Νεώτερη έκδοση της Λογικής του Αριστοτέλη |
Τα
«θεολογικά θρίλερ» των αρχών του 21ου αι. αλλά και παλιότερα, τι άλλο δείχνουν
εκτός από αυτή τη συνεχή τάση για τη μετάθεση της ευθύνης εκ μέρους της
κοσμικής σκέψης προς το αιώνιο εξιλαστήριο θύμα, τον ίδιο το Χριστό; Όλες οι
ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα η Ιστορία, επιδιώκουν να ανακαλύψουν τις πραγματικές αιτίες πίσω από
τα φαινόμενα. Η Θεολογία από τη μεριά της στρέφεται προς την πηγή όλων, την
πρωταρχική αιτία, το ίδιο το θείο. Συχνά από την πλήρη αντιστροφή
νοητού-αισθητού, που στην πραγματικότητα δεν σοκάρει απαραίτητα, όταν δεν
προκαλεί θυμηδία, ως ένοχος παρουσιάζεται ο ίδιος ο Θεός, η αρχή και η αιτία των
πάντων. Κόσμος και Θεός ταυτίζονται, όπως στον Μπαρούχ Σπινόζα (Deus sive
natura). Αυτό δεν γίνεται εκ πρώτης όψεως με τη συγκατάνευση της ίδιας της
Θεολογίας. Βέβαια, και για τη θεολογική οπτική, ο ίδιος ο Χριστός ανέλαβε τη
σωτηρία της ανθρωπότητας, παίρνοντας πάνω του τις αμαρτίες της. Όμως, σύμφωνα
προς τη χριστιανική θεωρία περί αυτεξουσίου του ανθρώπου, ο Θεός και η
ενσάρκωσή του δεν μπορεί να είναι αίτιο του κακού στον κόσμο. Η εκκοσμίκευση
οδηγείται για ακόμη μία φορά στα άκρα, αν και ο Χριστός δεν είναι ο μέγας
ένοχος, αλλά ο μέγας αναμάρτητος. Η έννοια της υποψίας τόσο μέσα στην historia
profana, όσο και με αντιφατικό τρόπο μέσα στην historia sacra βρίσκεται παντού.
Συχνά η υποψία γίνεται θεολογική και ταυτόχρονα αστυνομική.
Ήδη από την εποχή του Ονόματος του
Ρόδου, το διάσημο «θεολογικό θρίλερ» του
Ουμπέρτο Εκο, στη δεκαετία του 1980, είχε γίνει τόσο προκλητικό και ανυπόφορο
το γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπίζεται διαρκώς η υποψία περί του μη-όντος,
ώστε επιστρατεύθηκε η μυθιστορηματικά θεολογική προσπάθεια εξάλειψής της. Είναι
σαν το φίδι να δαγκώνει την ουρά του, ή σαν μία ακόμη πατροκτονία. Δεν είναι
λοιπόν καθόλου εύπεπτη αυτή η αλήθεια, ότι έγκειται σε εμάς και μόνο σε εμάς η
δυνατότητα να υπάρχει το γεγονός της ελευθερίας; Ο ανομολόγητος στόχος των
«θεολογικών θρίλερ» είναι ότι δεν παίρνουν την κατεύθυνση προς τα εμπρός, αλλά
οπισθοχωρούν προς τα πίσω, όχι για να αναζητήσουν δημιουργικά και παραγωγικά
στο παρελθόν τις αιτίες της τωρινής ύπαρξης, αλλά για να ανοίξουν και πάλι το
ζήτημα των χαμένων ευκαιριών και υποψιών. Δεν θέτουν ούτε καν τον δάκτυλον επί
των τύπων των ήλων. Βαυκαλίζονται με υποθέσεις, με τις οποίες οι ιστορικοί
έχουν να ασχοληθούν από τον 19ον αι., όταν είχαν ήδη καταλήξει στο
«ακριβοπληρωμένο» συμπέρασμα, ότι η εναλλακτική ιστορία δεν ανήκει στο είδος
της ιστορίας, αλλά στην ιστορική φαντασία. Ουσιαστικά τα «θεολογικά θρίλερ»
στοχεύουν στην κατάργηση της θυσίας. Όπως και σε κάθε νέα γενιά, η έννοια αυτή
έγινε και πάλι μισητή, ώστε με αυτόν τον τρόπο να οδηγηθεί στην
προδιαγεγραμμένη επανάληψή της. Εάν ήταν δυνατόν η έννοια της θυσίας δεν θα
υπήρχε, δεν θα γινόταν καθόλου δεκτή, αφού κανείς δεν είναι διατεθειμένος
συνήθως να θυσιάσει τίποτε και για τίποτε. Αφού η έννοια αυτή έγινε
αντικείμενο, θεολογικών, ανθρωπολογικών, αρχαιολογικών, κοινωνιολογικών,
ψυχολογικών, φιλοσοφικών κ.α. ερμηνειών στον 20ον αι., ωρίμασε ο χρόνος για τη
μυθιστορηματική και φανταστική, αλλά και φαντασιακή παρουσία της.
Ο λατίνος θεολόγος Άνσελμος
του Καντέρμπουρυ
πρώτος ανέπτυξε με σαφήνεια το
argumentum ontologicum
|
Η Θεολογία και το μοναχικό σχήμα
έγιναν συχνά το πρόσχημα μόνο για την εκτύλιξη της ιστορίας. Αν με τον
σχολαστικισμό του Δυτικού Μεσαίωνα ο τρόπος γνωστικής πρόσβασης στο Ον
συστηματοποιήθηκε και οργανώθηκε για να αφαιρεθεί από αυτόν κάθε πρόσμιξη με
ζωτικά χαρακτηριστικά, η επιστράτευση ενός μοναχού ντετέκτιβ για την εξιχνίαση
μυστηρίων όχι θεολογικών, αλλά πρώτιστα κοσμικής φύσης, υποδηλώνει την ιστορική
στροφή προς το νομιναλισμό και τον εμπειρισμό. Χαρακτηριστικός φορέας αυτού του
νέου πνεύματος είναι ο Βενεδικτίνος μοναχός Gadfael, της μυθιστοριογράφου Ellis
Peters (ψευδώνυμο της Edith Pargeter). Το μοναστήρι δεν είναι πια μόνο ένας
χώρος άσκησης και εσωστρέφειας, αλλά ένα στρατηγείο από όπου οι μοναχοί οργανώνουν
ποικίλες δράσεις εντός του κόσμου.[1] Το
κακό είναι δύο τάξεων, κοσμικής και μεταφυσικής, και ο μοναχός, αφού μπορεί να
είναι στρατιώτης του σταυρού, σκοτώνοντας τους απίστους, τίποτε δεν τον
εμποδίζει να ανακηρυχθεί και ερευνητής των μυστηρίων που το καλύπτουν. Ωστόσο,
η διαλεύκανση τους από τον μοναχό Gadfael, δεν γίνεται μόνο εν ονόματι του
Θεού, αλλά και εν ονόματι της κοινής λογικής. Το θεολογικό θρίλερ εν προκειμένω
μετατρέπεται σε «λογικό θρίλερ», κατά τον τρόπο που οι σχολαστικές πραγματείες,
χρησιμοποιώντας το Όργανον και το argumentum ontologicum, στόχευαν στην έλλογη
απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Όπως υπάρχει μία τάξη στον ουρανό, και μία
ιεραρχία στην Εκκλησία, καθώς όλα απορρέουν και επιστρέφουν στην πηγή και αιτία
του σύμπαντος, έτσι και η λογική αποδεικνύει την ανυπαρξία του κακού, με την
έννοια ότι δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτήν, όσο και εάν προσπαθήσει.
Εφόσον και η αντίθεση στο θεϊκό
εντάσσεται στη θεολογική έρευνα και σπουδή, κατά τρόπο που υποδηλώνει την
προσπάθεια, αφενός να μην αφεθεί τίποτε έξω από την επικράτειά της, και
αφετέρου να διαγραφούν τα όρια της διαλεκτικής αντίθεσης ιερού και βέβηλου - αν
και στην πατερική Θεολογία το θείο σκεπάζει τα πάντα δείχνοντας άπειρη
ανεκτικότητα -, άρα και οι άτεχνες ή έντεχνες μυθιστορίες που καταπιάνονται
ευθαρσώς με το απόκρυφο, συνδυάζοντάς το με σασπένς και αστυνομική πλοκή, θα
μπορούσαν να ενταχθούν εκ του αντιστρόφου στην κατηγορία των «θεολογικών
θρίλερ». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύστερης Νεωτερικότητας είναι όχι μόνο το
έργο του Ουμπέρτο Έκο, Το Εκκρεμές του Φουκώ, όπου ο συμφυρμός απόκρυφων
γνώσεων είναι μέγιστος, αλλά και το έργο του ισπανού Αρτούρο Περέθ Ρεβέρτε, Το
Κλάμπ Δουμάς (1993). Το παίγνιο των υποψιών που παραπέμπουν στο βασίλειο των
σκιών καθηλώνει τον αναγνώστη τουλάχιστον στα δύο τρίτα του έργου.[2] Ένα από
τα διδάγματά του είναι ότι ο κυνισμός και η ψυχραιμία μπορούν να κάλλιστα να
συνδυαστούν με την υποψία του παραφυσικού και του μεταφυσικού. Ακόμη και χωρίς
την ύπαρξη καμίας αναγκαιότητας, υπό το πρόσχημα της δράσης ενός ντετέκτιβ
σπάνιων βιβλίων, η αναζήτηση του Άλλου, του διαφορετικού, διαπερνάται σταθερά
από τη λογική των ατέρμονων υποψιών. Η μεταφυσική που παρουσιάζεται είναι
παράδοξη, χωρίς να ξεφεύγει από τα χώρο-χρονικά πλαίσια. Η αδυναμία του έργου
έγκειται στο ότι αν και οι επιλογές του ήρωα αναζητητή υποτίθεται ότι είναι
ελεύθερες, επηρεάζονται από την παντοδυναμία του αφηγητή, που τις πλέκει σε
έναν κρυφό ιστό, τον οποίο όμως διαρκώς υπαινίσσεται.
Η θεολογική σκέψη σκοπεύει να μας
πείσει ότι η υποψία περί του διαφορετικού παραμένει υποψία του ίδιου. Υπό το
πρόσχημα της οντολογίας, και υποτάσσοντας σε αυτήν την ηθική, την γνωσιολογία,
τη φυσική και την μεταφυσική, τις εκφάνσεις του κόσμου, και της ανθρώπινης
δράσης, σκοπεύει γενναία, ως μία ακόμη «πανουργία του λόγου» - που στην
περίπτωση αυτή ονομάζει θεϊκή σοφία – στην καθυπόταξη αυτού που όχι απλώς
διαφέρει, ή ακόμη και αντιτίθεται, αλλά ανταγωνίζεται σε ένα παίγνιο εν ου
παικτοίς. Σκοπεύει στο να πείσει ότι, αν και ο αγών είναι μέχρις εσχάτων, η
νίκη είναι προκαθορισμένη. Είναι σαν να δηλώνεται περίτρανα ο στόχος της
απόλυτης εξόντωσης του αντιπάλου: «Εάν υπάρχω, δεν υπάρχεις». Η ίδια φράση
διατυπώνεται και λογικά, χωρίς φαινομενικά μόνο αμφισβήτηση: «Υπάρχω, άρα δεν
υπάρχεις». Όμως εφόσον το δεύτερο σκέλος, του μη-όντος τίθεται εδώ και λεκτικά
στο τραπέζι των συζητήσεων, η υποψία συνοδεύει όχι μόνο αυτό, αλλά και το
πρώτο.
[1] Για παράδειγμα το έργο της Έλις Πίτερς, Οράματα και Λείψανα. Μία Μεσαιωνική Ιστορία Μυστηρίου. Μτφρ. Νίκος Σακαλίδης, Άγρωστις, Αθήνα 1989, 8-34, αρχίζει με τους μοναχούς να οργανώνουν την έρευνα και τα ταξίδια τους. Πρβλ. Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, Αθήνα 1965, 162.
[2] Οι υποψίες κινούνται όχι μόνο από τα συμβάντα της εξωτερικότητας, τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους, αλλά και κατά τη διαρκή προσπάθεια αποκωδικοποίησης γρίφων σε βιβλία, που συνδέονται με την ιστορικότητα και το απόκρυφο. Βλ. Arturo Pérez-Reverte, The Club Dumas. Transl. by Sonia Soto, The Harvest Book Harcourt, Orlando-Austin-New York-San Diego-Toronto-London 1996, 73-82 κ.α. Στο έργο αυτό του Ισπανού λογοτέχνη στηρίχτηκε η ταινία του Ρομαν Πολάνσκι, Η Ένατη Πύλη (The Ninth Gate - 1999)