Όταν
ήμουν νεότερος και ασχολούμουν με τις ιστορικές μελέτες με είχε σαγηνεύσει
περιέργως ένα ιστορικό πρόσωπο από την αρχαία Αίγυπτο. Επρόκειτο για τον
αιρετικό βασιλιά Ακχενατόν ή Αμένοφη IV. Εκτός του ότι υπήρξε ο πρώτος
εισηγητής του μονοθεϊσμού στην ιστορία – πριν ακόμη και τον Μωϋσή, ο οποίος
λεγόταν παλιότερα ότι επηρεάστηκε από αυτόν – ήταν μία αινιγματική
προσωπικότητα. Η βασιλεία του άρχισε ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, ο
οποίος ήταν ο Φαραώ της Αιγύπτου Αμένοφις III, και τελείωσε με το δικό του
θάνατο, για να ακολουθήσει ύστερα από αυτόν ο Φαραώ που έγινε πασίγνωστος λόγω
της ανακάλυψης του άθικτου τάφου του, ο Τουταγχαμών.
Για κάμποσο
καιρό διαβάζοντας τις πρωτότυπες πηγές που μας σώθηκαν από την εποχή του, όπως
τον Ύμνο του βασιλιά στον Ήλιο, που αποδίδεται στον ίδιο τον Ακχενατόν και μέσα
από τις άλλες αρχαιολογικές μαρτυρίες, όπως τα απομεινάρια της Ηλιούπολης, την
οποία ίδρυσε ο ίδιος και κατέστησε πρωτεύουσα του, στην σημερινή τοποθεσία Τέλλ
– ελ – Αμάρνα, προσπάθησα να δω πίσω από το ιστορικό πρόσωπο του Φαραώ, τους
λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την ανεξήγητη στροφή προς το Μονοθεϊσμό. Στην
αρχή είδα τη σημασία που για όλα ανεξαιρέτως τα έμβια όντα έχει η παρουσία του
ήλιου. Θαύμασα την αφοσίωση που ο Ακχενατόν έδειξε προς τον θεοποιημένο ήλιο,
αφού μάλιστα υπήρχε εκείνος ο διαφωτιστής συγγραφέας, ο Σάρλ Φρανσουά Ντυπουί
(1742-1809), που έγραψε το προκλητικό έργο Η προέλευση όλων των λατρειών ή Η
παγκόσμια Θρησκεία (1794), όπου στο ένατο κεφάλαιο - το οποίο κυκλοφόρησε
αυτοτελές και στα ελληνικά – με τίτλο Ερμηνεία του μύθου του Ήλιου που
λατρεύτηκε με το όνομα του Χριστού, υποστηρίζει τη θέση ότι η λατρεία του Ιησού
ήταν παρόμοια με την λατρεία των πανάρχαιων ηλιακών θεοτήτων των ηλιολατρικών
θρησκειών της Ανατολής.
Φυσικά δεν συμμερίζομαι μία άποψη φυσικής εξήγησης του υπερφυσικού, που ήταν του συρμού κατά το Διαφωτισμό, όπως αυτή του Σ. Φ. Ντυπουί, όταν μάλιστα όλη η πατερική σκέψη χρησιμοποιεί ρητά τον ήλιο ως σύμβολο και μόνο της θεότητας και είναι ολοφάνερο πόσο απλοποιημένη και αφελής είναι αυτή η ταύτιση οτιδήποτε θεϊκού και υπερφυσικού με ένα ορατό και υλικό αντικείμενο (αν και εδώ που τα λέμε χάρη σε παρόμοιες προσπάθειες ξεκίνησε η κριτική της μεταφυσικής στην νεώτερη εποχή). Η αναγωγή της μεταφυσικής στην ύλη πάντως δεν σημαίνει την υποκατάσταση του νοήματος με το γράμμα, ή του σημαινόμενου από το σημαίνον (άρα εννοείται ούτε του συμβόλου από το σύμβολο).
Φυσικά δεν συμμερίζομαι μία άποψη φυσικής εξήγησης του υπερφυσικού, που ήταν του συρμού κατά το Διαφωτισμό, όπως αυτή του Σ. Φ. Ντυπουί, όταν μάλιστα όλη η πατερική σκέψη χρησιμοποιεί ρητά τον ήλιο ως σύμβολο και μόνο της θεότητας και είναι ολοφάνερο πόσο απλοποιημένη και αφελής είναι αυτή η ταύτιση οτιδήποτε θεϊκού και υπερφυσικού με ένα ορατό και υλικό αντικείμενο (αν και εδώ που τα λέμε χάρη σε παρόμοιες προσπάθειες ξεκίνησε η κριτική της μεταφυσικής στην νεώτερη εποχή). Η αναγωγή της μεταφυσικής στην ύλη πάντως δεν σημαίνει την υποκατάσταση του νοήματος με το γράμμα, ή του σημαινόμενου από το σημαίνον (άρα εννοείται ούτε του συμβόλου από το σύμβολο).
Ο Ακχενατόν παρ’ όλη την ασθενική
του κράση έγινε ο ηγέτης μίας θρησκευτικής μεταρρύθμισης, που αφού κατήργησε
δια της βίας όλους τους προηγούμενους θεούς που λάτρευαν οι Αιγύπτιοι, ανέδειξε
ως πρώτο και μοναδικό θεό τον ίδιο τον ηλιακό δίσκο, που είχε το όνομα «Ατόν»
(Ακχενατόν είναι το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Φαραώ στον εαυτό του και σημαίνει
«όργανο του ήλιου»). Μάλιστα κάποιοι συνέδεσαν τον Ψαλμό 103 (104) με τις
αναφορές του Ακχενατόν στον Ύμνο του βασιλιά στον Ήλιο (ο ψαλμός αυτός
παρουσιάζει τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό έχοντας κοινά σημεία με τη
Γένεση).
Στον αιώνα του
Ακχενατόν (14ος αι. π.Χ.) υπέθεταν ακόμη και στην εποχή που ο εβραίος Σίγκμουντ
Φρόιντ έγραψε το τελευταίο του βιβλίο, (Ο Μωυσής και ο Μονοθεϊσμός, 1939) ότι
έζησε ο Μωυσής. Είναι εύλογη η συσχέτιση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στον
μονοθεϊσμό του Ακχενατόν και αυτόν του Ιουδαϊκού λαού. Ο Φαραώ Ακχενατόν
προβάλλοντας τον εαυτό του στον θεό ήλιο, προέκτεινε την δύναμή του. Τα
κολοσσιαία αγάλματα από ζωγραφισμένο ψαμμόλιθο που τον αναπαριστούν και
σώζονται στην υπόστυλη αίθουσα του Ναού του Ατόν στη Θήβα, δείχνουν αυτή τη
τάση μεγαλείου – που βέβαια συνόδευε όλους τους Φαραώ – αλλά εδώ συνδυασμένη με
την αινιγματικότητα και την πνευματικότητα που διέκρινε τον συγκεκριμένο
ηγέτη.
Η Ηλιούπολη είναι η πρώτη πόλη, όπου λατρευόταν ο ένας θεός και άρα η πρώτη πόλη, όπου η ερμηνεία της πραγματικότητας περιστρεφόταν γύρω από μία αρχή. Θεωρώ ότι είναι η πρώτη πόλη από την οποία αρχίζει αυτό που για τον μετα-μοντερνισμό θα θεωρηθεί η αυταπάτη της νεωτερικότητας· αυτή υπήρξε η μονοδιάστατη ερμηνεία ή η τάση αναγωγής στη μία και μοναδική ερμηνεία για τον κόσμο, τον άνθρωπο και το θείο. Η μετα-νεωτερικότητα θα πολεμήσει αυτή τη τάση αγκίστρωσης σε μία ερμηνεία, ένα θεμέλιο, μία αρχή. Θα επαναφέρει με παγανιστικό μένος την πολυαρχία και τη διασπορά του λόγου. Τώρα, κατά πόσον αυτή η μεταμοντέρνα στάση απέναντι στην πραγματικότητα, που επισημάνθηκε κυρίως από τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, μπορεί να επαληθευτεί, αυτό θα πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι και η κριτική αυτή της μετα-νεωτερικότητας εντάχθηκε μέσα στην ιστορικότητα και άρα σχετικοποιήθηκε επίσης. Όσον αφορά στο ζήτημα ιδωμένο υπό την οπτική αυτή, μπορεί να συναχθεί ότι, καθώς στην Ηλιούπολη η ενοποιητική πνευματική τάση αφορά κυρίως στη θρησκεία και δευτερευόντως την πολιτική εξουσία, καθώς ακόμη επειδή αποτέλεσε το πρώτο συγκρότημα πόλης υπό αυτές τις συνθήκες, για τούτο συνιστά την αφετηρία από όπου δόθηκε μία ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η μία και μοναδική αρχή, δύναμη και εξουσία στον κόσμο; Για πρώτη φορά ο πολιτισμός της πόλης περιστρέφεται γύρω από αυτό το ερώτημα, δίνοντας μία πνευματική απάντηση και όχι μόνο κοσμική.
Η Ηλιούπολη είναι η πρώτη πόλη, όπου λατρευόταν ο ένας θεός και άρα η πρώτη πόλη, όπου η ερμηνεία της πραγματικότητας περιστρεφόταν γύρω από μία αρχή. Θεωρώ ότι είναι η πρώτη πόλη από την οποία αρχίζει αυτό που για τον μετα-μοντερνισμό θα θεωρηθεί η αυταπάτη της νεωτερικότητας· αυτή υπήρξε η μονοδιάστατη ερμηνεία ή η τάση αναγωγής στη μία και μοναδική ερμηνεία για τον κόσμο, τον άνθρωπο και το θείο. Η μετα-νεωτερικότητα θα πολεμήσει αυτή τη τάση αγκίστρωσης σε μία ερμηνεία, ένα θεμέλιο, μία αρχή. Θα επαναφέρει με παγανιστικό μένος την πολυαρχία και τη διασπορά του λόγου. Τώρα, κατά πόσον αυτή η μεταμοντέρνα στάση απέναντι στην πραγματικότητα, που επισημάνθηκε κυρίως από τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, μπορεί να επαληθευτεί, αυτό θα πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι και η κριτική αυτή της μετα-νεωτερικότητας εντάχθηκε μέσα στην ιστορικότητα και άρα σχετικοποιήθηκε επίσης. Όσον αφορά στο ζήτημα ιδωμένο υπό την οπτική αυτή, μπορεί να συναχθεί ότι, καθώς στην Ηλιούπολη η ενοποιητική πνευματική τάση αφορά κυρίως στη θρησκεία και δευτερευόντως την πολιτική εξουσία, καθώς ακόμη επειδή αποτέλεσε το πρώτο συγκρότημα πόλης υπό αυτές τις συνθήκες, για τούτο συνιστά την αφετηρία από όπου δόθηκε μία ολοκληρωμένη απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η μία και μοναδική αρχή, δύναμη και εξουσία στον κόσμο; Για πρώτη φορά ο πολιτισμός της πόλης περιστρέφεται γύρω από αυτό το ερώτημα, δίνοντας μία πνευματική απάντηση και όχι μόνο κοσμική.