνηση - δεν κυλά καθόλου, όντας μία από τις τόσες ανθρώπινες ψευδαισθήσεις; Πώς να δω τον κόσμο χωρίς τη σύμβαση αυτή της χρονικής του μέτρησης; Όμως το παρελθόν έχει ήδη κάνει φτερά και η ανάμνηση είναι κάτι τόσο φευγαλέο.
Λοιπόν επανερχόμενοι στο ερώτημα: αποτελεί ή όχι μία βεβαιότητα για τον καθένα μας ως ατομικότητα, αλλά και για τη φυλή μας ως γένος, το ότι κάποτε υπήρξα ή υπήρξαμε; Και δεν φτάνει αυτό· είναι σε όλους μας βέβαιο ότι σε κάθε στιγμή μας (παρόν) υπήρξαμε; Υφίσταται καθόλου το παρελθόν ή αποτελεί ήδη τώρα, αυτήν τη στιγμή μία ανυπαρξία; Στο βαθμό που δεν υφίσταται πια, ναι, όντως είναι ανύπαρκτο. Από την άλλη το γεγονός ότι έχουμε τη γραπτή ιστορία για να το αναθυμόμαστε σημαίνει ότι αυτό υπήρξε με μία κάποια μορφή. Είναι λοιπόν ο λόγος και εν μέρει κάθε αναπαραστατική και συμβολική μορφοποίηση που αιχμαλωτίζει και καθιστά τρόπον τινά βέβαιη την ύπαρξη του παρελθόντος (verba volant, scripta manent). Είναι λοιπόν η γραφή που εγκαθιστά την παρουσία του παρελθόντος μέσα μας και έξω από εμάς. Υπήρξαμε, διότι ο γραπτός λόγος το επιβεβαιώνει. Από την άλλη ο προφορικός λόγος δεν επιβεβαιώνει την ιστορικότητα ούτε του υποκειμένου ούτε της φυλής. Είναι αυτός που δεν αφήνει ίχνη, αλλά εξαφανίζεται πάραυτα. Έτσι λοιπόν είναι η γραφή ο τόπος όπου υπήρξαμε. Η λεγόμενη « μεταφυσική της παρουσίας" καθηλώνει στον γραπτό λόγο τον τρόπο της παρελθοντικής μας υπάρξεως. Ακόμη ο γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμεσολαβεί ανάμεσα σε εμάς και ότι υπήρξε. Είναι αυτός που μας καθιστά υποχείριά του και που διαρκώς μας υπενθυμίζει. Τί; Μα την ιστορικότητά μας, το γεγονός (ή πέστε το: σύμβαση) της έγχρονης παρουσίας μας.
Τώρα αναρωτιόμαστε ξανά: είναι βέβαιο ανά πάσα στιγμή ότι υπήρξα; Και ναι και όχι. Κάποιος άλλος θα το θεωρούσε προδηλότητα του κανονικού. Η βεβαιότητα ότι υπάρχω στο παρόν μπορεί ή όχι να μου εξασφαλίσει τη βεβαιότητα κάποιας παρελθοντικής ύπαρξης, είτε ως γένος, είτε ως άτομο; Ας προτείνουμε πρώτα την αρνητική απάντηση: «όχι δεν υπήρξα στο παρελθόν» και «όχι δεν υπήρξαμε στο παρελθόν». Το ερώτημα που προκύπτει είναι: η ανάμνηση μέσα από τις όποιες συμβολικές μορφές μπορεί να εξασφαλίσει οποιαδήποτε βεβαιότητα προϋπάρξεως; Και, εάν ό,τι θυμάμαι ή θυμόμαστε είναι κάτι απατηλό και κατασκευασμένο; Εάν με άλλα λόγια πρόκειται για μία μνημονική εμφύτευση, που έγινε με κάποιο παράξενο τρόπο; Το ερώτημα πάλι του ποιός είμαι σχετίζεται ή όχι με το παρελθόν; Διότι εάν αυτό το ερώτημα σχετίζεται με το παρελθόν, άρα και η λεγόμενη δεύτερη βεβαιότητα, δηλαδή ότι υπάρχω στο παρόν, θα πρέπει να στηρίζει την υπόθεση ότι υπάρχει μία πρώτη βεβαιότητα, αυτή του ότι υπήρξα.
Η δεύτερη βεβαιότητα: «ναι, υπάρχω», προϋποθέτει τη μνήμη ή έρχεται έτσι απότομα και ουρανοκατέβατα ως καρτεσιανή περίσκεψη; Η στιγμή είναι τόσο φευγαλέα που μόλις και υφίσταται. Το εδώ και τώρα, ειρωνεία του οποίου αποτελεί το carpe diem, φεύγει και χάνεται και η έκφραση ότι «το αδράττουμε» δεν αποτελεί καμία παγιοποίηση ή ακινητοποίησή του. Για να υπάρξει η ανάμνηση ενός παρελθόντος προϋποτίθεται ο βιωμένος χρόνος. Ο χρόνος δεν σταματά· κυλά αδιάκοπα. Άρα το βίωμα συμβαίνει μέσα στο χρόνο και εντός της συμβάσεως αυτής. Το βίωμα όμως έχει και ένα δικό του χρόνο, ένα χρόνο ψυχολογικό, πιο ελαστικό, που τεντώνεται ή μειώνεται ανάλογα με τις ψυχικές μεταβολές. Το πνεύμα πάλι βασιλεύει σε μία άλλη διάσταση, - θα το λέγαμε «αδιάστατο» - όπου ο χρόνος είναι η ακινησία του αιώνος, μέσα στην αδιάλειπτη παρουσία των ιδεών. Η ανάμνηση, όχι η φευγαλέα και παροδική της περασμένης ζωής, αλλά η ανάμνηση οποιουδήποτε σταθερού άξονα από τον οποίο στηριζόμαστε είναι (πλατωνικώς ομιλώντας) ανάμνηση του Εκεί κόσμου. Άρα το ότι υπήρξα έχει δύο διαστάσεις α) το ότι υπήρξα ίσως λίγο πιο πριν εντός της χρονικής συμβατικότητας και β) το ότι υπήρξα ή ότι υπήρξαμε κάποτε ως Ιδέα εντός ενός άχρονου βασιλείου, σε έναν εξωδιαστατικό τόπο. Το ερώτημα όμως που αναφύεται είναι πώς υπάρχει το παρελθόν ως μη-μεταφυσικό στοιχείο. Ο παρελθοντικός βίος είναι αισθητηριακές εντυπώσεις που μετατράπηκαν σε μνήμη. Η αδυναμία μας να δεχτούμε ως πρώτη βεβαιότητα το παρελθόν αίρεται διότι το να υπάρχω (ως δεύτερη βεβαιότητα) σημαίνει ότι έχω συνείδηση της ύπαρξής μου αυτής και η συνείδηση αυτής της ύπαρξης, ακόμη και η πιό αφαιρετική και η πιο πρόσφατη, προϋποθέτει την προΰπαρξη του εγώ και του σκέπτεσθαι - αλλά ακόμη και μία μνήμη κάθε περασμένης αντίληψης που έχει αποθηκευτεί εντός μου. Έτσι προϋποτίθεται η στιγμιαία ιστορικότητα, η έστω και απειροελάχιστη αναδρομή, το απείρως μικρό πριν. Ακόμη και τη στιγμή της γέννησης προ υπήρξαμε. Άρα φτάνουμε στο απείρως μεγάλο παράδοξο να πούμε ότι δεν γεννηθήκαμε ποτέ. Τούτο δεν συνεπάγεται το να αποδεχτούμε μία άμωμη σύλληψη και στο να πιστέψουμε στη θεϊκή προέλευση κάθε θνητού όντος; Ναι, διότι ο πρώτος Χριστός, ο Αδάμ, δεν γεννήθηκε, κατά τον τρόπο που γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι - εφόσον δεν είχε αφαλό - και η ανθρωπότητά του άρα είναι αγέννητη και ασύλληπτη. Τούτο όμως δεν είναι μία μεταφυσική λύση που καθιστά δυνατή την πρώτη βεβαιότητα, δηλαδή του ότι προϋπήρχαμε ανέκαθεν, αλλά μία θεολογική δογματική αποδοχή. Έτσι θα λέγαμε ότι κάθε ύπαρξη προϋποθέτει μία προΰπαρξη. Και αυτό διότι δεν είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη χωρίς να την έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει!
Ας πάμε λοιπόν τώρα στη δεύτερη βεβαιότητα, δηλαδή στο ότι υπάρχω. Ο Rene Descartes δια του cogito ergo sum περιέκλειε την ύπαρξη εντός της εσωτερικότητας. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι τα res extensa αποτελούν μία αντιληπτική βεβαιότητα που δια της σχέσεώς τους με το cogito επιβεβαιώνουν την παροντική μας ύπαρξη. Επειδή το ότι υπάρχω και το ότι υπάρχουμε είναι το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιούμε όλοι ευθύς εξαρχής, κάθε απόδειξη μοιάζει περιττή. Είναι ο παροντικός χρόνος εντός του οποίου ζει η ύπαρξή μας. Η παρούσα κατάληξη όλων συγκλίνει στο ρήμα «είμαι». Βέβαια, το πως είμαι, το πως διάγω τον βίο μου αυτή τη στιγμή, επιδέχεται πολλές ιδιότητες. Το εγώ που σκέφτεται τον εαυτό του λοιπόν αυτοπροσδιορίζεται ποικιλότροπα. Η αντικειμενική του τώρα κατάσταση καθορίζεται δια των εξωτερικών συνθηκών εντός των οποίων είναι. Αλλά από την άλλη είναι η έννοια της εσωτερικότητας που τονίζει την υπαρξιακή θεώρηση του υποκειμένου. Η ύπαρξη μπορεί να προεκταθεί; Είναι ακριβώς εδώ που η μεταφυσική της παρουσίας έρχεται να προσδώσει στη μονήρη ύπαρξη μία άπειρη αυξητική προέκταση, όταν η μυστικιστική εμπειρία οδηγεί το Υποκείμενο στην ταύτιση με το Υπέρτατο. Τότε υπάρχω «μάλλον». Κάθε μυστικιστική προσπάθεια ενατένισης του «μάλλον είναι» οδηγεί είτε στη θεώρηση της αβύσσου, είτε στην αποθέωση, στην έκσταση ως ταύτιση με ό,τι υπάρχει πάνω από εμάς. Άρα η ύπαρξη για να είναι πλήρης χρειάζεται τον επικαθορισμό, την επίνοια ή τη θεία χάρη. Κάποιος θα έλεγε ότι αρκεί η αυτο-βεβαιωτική αναφορά του Υποκειμένου για να δεχτούμε την ύπαρξή του. Υπάρχω για εμένα και υπάρχω για τους άλλους. Υποκειμενοποιούμε ως ετερότητα και μία ξεχωριστή οντότητα με εσωτερική υπαρξιακή αυτοβεβαίωση και υπάρχω διότι με αναγνωρίζουν οι άλλοι ως πρόσωπο. Με τη σχέση Εγώ-Εσύ εγκαθιδρύεται η υπαρξιακή αναφορά και το Υποκείμενο καθίσταται εν μέρει αντικείμενο για τους άλλους (είναι γνωστή βέβαια εδώ η σαρτρική έννοια).
Το πως υπάρχω για εμένα είναι ένα εσωτερικό ερώτημα του οποίου η απάντηση αυτοαναιρείται για να επανέλθει ξανά και ξανά. Υπάρχει λοιπόν η βεβαιότητα ότι υπάρχω; Μπορεί ακόμη να υφίσταται η πρώτη βεβαιότητα, δηλαδή ότι υπήρξα, χωρίς να υπάρχει αυτή η δεύτερη; Φυσικά, αφού μπορεί να υπήρχα κάποτε χωρίς να υπάρχω τώρα. Βέβαια, το ταυτόχρονο εγώ δεν μπορεί να διανοηθεί την τωρινή του ύπαρξη χωρίς να έχει τη συνείδηση μίας συνέχειας. Δεν πρόκειται εδώ για αναμνήσεις αλλά για κάτι πιο στέρεο. Μιλάμε για την ύπαρξη μίας ροής και μίας εν κινήσει εξέλιξης. Η διανοητικότητα αλλά και η ψυχολογική εσωτερικότητα του εγώ βρίσκεται εντός μίας πορείας (για να θυμηθούμε τα πρώτα κεφάλαια του έργου Η Δημιουργός Εξέλιξη του Henri Bergson). To εσωτερικό εγώ από τον Πλωτίνο πέρασε στον Bergson ως μία χωροχρονική ψυχολογική διάσταση που βρίσκεται διαρκώς σε μία εξελισσόμενη κατάσταση. Το ψυχολογικό εγώ αναζητά τη στήριξή του στο Υπέρτατο.
Έτσι ερχόμαστε στην τρίτη βεβαιότητα. Αυτή είναι ότι υπάρχει το μέλλον. Προσοχή. Αυτό δηλαδή το μέλλον, δεν λέω ότι υπάρχει για εμένα. Με άλλα λόγια δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι «θα υπάρξω». Απλώς υπάρχει το μέλλον. Αυτό υπάρχει για κάποιους και για κάποια πράγματα. Δεν υπάρχει για όλους και για όλα. Βέβαια, δεν είναι το ίδιο το μέλλον για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Οι άνθρωποι αγωνιούν για το μέλλον, ακριβώς διότι δεν είναι σίγουροι ότι θα υπάρξουν. Τα πράγματα όμως δεν έχουν την αγωνία του μέλλοντος. Δεν έχουν συνείδηση καθόλου. Πόσο μάλλον αυτή των τριών βεβαιοτήτων. Ο έγχρονος άνθρωπος καθόρισε και καθορίστηκε μέσα στο χωροχρόνο του παρελθόντος. Η διάρκειά του εκβάλλει στο παρόν. Και τότε εμφανίζεται το χάσμα. Πώς θα υπάρξω; Ποιός ο τρόπος της μελλοντικής μου ύπαρξης; Τούτο το τελευταίο ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Προβλέψεις βέβαια μπορούν να γίνουν. Αυτές όμως θα παραμείνουν εντός των ορίων του πιθανού. Γιατί; Εξαιτίας των ανατροπών. Τα σχέδια, οι κάθε λογής ντετερμινισμοί, κάθε μορφή αιτιότητας που προσπαθεί να ελέγξει τη φύση και την ιστορία, όλα χωλαίνουν, διότι «τίποτε δεν επαναλαμβάνεται». Η επανάληψη υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας ως σχήμα, ως ιδέα, καθώς είναι μόνο μία φενάκη. Ούτε οι νόμοι της φύσης εγγυώνται την επανάληψη, διότι ακόμη και η φύση έχει ιστορία. Επίσης, η ιστορία χάνεται στους δαιδάλους του μη προβλέψιμου, του μη-κυκλικού, του απροσδιόριστου. Κάθε σχηματισμός τείνει προς την αμορφία. Ενώ ό,τι παίρνει σχήμα χάνεται απρόβλεπτα. Τότε, σκέφτηκε, το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη. Ας μείνουμε λοιπόν στο παρόν. Τούτο είναι όμως αδύνατο, διότι το μέλλον θα έρθει να αναιρέσει το παρόν για να γίνει και αυτό παρελθόν. Έτσι, εφόσον και ακόμη και το μέλλον θα γίνει παρελθόν, άρα θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτό υπάρχει κάπου ήδη χωρίς να το ξέρουμε. Ίσως το έχουμε ζήσει και δεν το συνειδητοποιούμε. Άρα το μέλλον εγγυάται την επανάληψη. Είναι όμως αυτήν την ιδιότητα που αρνηθήκαμε στο μέλλον καταρχήν. (Διότι είπαμε εάν υφίσταται η επανάληψη έως ένα βαθμό θα προβλέπαμε το μέλλον. Άρα το μέλλον θα ήταν ήδη παρόν, ήδη γνωστό εκ των προτέρων. Δηλαδή θα υπήρχε ήδη από τώρα).
Υπάρχω, υπήρξα... με ποιόν τρόπο θα υπάρξω; Ιδού! Αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια είναι αιτία κάθε μεταφυσικής: η επανάληψη επιδιώκει ακριβώς αυτό την παρελθοντοποίηση ή παροντοποίηση του μέλλοντος, την εξάλειψη των ανατροπών και ακόμη την αιώνια ηρεμία του ταυτόχρονου. Οδηγούμαστε μέσα από αυτήν την οπισθοχώρηση σε ό,τι είναι κεκτημένο (δηλαδή το παρελθόν). Ο κίνδυνος άλλους τους μεθά. Τους μεταφυσικούς όμως τους προκαλεί με τέτοιο τρόπο ώστε να θέλουν να τον αναιρέσουν δια παντός. Πώς; Εγκαθιστώντας την υπερκόσμια αιωνιότητα των Ιδεών εκεί όπου υπάρχει μόνο το αόριστο, το μη-ον, το απλησίαστο προς το παρόν, το επικίνδυνα άγνωστο μέλλον. Είναι μόνο ο χρόνος ο κυκλικός που εγγυάται μέσα από την «αιώνια επιστροφή» κάποια πιθανή μελλοντική πρόβλεψη. Η επανάληψη εάν υφίσταται δεν μπορεί παρά να προκύπτει άνωθεν. Κάθε παίγνιο ανοίγεται προς τις δυνατότητές του. Θα υπάρξουμε ως τί; Είδαμε ότι η μεταφυσική προοπτική στρέφεται προς το παρελθόν. Άλλο τόσο κάθε μεταφυσική δοκιμή προκύπτει εμπρός στην μελλοντική επιδαψίλευση του αφανούς. Αυτό που δεν υπάρχει ακόμα κρύβεται ακόμα ως δυνατότητα. Να ένας ακόμη τρόπος για την υποτιθέμενη κάλυψη του χάσματος. Αυτό το τελευταίο χαίνει ανεπίγνωστα, μονίμως, απροκάλυπτα εμπρός μας. Κάθε οδυρμός ή κάθε περίσκεψη, κάθε εν γένει προετοιμασία θα μας αφήνει πάντοτε ξεκρέμαστους. Το μη-ον του μέλλοντος όταν γίνεται ον, δηλαδή παρόν, διαλύεται. Πάντα το παρόν προκύπτει εκ του παρελθόντος που ανοίγεται στο μέλλον. Ό,τι δεν ήρθε ακόμη αφήνει περιθώρια, δημιουργεί μία docta spes. Παρά όλα αυτά οι δυνατότητες δεν επαρκούν, αφού κάθε ανατροπή μας δείχνει τον μόνο δρόμο: αυτόν προς τα εμπρός. Δυνατότητα σημαίνει ότι κάτι υφίσταται ήδη στο παρόν και μπορεί να εκπληρωθεί στο μέλλον. Η κάθε δυνατότητα δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί. Αυτή έγκειται κυρίως στο δυναμισμό και στη δυναμική των όντων, αλλά πάντα θα παραμένει στα όρια του πιθανού. Κάθε μεταφυσικός στοχασμός στηρίζεται πάνω στο δυνατό και το πιθανό. Είναι αυτός που προσπαθεί να διαβλέψει και να προβλέψει το πέραν του κόσμου και το πέραν του χρόνου. Από την άποψη ωστόσο του ψυχολογικού εγώ, που στοχάζεται μεταφυσικά, είναι ακριβώς το μη-ον ως μέλλον, ως το πέραν της συνειδήσεως και του κόσμου που διαδραματίζει τον ρόλο του κινήτρου. Η αγωνία του μέλλοντος προκαλεί επίσης τη δημιουργία κάθε εσχατολογικής μεταφυσικής. Ακόμη και ο Χριστιανισμός με την ήδη εγγεγραμμένη σε αυτόν προσδοκία του εσχάτου διατηρεί ένα ανάλογο ψυχολογικό στήριγμα. Βέβαια, πιο πέρα από αυτό, ενύπαρκτη στο υποκείμενο είναι η υπαρξιακή αγωνία που προκύπτει επίσης από το χρονικό ορίζοντα. Βέβαια, η στάση προς το μέλλον μπορεί να είναι κάπως θετική, αφού ίσως καλύπτεται από την ελπίδα ή τον ενθουσιασμό και μπορεί να πληρούται από την προσδοκία ενός καλύτερου αύριο. Αλλά ακόμη και τότε, όταν κάθε απελπισμένη και ίσως μάταιη στάση αίρεται, μένει εκεί ανοιχτό το ανερώτημα: έως που θα φτάσουμε; Ποιό είναι το μέλλον που περιμένει εμάς το γένος των ανθρώπων;
Το να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη αυτής της τρίτης βεβαιότητας, δηλαδή στο ότι ως γένος θα υπάρξουμε στο μέλλον, υποδηλώνει μία εμπιστοσύνη στο αδιόρατο, καθώς και μία αισιοδοξία για τις δυνατότητες της ανθρωπότητας. Άρα αυτή η βεβαιότητα στηρίζεται κάπου; Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στον 20ο αιώνα υπήρχε αντίθετα μία μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον της ανθρωπότητας και της υφηλίου. Ήταν τότε που επικρεμόταν πάνω μας ως δαμόκλειος σπάθη ο φόβος του πυρηνικού πολέμου. Έκτοτε μοιάζει να βρήκαμε το δρόμο μας. Στο τέλος μίας εποχής και στο ήδη ξεκίνημα μίας άλλης· να σε ποιό σημείο βρισκόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου