Η ιδέα της φιλοσοφίας της υποψίας προήλθε από την απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού στους φιλοσόφους Κάρλ Μαρξ, Φρίντριχ Νίτσε, Σίγκμουντ Φρόιντ, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι στη Γαλλική κυρίως Φιλοσοφία κατά τη δεκαετία του 1960[1]. Ο πρώτος που ανέφερε αυτούς τους τρεις ως δασκάλους της «ερμηνευτικής[2] της υποψίας» ήταν ο Πώλ Ρικέρ στο βιβλίο του για τον Φρόιντ το 1965[3]. Χαρακτηρίζει με αυτόν τον τρόπο αυτούς τους τρεις φιλοσόφους, διότι κατά την γνώμη του ήθελαν να ξεμασκάρουν και να απομυστικοποιήσουν την κοινωνία τους και την παράδοση σκέψης και ζωής που έφτανε μέχρι αυτούς. Η ανάλυσή του εστιάζει κυρίως στον διπολικό τρόπο με τον οποίο είδε ο καθένας από αυτούς το φαινόμενο της θρησκείας. Έτσι ο Κ. Μάρξ θεώρησε ότι η θρησκεία είναι μία φανταστική ανακούφιση από τον κόπο, που ο εργάτης της βιομηχανικής εποχής καταβάλει. Υποψιάζεται ότι αποτελεί ένα ναρκωτικό (όπιο), που απλώς καταστέλλει και δεν βοηθάει ουσιαστικά τους ανθρώπους του μόχθου. Ο Νίτσε με τη σειρά του, κατά τον Ρικέρ, είδε στη θρησκεία την ηθική των σκλάβων που υπακούουν στις εντολές των μοχθηρών και ταυτόχρονα πονηρών θρησκευτικών καθοδηγητών τους (τους ιερείς). Κάτω από το ασκητικό ιδεώδες υποψιάστηκε ότι κρύβεται η αδυναμία και έθεσε ως αντίθετη της τη βούληση για δύναμη ως την πρωταρχική και σημαντικότερη αρχή που διέπει όλα τα έμβια όντα. Τέλος, ο Σίγκμουντ Φρόιντ διέκρινε το φανερό από το λανθάνον νόημα (κυρίως όσον αφορά τα όνειρα, αλλά και άλλες ανθρώπινες παραστάσεις) και θεώρησε τη θρησκεία ως μία αυταπάτη που η επιστημονική πρόοδος θα εξαλείψει. Υποψιάστηκε ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά ένα ψυχολογικό φαινόμενο ανασφάλειας, που οδηγεί στην προβολή του πατέρα – Θεού στον ουρανό. Ο Ρικέρ προσπαθώντας στο έργο του να εφαρμόσει μία ερμηνευτική της υποψίας με δύο όψεις σε κείμενα, ιστορικά, βιβλικά, κ.ά., καταλήγει συχνά να αποδέχεται την ίδια την ιστορία της σκέψης ως μία εσωτερική υποψία των ίδιων όσων εξέφρασαν τις ιστορικά καταγεγραμμένες θέσεις. Έτσι οδηγείται σε μία εκ νέου επιβεβαίωση της παραδεδεγμένης ιστορίας της σκέψης, θεωρώντας την ως εκφράζουσα μόνιμες και σταθερές αξίες. Παρ’ όλη την προσπάθειά του να παρουσιάσει μία «ερμηνευτική της υποψίας», παραμένει προσκολλημένος στο κείμενο, αν και προσπαθεί να διακρίνει ένα άλλο νόημα πίσω ή «μπροστά» από αυτό.
Πάντως εάν αυτοί οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι μπορούν να χαρακτηριστούν με αυτό τον τρόπο, δηλαδή ως δάσκαλοι της υποψίας, ο ίδιος χαρακτηρισμός θα πρέπει να αποδοθεί πρωταρχικώς και στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Εάν δεν ληφθεί υπόψη η περιώνυμος αντιστροφή αισθητού-νοητού, έπειτα από την κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, τα δύο επίπεδα, το ένα κρυφό και το άλλο φανερό, γύρω από τα οποία περιστρέφεται η σκέψη, προκύπτουν ήδη από τον Πλατωνισμό. Ενδιαφέρουσα θα ήταν η έρευνα για το κατά πόσον υπήρχαν ήδη στην Προσωκρατική διανόηση. Υφίστανται και στη θρησκευτική σκέψη και σε κάθε μορφή του πολιτισμού που χρησιμοποιεί σημεία.
[1] V. Descombes, Το ίδιο και το Άλλο. 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας (1933-1978). Μτφρ. Λένα Κασίμη, Praxis, χ.τ. 1984, 19.
[2] Ο όρος ερμηνευτική, εκ του Ερμής, δείχνει την πρόθεση να εστιάσει σε δύο επίπεδα ένα υλικό-αισθητό και ένα νοητό-πνευματικό. Υπό αυτήν την προϋπόθεση δεν αποτελεί κάτι καινούργιο στην ιστορία της σκέψης, αφού ήδη με τον πλατωνισμό προκύπτει ένας παρόμοιος δυϊσμός. Αντίθετα, ο άλλος παραπλήσιος, εκ πρώτης μόνο όψεως, όρος, ο Ερμητισμός, ετυμολογείται από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, έναν ήρωα και ημίθεο που υποτίθεται ότι έζησε στα προχριστιανικά χρόνια στην αρχαία Αίγυπτο και συνέγραψε τα λεγόμενα Ερμητικά Κείμενα που όμως χρονολογούνται από όλους πλέον στον 3ον αι. μ.Χ. Είναι έκδηλη π.χ. η ομοιότητά τους με τον Νεοπλατωνισμό (που εμφανίζεται με τον Πλωτίνο στον ίδιο τον αιώνα) αλλά και άλλες μυστικιστικές διδασκαλίες και θρησκείες. Εάν η ερμηνευτική, με τη σημερινή της σημασία θέλει να απομυστικοποιήσει και να φανερώσει το αληθινό νόημα του κειμένου, ο ερμητισμός έχει τον αντίθετο στόχο. Στον Ερμητισμό υπάρχει η υποψία αλλά αυτό που επιδιώκεται είναι η απόκρυψη του νοήματος και όχι η καταδήλωσή του.
[3] P. Ricoeur, De l’interprétation. Essai sur Freud, Seuil, Paris 1965
Πάντως εάν αυτοί οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι μπορούν να χαρακτηριστούν με αυτό τον τρόπο, δηλαδή ως δάσκαλοι της υποψίας, ο ίδιος χαρακτηρισμός θα πρέπει να αποδοθεί πρωταρχικώς και στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Εάν δεν ληφθεί υπόψη η περιώνυμος αντιστροφή αισθητού-νοητού, έπειτα από την κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, τα δύο επίπεδα, το ένα κρυφό και το άλλο φανερό, γύρω από τα οποία περιστρέφεται η σκέψη, προκύπτουν ήδη από τον Πλατωνισμό. Ενδιαφέρουσα θα ήταν η έρευνα για το κατά πόσον υπήρχαν ήδη στην Προσωκρατική διανόηση. Υφίστανται και στη θρησκευτική σκέψη και σε κάθε μορφή του πολιτισμού που χρησιμοποιεί σημεία.
[1] V. Descombes, Το ίδιο και το Άλλο. 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας (1933-1978). Μτφρ. Λένα Κασίμη, Praxis, χ.τ. 1984, 19.
[2] Ο όρος ερμηνευτική, εκ του Ερμής, δείχνει την πρόθεση να εστιάσει σε δύο επίπεδα ένα υλικό-αισθητό και ένα νοητό-πνευματικό. Υπό αυτήν την προϋπόθεση δεν αποτελεί κάτι καινούργιο στην ιστορία της σκέψης, αφού ήδη με τον πλατωνισμό προκύπτει ένας παρόμοιος δυϊσμός. Αντίθετα, ο άλλος παραπλήσιος, εκ πρώτης μόνο όψεως, όρος, ο Ερμητισμός, ετυμολογείται από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, έναν ήρωα και ημίθεο που υποτίθεται ότι έζησε στα προχριστιανικά χρόνια στην αρχαία Αίγυπτο και συνέγραψε τα λεγόμενα Ερμητικά Κείμενα που όμως χρονολογούνται από όλους πλέον στον 3ον αι. μ.Χ. Είναι έκδηλη π.χ. η ομοιότητά τους με τον Νεοπλατωνισμό (που εμφανίζεται με τον Πλωτίνο στον ίδιο τον αιώνα) αλλά και άλλες μυστικιστικές διδασκαλίες και θρησκείες. Εάν η ερμηνευτική, με τη σημερινή της σημασία θέλει να απομυστικοποιήσει και να φανερώσει το αληθινό νόημα του κειμένου, ο ερμητισμός έχει τον αντίθετο στόχο. Στον Ερμητισμό υπάρχει η υποψία αλλά αυτό που επιδιώκεται είναι η απόκρυψη του νοήματος και όχι η καταδήλωσή του.
[3] P. Ricoeur, De l’interprétation. Essai sur Freud, Seuil, Paris 1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου