Α.
Ο ΚΑΙΡΟΣ
Οι
κάτοικοι της πόλης αναζητούν τον κατάλληλο «καιρό», δηλαδή την ευκαιρία. Ο
καιρός ή η καιρικότητα σύμφωνα με τη θεωρία του Ευάγγελου Μουτσόπουλου, είναι
αυτό που πρέπει να αδραχτεί και να αποτελέσει το εφαλτήριο νέων προσπαθειών,
νέων τάσεων, νέων κινήσεων ή στρατηγικών. Η καιρικότητα είναι ο κατάλληλος
χρόνος για τη δράση και την κατάλληλη κίνηση που θα αποφέρει καρπούς. Είναι ο
«καιρός» του εν τη πόλει παιγνίου που μας χρειάζεται και τον χρειαζόμαστε
εμείς. Οι ευκαιρίες δεν νοούνται με την ωφελιμιστική έννοια, ως τρόποι που θα
αποφέρουν κέρδος. Νοούνται κατά το ήμισυ σύμφωνα με την θεωρία του
πραγματισμού, ως τρόποι για την προώθηση της ζωής. Μόνο αυτή κυριαρχεί στο τέλος.
Πραγματισμός ή βιταλισμός, η τάση προς τον έρωτα και τη ζωή αντιπαλεύει το
θάνατο. Είναι τούτο το μεταφυσικό ζεύγος, ζωή και θάνατος, που εμπερικλείει
όλες μας τις προσπάθειες; Όχι. Ό,τι παίζεται δεν είναι κάτι απλό, αλλά ούτε και
πάντα πολύπλοκο. Είναι όμως κάποτε παιχνίδι ζωής και θανάτου; Είναι ο αγώνας
για την επιβίωση ή απλά ένα ακόμη παίγνιο με στόχο την απλή συνέχιση της ζωής;
Αλλά η συνέχιση της ζωής είναι συχνά ένα απλό συμβάν, που έτσι έρχεται και
συμβαίνει χωρίς αιτία, σκοπό, λόγο, χωρίς καμία ιδιαίτερη σημειοδότηση. «Το
τριαντάφυλλο είναι χωρίς γιατί· ανθίζει γιατί ανθίζει». Αυτή είναι μία ρήση του
πολωνού μυστικιστή του 17ου αι. Άγγελους Σιλέσιους (φιλολογικό ψευδώνυμο του
ποιητή Γιοχάνες Σέφλερ). Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες παραθέτει ένα άλλο παράθεμα από
τον ίδιο ποιητή ως κατακλείδα του δοκιμίου του «Νέα Ανασκευή του Χρόνου» που
είναι ιδιαίτερα καταλυτικό. Έπειτα από μία αναγκαστική παραδοχή της
αναπόφευκτης αλήθειας που αποτελεί αυτό το οποίο υπάρχει, δηλαδή το αναπόφευκτο
ότι εγώ είμαι εγώ και ότι ο κόσμος είναι πραγματικός είτε το θέλουμε είτε όχι
(παρ’ όλες αυτές τις χρήσιμες και υψηλές, μεταφυσικές και παράξενες παρηγοριές
μας) με το χωρίο του Άγγελους Σιλέσιους απευθύνει μία προτροπή προς τον
αναγνώστη, εάν θέλει να μάθει περισσότερα για το ζήτημα του χρόνου και της
αναπόδραστης πραγματικότητάς του «να γίνει ο ίδιος γραφή και ουσία». Όμως το
θέμα είναι πως το κάθε συμβάν εντάσσεται μέσα σε μία αναπόφευκτη και
αναπόδραστη χρονική και χωρική αναγκαιότητα. Όλα γίνονται με φυσικό τρόπο, αφού
η φύση ενέχει ένα σημαντικό ποσοστό αιτιότητας και λανθάνουσας νομοτέλειας.
Είτε το θέλουμε, είτε όχι, ό,τι συμβαίνει συμβαίνει. Δεν πρόκειται πάλι για μία
στρατηγική του βίου ως τρόπος εγκεφαλικής λύσης προβλημάτων. Ό,τι συμβαίνει,
συμβαίνει άσχετα πολλές φορές από τις αποφάσεις μας. Αλλά οι σκέψεις μας και οι
αποφάσεις μας, όταν οδηγούν στην πράξη, μπορούν να αλλάξουν όχι μόνο το δικό
μας βίο, αλλά και να επηρεάσουν τους άλλους. Είτε πρόκειται για κάποιο απλό
παίγνιο, είτε για τον αγώνα για επιβίωση, ο τρόπος της ύπαρξης ανοίγεται εμπρός
μας. Ο τρόπος που υπάρχω καθορίζεται «πολλαχώς». Είναι ένα καθολικό γεγονός
σχέσεων, ποιοτήτων, ιδιοτήτων, συναισθημάτων, γνώσεων, τάσεων. Είμαι αυτό που
γίνομαι. Όπως και γίνομαι αυτό που είμαι. Με αυτήν τη φαινομενικά αντιφατική
έκφραση υποδηλώνεται ότι το γεγονός της ελευθερίας δεν είναι απόλυτο, αλλά
σχετικό. Με άλλα λόγια η δράση και οι πράξεις μας καθορίζουν το ποιοι είμαστε,
αλλά μέσα από μία αόρατη εντελέχεια οδηγούμαστε να ταυτιστούμε με τον εαυτό
μας. Βέβαια, υπάρχουν μέσα στην ιστορία κάποια πρόσωπα που μπορούν να
επιδράσουν με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους πάνω στη ζωή εκατομμυρίων
ανθρώπων. Τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα πάντως δεν φαίνεται να έχουν σήμερα μία
αίγλη ανάλογη με αυτή που θα ήθελε ο πολύς Τόμας Καρλάϋλ, όταν έγραφε για τη
φύση των ηρώων και το πώς γεννιούνται και επιδρούν διαμορφώνοντας την ιστορική
πραγματικότητα. Από την άλλη πάλι, ακόμη και η εποχή που θεωρούσε ως πηγή της
δράσης και του νοήματος τις δομές και όχι τα πρόσωπα έχει μείνει πίσω. Εκτός
από εκείνες τις διακηρύξεις για το θάνατο και του τελευταίου ανθρώπου, κάποιοι
ίσως θα αναζητούσαν τα ίχνη και θα νοσταλγούσαν την εποχή του πρώτου ανθρώπου.
Ο πρώτος άνθρωπος θα μπορούσε να ξεκινήσει από εκεί όπου σταμάτησε ο τελευταίος
άνθρωπος. Έτσι μία νέα σειρά ανθρώπων θα ξεπροβάλλει.
Β.
Η ΝΟΗΤΗ ΠΟΛΗ
Άραγε
στις σημερινές πόλεις κατοικεί ο πρώτος ή ο τελευταίος άνθρωπος; Τώρα που
φαίνεται το μίζερο και απαισιόδοξο όραμα του μηδενισμού να φεύγει προς τα πίσω,
μέσα από μία νέα ορμητικότητα και με αναπτερωμένο το ηθικό κατά τη διάρκεια της
νέας χιλιετίας, οι κάτοικοι των πόλεων, ίσως θεωρώντας τες ως τερατουργήματα,
θα αναζητήσουν την τύχη τους σε κάποιον άλλο αστρικό χώρο - όχι πάντα με την
έννοια της μεταφοράς μας σωματικά σε έναν άλλο πλανήτη. Ναι, ευελπιστούμε για
το αύριο χωρίς να περιοριζόμαστε από τα στενά όρια της φυλακής μέσα στην οποία
βρισκόμαστε. Όμως πρόκειται άραγε για φυλακή; Όχι πάντα, αφού υπάρχουν τόσα
πολλά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο, αυτόν το χρόνο, αυτή τη ζωή, αυτήν την πραγματικότητα,
τα οποία καθιστούν τη φυλάκιση μας συχνά διασκεδαστική. Διασκέδαση, παιχνίδι,
έρως, δράση, κίνηση, χάσιμο του εαυτού στην πόλη και ανεύρεση. Η δομή της πόλης
"αλώνεται" εκ των έσω. Η δομή της πόλης δεν μοιάζει με ένα κάστρο ή
έναν πύργο που πολιορκείται και κάποτε πέφτει ή όχι. Η δομή της πόλης δεν
αλώνεται έξωθεν, αλλά έσωθεν. Οι κάτοικοί της επιδιώκουν την άλωσή της με
ποικίλους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η συνεργασία με τους άλλους κατοίκους
της πόλης.
Θα πουν κάποιοι πως έτσι ανοίγεται
ο δρόμος της καταφυγής προς έναν ιδεαλιστικό μυστικισμό, ο οποίος αντλεί από
την ουσία της πραγματικής πόλης, ώστε να επιτευχθεί ο οπτασιασμός της
μη-πραγματικής πόλης. Όμως είναι άραγε εύκολο να διαχωριστεί η πραγματική πόλη
από το διπλό της; Και είναι άραγε πιο πραγματική αυτή η εδώ κάτω πόλη ή η όχι
απαραίτητα φανταστική, νοητή πόλη; Τουλάχιστον δεν υπεισέρχεται καμία
νοησιαρχία που θα οδηγούσε στην παγίδα μίας απολυτοποίησης του νοητού σε βάρος
του αισθητού. Διότι το νοητό επίπεδο είναι κατά κάποιο τρόπο πολύ περισσότερο
αισθητό σε σχέση με το επίπεδο που βιώνουμε δια των αισθήσεων μας.
Επίσης,
αυτό που λέμε νοητό δεν ταυτίζεται με το φανταστικό, ενώ ίσως έχει κάποια
συνάφεια με αυτό που ονομάστηκε φαντασιακό. Το νοητό της πόλης, είναι αυτό που
τη συνέχει, τη συγκροτεί, είναι αυτό που τη ζωογονεί, που την εκπαιδεύει, τη
συντηρεί. Η νοητή υπερ-πραγματικότητα προς την οποία θα διέφευγε για παράδειγμα
ένας σουρεαλιστής, αποτελεί μία αφαίρεση, όμως είναι μία πραγματικότητα
καθοριστική και καθορίζουσα. Το νοητό επίπεδο κατοικείται από ψυχές και νόες
που προέρχονται από το κορυφαίο και ακραίο επίπεδο της πόλης. Τι βρίσκεται
εκεί; Άραγε μπορεί να ειπωθεί ότι η πόλη του αισθητού κόσμου μιμείται και
τείνει να ομοιωθεί με την νοητή πόλη ή τρόπον τινά μέσα από τη θέαση της νοητής
πόλης βελτιώνεται και βελτιώνει τις συνθήκες της ζωής των ανθρώπων εδώ κάτω;
Δεν
θα αντιδικήσουμε με κανέναν για το πόσοι άγγελοι μπορούν να χορέψουν στην
κεφαλή μίας βελόνας. Όμως οι νόες και οι ψυχές, έγιναν κάποτε οι χριστιανικοί
άγγελοι· μήπως οι αγγελολογίες και οι ουράνιες ιεραρχίες δεν αντιστοιχούν στους
λόγους και τις δομές που ο άνθρωπος σκαρφίστηκε για να οργανώσει, να
νοηματοδοτήσει και να ελέγξει φύση και ιστορία; Πρόκειται άραγε για έναν
μανιώδη, ευφάνταστο και λεπτό ιντελεκτουαλισμό; Η δομή του χώρου και του χρόνου
της πόλης επιτρέπει τα ανοίγματα προς το μεταφυσικό άχωρο και άχρονο, όταν δεν
εναντιώνεται στην αρχή της ηδονής και δεν την καταπιέζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι
η αρχή της πραγματικότητας εναντιώνεται προς κάποια αρχή της ηδονής, με την
έννοια δηλαδή ότι από τη μία πλευρά κάθε διαφυγή εντάσσεται στο αυθόρμητο και
ηδονικό γεγονός της γνωστικής και κοινωνικής ζωής και ότι από την άλλη η
προσαρμογή στις συνθήκες του πραγματικού οδηγεί στην διάψευση κάθε ονειρικής ουτοπίας.
Όχι, διότι η αρχή της ηδονής μπορεί να οδηγήσει στη βίωση άσχημων καταστάσεων,
όπως το ίδιο και η ταύτιση με το απολύτως πραγματικό προκαλεί συχνά πόνο και
θλίψη.
Από την άλλη τίποτε πιο αληθινό από αυτό το
ανοιχτό, το ριψοκίνδυνο, το τόσο ανεξιχνίαστο, αλλά και απτό γεγονός των
κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η αοριστία που διέπει τις σχέσεις
υπερβαίνοντας κάθε προκαθορισμό και νοητική δέσμευση, αλλά και η χριστιανική
έννοια της αγάπης. Φυσικά, μέσα σε αυτήν την αοριστία εντάσσεται και το ρητό
homo homini lupus. Κάθε διακινδύνευση φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια. Όση
περισσότερη από δαύτη σηκώνουμε και αντέχουμε τόσο κοντύτερα βρισκόμαστε στο
Αγαθό και την Αξία. Τα ψεύδη λοιπόν δεν επιτρέπονται; Όχι πάντα. Αφού υπάρχουν
και τα καλλιτεχνικά ψεύδη, τόσο λεπτά και ευφάνταστα, που βοηθούν τη διαφυγή
και τις πτήσεις της συνειδήσεως.
Οι κάτοικοι της πόλης που κυνηγούν την
υπερβολή και την αμετροέπεια βυθίζονται στην πολυπραγμοσύνη που αυξάνει την
εμπειρία, αλλά μειώνει τις νοητικές τάσεις. Από την άλλη η νοητική εμμονή δεν
είναι απαραίτητο να απομακρύνει από την εμπειρική και ζώσα βίωση του
πραγματικού. Αυτό ισχύει διότι η νοερή εμβίωση, όταν δεν αγκυλώνεται σε
νοητικές νόρμες, στερεότυπα και υπερβολές βοηθάει στην κατανόηση του εαυτού και
των άλλων. Παράλληλα λειτουργεί και η συναίσθηση σε σχέση με κάθε ετερότητα που
διαισθητικά εμβαπτίζει τον καθένα στο κλίμα της πόλης. Κινητικότητα,
κοινωνικότητα και πλησιασμός αποτελούν όροι εκ των ών ουκ άνευ για την κάθε
προσπάθεια συμμετοχής στη μεταφυσική ενέργεια που φέρουν τα άτομα εν δυνάμει
στην πόλη.
Μέσα
στον καταιγισμό των σχολίων στην σημερινή εποχή, όπου όλα καταγράφονται και
αποτυπώνονται στο διαδίκτυο, όπου η ευκαιρία της δημοσίευσης είναι δυνατή στους
περισσότερους, τι αξία θα είχε μία μεταφυσική της πόλης, του αισθητού αυτού
κοινωνικού και ιστορικού μορφώματος, η οποία θα υποδείκνυε τους τρόπους
διαφυγής από την καταδυνάστευση μίας υπερ-πόλης που μας καταδυναστεύει κατά
ανάλογο τρόπο που για τη ψυχανάλυση θα ταυτιζόταν με το υπερ-εγώ του ανθρώπου,
το οποίο γίνεται ενίοτε αυστηρό και επιβάλλει τις ηθικές εντολές αφομοιωμένες
από τη συνείδηση; Το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν η συνείδηση χάνεται και η
υπερ-πόλη ως καταπιεστική δύναμη επικοινωνεί με τη χειρότερη πόλη, μία
υπο-πόλη, κατά ανάλογο τρόπο πάντα που το υπερ-εγώ μπορεί κάποτε να αγνοήσει το
εγώ και να επικοινωνήσει με το ασυνείδητο. Όμως αυτοί οι όροι δεν πρέπει να
εννοούνται μονοσήμαντα, ούτε στην ψυχανάλυση, ούτε σε μία πιθανή μεταφυσική της
πόλης. Και αυτό διότι το υπερ-εγώ μπορεί να είναι τόσο θετικό όσο και αρνητικό
και η απελευθέρωση του ασυνειδήτου μπορεί κάποτε να καταστρέφει και κάποτε να
βοηθά στην ομαλή επαναφορά της υγιούς συνείδησης. Έτσι το να βρίσκεται κανείς
πέραν του καλού και του κακού δεν ισοδυναμεί με την αγνόηση και υποτίμηση τους,
αλλά στο να βλέπουμε το αμφίσημο που υφέρπει μέσα από τις δυαδικές αντιθέσεις
σε σχέση με όλους τους όρους που σχετίζονται προς το αντίθετό τους. Βέβαια, η
συνήθης θεολογική σκέψη θα έβλεπε το μαύρο μαύρο και το άσπρο άσπρο. Όμως είναι
πράγματι έτσι; Όχι πάντα. Διότι αυτή μπορεί να οδηγηθεί σε έναν πνευματοκρατικό
μονισμό ή ενισμό, θεωρώντας όλα τα πράγματα ως απορρέοντα από το Αγαθό και έτσι
να παραβλέψει –υποκριτικά και μουλωχτά-
την ύπαρξη του αντίθετού του.
Όμως
όταν η υπερ-πόλη επικοινωνεί με την υπο-πόλη χωρίς τη μεσολάβηση του συνειδητού
μέρους της πόλης, δηλαδή του μέρους εκείνου που ελέγχει τα πράγματα, τότε θα
πρέπει να περιμένουμε ίσως την κατίσχυση βίαιων και ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ίσως μάλιστα και η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στο χάος και στην πρόκληση
βίαιων ενεργειών, όχι όμως απαραίτητα εξεγέρσεων. Είναι όμως η πόλη ένας
«μακράνθρωπος» και ο άνθρωπος μία «μικρόπολις»; Όχι απαραίτητα. Η κλίμακα των
αναλογιών δεν ισχύει πάντοτε, ούτε αυτή των αντανακλάσεων. Οι σχέσεις είναι
περισσότερο πολύπλοκες και κάθε ιστορική περίοδος έχει τις δικές της μορφές
σχέσεων.
Ζω
μέσα στο νου και μέσα στη ψυχή, όπως και η πόλη. Οι πόλεις του αισθητού κόσμου
βυθίζονται μέσα στις ψυχές, όπως το δίχτυ μέσα στην θάλασσα. Οι ψυχές των
ανθρώπων ούτε πιάνονται, ούτε κατέχονται. Είναι παλλόμενες, ζωντανές, εν μέρει
άϋλες, συνδεδεμένες με τα σώματα, όπως και με τον ιστό της πόλης. Βρισκόμαστε
πάλι μέσα στην αισθητή πόλη, που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη, ζωντανή, άυλη ψυχή
της πόλης, η οποία περιέχεται μέσα σε μία
ζωντανότερη νοητή πόλη.
Γ.
ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Αμέτρητες
θάλασσες μας προσμένουν να τις ταξιδέψουμε. Εκεί στο παρελθόν και δίπλα μας
υπάρχουν ενέργειες μικρές και μεγάλες, πράξεις ρωμαλέες ή ποταπές, κόπος
αμέτρητος, όπως και τα κοπάδια των ανθρώπων που ξεχύθηκαν κάποτε και συνεχίζουν
να ξεχύνονται. Ξεχύνονται στις πλατείες, στις λεωφόρους, στα πλοία, στα μέσα
μαζικής μεταφοράς, παντού όπου κυριαρχεί το πλήθος, η αγελαία παρεύρεση, η
μαζικότητα, οι οπαδοί. Μέσα στην αισθητή, ψυχική και νοητή πόλη ταξιδεύουμε
ανεπίγνωστα, ανεπαίσθητα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όταν το
συνειδητοποιούμε χάνουμε ένα μέρος από τη γνησιότητα και τη γοητεία του
ταξιδιού. Ταξιδεύουμε μέσα μας και έξω από εμάς.
Το
ίδιο συμβαίνει με τη μελέτη της ιστορίας άλλων λαών που δεν υπάρχουν πια. Και
αυτός είναι ένας τρόπος ώστε να μεγεθύνουμε την προσωπική μας ιστορία. Έτσι
προσθέτουμε εμπειρίες εκ περιγραφής στις άμεσες εμπειρίες και επιμηκύνουμε τη
ζωή μας. Διότι ακόμη και εάν οι καταγεγραμμένες εμπειρίες δεν είναι άμεσες
εμπειρίες, ίσως κάποτε να προστεθούν στον απολογισμό της παρελθούσας ζωής. Τι
να επιλέξουμε από τα απέραντα πεδία της γνώσης και τις περιγραφές φανταστικών ή
πραγματικών εμπειριών; Τι να πρωτοδούμε και να πρωτομάθουμε μέσα σε μία μόνο
ζωή; Θα πρέπει ίσως να εμπιστευτούμε το κριτήριο της μεγαλύτερης κοινής
αποδοχής. Ίσως όμως τότε χάσουμε καταγραφές που περιέχουν λόγους και κείμενα
πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μας και οι οποίες δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Παρ’
όλ’ αυτά το κριτήριο της εμπορικότητας δεν είναι πάντα το καλύτερο, χωρίς να
σημαίνει τούτο πως ποιότητα και εμπορικότητα δεν μπορούν να συμβαδίζουν. Μάλλον
το σημαντικότερο κριτήριο είναι αυτό της επίδρασης και της ιστορικής
αναγνώρισης.
Όμως
πόση είναι η γνώση που ξεπερνά τα συμβατικά και αποδεκτά επιστημονικά και
καλλιτεχνικά όρια και για αυτό το λόγο παρωθήθηκε κατά το παρελθόν στο
περιθώριο. Πόση αφανής γνώση έμεινε πίσω και πόσο μεγάλο το ποσοστό λόγων που
δεν έφτασαν έως εμάς. Όλη αυτή η άγνωστη ιστορία, όλος αυτός ο πλούτος ας πούμε
της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που δεν επιβίωσε, έκρυβε θησαυρούς
πνευματικότητας, σοφίας και τέρψης. Ναι, η γνώση χάνεται, όταν δεν γίνεται
πρακτική και δεν καθορίζει αυτό που καθορίζεται από αυτήν, δηλαδή στοιχεία του
πραγματικού. Υπήρχαν πράγματι γνώσεις και αγορεύσεις λόγου που έμειναν
καταραμένες και που αφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Κείμενα αιρετικά,
απαγορευμένα, άγνωστα ή τερατολογήματα, των οποίων λιγοστά αποσπάσματα
διασώθηκαν. Σκοτεινές εξυφάνσεις καθορισμού του παντός, συνομωσίες, παραφιλολογίες,
μεγαλορρημοσύνες, ιδεοληψίες, άφθονα αφανή κείμενα που δεν έλαμψαν, ούτε αυτά,
ούτε οι συγγραφείς τους ως αστέρες. Πρόκειται για την ιστορία του περιθωρίου,
προορισμένη να γραφεί από ελάσσονες ιστορικούς και να διαβαστεί από
περιορισμένο ακροατήριο.
Αλλά
υπάρχουν, επίσης, και τα έργα γνωστών λογίων που χάθηκαν ή συγγραφέων που
γνωρίζουμε σήμερα τους τίτλους πολυάριθμων έργων τους τα οποία όμως δεν
διασώθηκαν. Μέσα στην ιστορική και κοινωνική κίνηση και μεταβολή, στο διάβα του
χρόνου οι άνθρωποι καταγράφουν την ιστορία, δηλαδή εμείς, όλοι οι κάτοικοι της
πόλης. Ματαιοδοξίες χωρίς νόημα, φρούδες ελπίδες, διαψεύσεις, αναβολές, τα εγώ
που χάνονται λόγω της απόστασής τους από την υπερβατικότητα, την οποία θα
έπρεπε να προσεγγίζουν περισσότερο.
Δυναμισμός, πρωτοτυπία, φανέρωμα, προσήλωση, συνιστούν λύσεις καθημερινές και
σταθερές. Παραλογισμός και κατοχές μέσα από το ντελίριο προσμονής της παρουσίας
του θείου, του εξωκοσμικού, του υπερφυσικού, αυτού που παραμένει αφανές,
κρυμμένο πίσω από την πρόσοψη της καθημερινότητας, μέσα στην πόλη ή στην
ερημιά, βαυκαλίζουν νήπια και γέροντες. Να πως λοιπόν το πνεύμα γίνεται πρώτα
καμήλα, φορτωμένο από λογής στολίδια και φιοριτούρες, έπειτα λιοντάρι,
εξαγριωμένο και τρομερό, για να καταλήξει σε παιδί που παίζει. Δεν μένει κανείς
υπεράνθρωπος στο τέλος, ώστε να αφιερωθεί στην ποίηση του μέλλοντος. Αλλά μένει
κάτι που είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Πέρα από την α-οριστία του μηδενισμού
και τη μεγαλαυχία του υπεράνθρωπου σοφού, το θάρρος της υπάρξεως, της
προέκτασης του παρόντος στο υπερβατικό και αιώνιο, το βρίσκουμε στο σήμερα, θα
το βρίσκουμε στο αύριο και το βρίσκαμε στο χθες.
Η απόδραση στο παρελθόν δεν νοείται ούτως
ή άλλως ως καταφυγή στο υπερβατικό, αλλά ως διαφυγή, δια της οποίας υπάρχουμε,
αν και δεν υπήρξαμε, στο ιστορικό παρελθόν. Το ερώτημα είναι εάν δεν υπήρξαμε
πώς υπάρχουμε; Εδώ έγκειται η έννοια της διαφυγής, όταν η μεταφυσική της πόλης,
επιτρέπει το πέρασμα από τη δράση στην απόδραση. Το ιστορικό παρελθόν είναι ένα
συλλογικό όνειρο. Όταν θυμόμαστε, είμαστε ξύπνιοι ή κοιμισμένοι; Ποτέ
περισσότερο δεν είμαστε περισσότερο ξύπνιοι, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική,
παρά μόνο όσο περισσότερο θυμόμαστε, όσο περισσότερο αναβιώνουμε την προσωπική
και κοινωνική ιστορία. Η συνεχής παρουσία της συνείδησης, εάν αναχθεί στην
έννοια της μνήμης είναι ένα ξύπνιο όνειρο. Πρέπει να θυμόμαστε για να ξυπνάμε·
να ονειρευόμαστε για να θυμόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου