Περιγραφή του ιστολογίου

Στο παρόν ιστολόγιο μπορεί κανείς να βρει πρωτότυπα ερευνητικά και φιλοσοφικά κείμενα. Οι κατηγορίες (labels) του ιστολογίου είναι χαρακτηριστικές των φιλοσοφικών τάσεων που διέπουν τις αναρτήσεις. Παρότι οι τελευταίες δεν είναι συνήθως ολοκληρωμένες μελέτες, αλλά στοχαστικές παρεμβάσεις και σχόλια σε επιλεγμένα ζητήματα, αφορούν τη βιοθεωρία, την κοσμοθεωρία και τη γραμματολογία της παραδοσιακής σκέψης, της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Η έννοια της υποψίας στα «θεολογικά θρίλερ»


Νεώτερη έκδοση της Λογικής του Αριστοτέλη

                    Τα «θεολογικά θρίλερ» των αρχών του 21ου αι. αλλά και παλιότερα, τι άλλο δείχνουν εκτός από αυτή τη συνεχή τάση για τη μετάθεση της ευθύνης εκ μέρους της κοσμικής σκέψης προς το αιώνιο εξιλαστήριο θύμα, τον ίδιο το Χριστό; Όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα η Ιστορία, επιδιώκουν να  ανακαλύψουν τις πραγματικές αιτίες πίσω από τα φαινόμενα. Η Θεολογία από τη μεριά της στρέφεται προς την πηγή όλων, την πρωταρχική αιτία, το ίδιο το θείο. Συχνά από την πλήρη αντιστροφή νοητού-αισθητού, που στην πραγματικότητα δεν σοκάρει απαραίτητα, όταν δεν προκαλεί θυμηδία, ως ένοχος παρουσιάζεται ο ίδιος ο Θεός, η αρχή και η αιτία των πάντων. Κόσμος και Θεός ταυτίζονται, όπως στον Μπαρούχ Σπινόζα (Deus sive natura). Αυτό δεν γίνεται εκ πρώτης όψεως με τη συγκατάνευση της ίδιας της Θεολογίας. Βέβαια, και για τη θεολογική οπτική, ο ίδιος ο Χριστός ανέλαβε τη σωτηρία της ανθρωπότητας, παίρνοντας πάνω του τις αμαρτίες της. Όμως, σύμφωνα προς τη χριστιανική θεωρία περί αυτεξουσίου του ανθρώπου, ο Θεός και η ενσάρκωσή του δεν μπορεί να είναι αίτιο του κακού στον κόσμο. Η εκκοσμίκευση οδηγείται για ακόμη μία φορά στα άκρα, αν και ο Χριστός δεν είναι ο μέγας ένοχος, αλλά ο μέγας αναμάρτητος. Η έννοια της υποψίας τόσο μέσα στην historia profana, όσο και με αντιφατικό τρόπο μέσα στην historia sacra βρίσκεται παντού. Συχνά η υποψία γίνεται θεολογική και ταυτόχρονα αστυνομική.
            Ήδη από την εποχή του Ονόματος του Ρόδου, το διάσημο «θεολογικό θρίλερ»  του Ουμπέρτο Εκο, στη δεκαετία του 1980, είχε γίνει τόσο προκλητικό και ανυπόφορο το γεγονός ότι έπρεπε να αντιμετωπίζεται διαρκώς η υποψία περί του μη-όντος, ώστε επιστρατεύθηκε η μυθιστορηματικά θεολογική προσπάθεια εξάλειψής της. Είναι σαν το φίδι να δαγκώνει την ουρά του, ή σαν μία ακόμη πατροκτονία. Δεν είναι λοιπόν καθόλου εύπεπτη αυτή η αλήθεια, ότι έγκειται σε εμάς και μόνο σε εμάς η δυνατότητα να υπάρχει το γεγονός της ελευθερίας; Ο ανομολόγητος στόχος των «θεολογικών θρίλερ» είναι ότι δεν παίρνουν την κατεύθυνση προς τα εμπρός, αλλά οπισθοχωρούν προς τα πίσω, όχι για να αναζητήσουν δημιουργικά και παραγωγικά στο παρελθόν τις αιτίες της τωρινής ύπαρξης, αλλά για να ανοίξουν και πάλι το ζήτημα των χαμένων ευκαιριών και υποψιών. Δεν θέτουν ούτε καν τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων. Βαυκαλίζονται με υποθέσεις, με τις οποίες οι ιστορικοί έχουν να ασχοληθούν από τον 19ον αι., όταν είχαν ήδη καταλήξει στο «ακριβοπληρωμένο» συμπέρασμα, ότι η εναλλακτική ιστορία δεν ανήκει στο είδος της ιστορίας, αλλά στην ιστορική φαντασία. Ουσιαστικά τα «θεολογικά θρίλερ» στοχεύουν στην κατάργηση της θυσίας. Όπως και σε κάθε νέα γενιά, η έννοια αυτή έγινε και πάλι μισητή, ώστε με αυτόν τον τρόπο να οδηγηθεί στην προδιαγεγραμμένη επανάληψή της. Εάν ήταν δυνατόν η έννοια της θυσίας δεν θα υπήρχε, δεν θα γινόταν καθόλου δεκτή, αφού κανείς δεν είναι διατεθειμένος συνήθως να θυσιάσει τίποτε και για τίποτε. Αφού η έννοια αυτή έγινε αντικείμενο, θεολογικών, ανθρωπολογικών, αρχαιολογικών, κοινωνιολογικών, ψυχολογικών, φιλοσοφικών κ.α. ερμηνειών στον 20ον αι., ωρίμασε ο χρόνος για τη μυθιστορηματική και φανταστική, αλλά και φαντασιακή παρουσία της.

Ο λατίνος θεολόγος Άνσελμος
του Καντέρμπουρυ
πρώτος ανέπτυξε με σαφήνεια το
argumentum ontologicum

                      Η Θεολογία και το μοναχικό σχήμα έγιναν συχνά το πρόσχημα μόνο για την εκτύλιξη της ιστορίας. Αν με τον σχολαστικισμό του Δυτικού Μεσαίωνα ο τρόπος γνωστικής πρόσβασης στο Ον συστηματοποιήθηκε και οργανώθηκε για να αφαιρεθεί από αυτόν κάθε πρόσμιξη με ζωτικά χαρακτηριστικά, η επιστράτευση ενός μοναχού ντετέκτιβ για την εξιχνίαση μυστηρίων όχι θεολογικών, αλλά πρώτιστα κοσμικής φύσης, υποδηλώνει την ιστορική στροφή προς το νομιναλισμό και τον εμπειρισμό. Χαρακτηριστικός φορέας αυτού του νέου πνεύματος είναι ο Βενεδικτίνος μοναχός Gadfael, της μυθιστοριογράφου Ellis Peters (ψευδώνυμο της Edith Pargeter). Το μοναστήρι δεν είναι πια μόνο ένας χώρος άσκησης και εσωστρέφειας, αλλά ένα στρατηγείο από όπου οι μοναχοί οργανώνουν ποικίλες δράσεις εντός του κόσμου.[1]  Το κακό είναι δύο τάξεων, κοσμικής και μεταφυσικής, και ο μοναχός, αφού μπορεί να είναι στρατιώτης του σταυρού, σκοτώνοντας τους απίστους, τίποτε δεν τον εμποδίζει να ανακηρυχθεί και ερευνητής των μυστηρίων που το καλύπτουν. Ωστόσο, η διαλεύκανση τους από τον μοναχό Gadfael, δεν γίνεται μόνο εν ονόματι του Θεού, αλλά και εν ονόματι της κοινής λογικής. Το θεολογικό θρίλερ εν προκειμένω μετατρέπεται σε «λογικό θρίλερ», κατά τον τρόπο που οι σχολαστικές πραγματείες, χρησιμοποιώντας το Όργανον και το argumentum ontologicum, στόχευαν στην έλλογη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Όπως υπάρχει μία τάξη στον ουρανό, και μία ιεραρχία στην Εκκλησία, καθώς όλα απορρέουν και επιστρέφουν στην πηγή και αιτία του σύμπαντος, έτσι και η λογική αποδεικνύει την ανυπαρξία του κακού, με την έννοια ότι δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτήν, όσο και εάν προσπαθήσει.
          Εφόσον και η αντίθεση στο θεϊκό εντάσσεται στη θεολογική έρευνα και σπουδή, κατά τρόπο που υποδηλώνει την προσπάθεια, αφενός να μην αφεθεί τίποτε έξω από την επικράτειά της, και αφετέρου να διαγραφούν τα όρια της διαλεκτικής αντίθεσης ιερού και βέβηλου - αν και στην πατερική Θεολογία το θείο σκεπάζει τα πάντα δείχνοντας άπειρη ανεκτικότητα -, άρα και οι άτεχνες ή έντεχνες μυθιστορίες που καταπιάνονται ευθαρσώς με το απόκρυφο, συνδυάζοντάς το με σασπένς και αστυνομική πλοκή, θα μπορούσαν να ενταχθούν εκ του αντιστρόφου στην κατηγορία των «θεολογικών θρίλερ». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύστερης Νεωτερικότητας είναι όχι μόνο το έργο του Ουμπέρτο Έκο, Το Εκκρεμές του Φουκώ, όπου ο συμφυρμός απόκρυφων γνώσεων είναι μέγιστος, αλλά και το έργο του ισπανού Αρτούρο Περέθ Ρεβέρτε, Το Κλάμπ Δουμάς (1993). Το παίγνιο των υποψιών που παραπέμπουν στο βασίλειο των σκιών καθηλώνει τον αναγνώστη τουλάχιστον στα δύο τρίτα του έργου.[2] Ένα από τα διδάγματά του είναι ότι ο κυνισμός και η ψυχραιμία μπορούν να κάλλιστα να συνδυαστούν με την υποψία του παραφυσικού και του μεταφυσικού. Ακόμη και χωρίς την ύπαρξη καμίας αναγκαιότητας, υπό το πρόσχημα της δράσης ενός ντετέκτιβ σπάνιων βιβλίων, η αναζήτηση του Άλλου, του διαφορετικού, διαπερνάται σταθερά από τη λογική των ατέρμονων υποψιών. Η μεταφυσική που παρουσιάζεται είναι παράδοξη, χωρίς να ξεφεύγει από τα χώρο-χρονικά πλαίσια. Η αδυναμία του έργου έγκειται στο ότι αν και οι επιλογές του ήρωα αναζητητή υποτίθεται ότι είναι ελεύθερες, επηρεάζονται από την παντοδυναμία του αφηγητή, που τις πλέκει σε έναν κρυφό ιστό, τον οποίο όμως διαρκώς υπαινίσσεται.
         Η θεολογική σκέψη σκοπεύει να μας πείσει ότι η υποψία περί του διαφορετικού παραμένει υποψία του ίδιου. Υπό το πρόσχημα της οντολογίας, και υποτάσσοντας σε αυτήν την ηθική, την γνωσιολογία, τη φυσική και την μεταφυσική, τις εκφάνσεις του κόσμου, και της ανθρώπινης δράσης, σκοπεύει γενναία, ως μία ακόμη «πανουργία του λόγου» - που στην περίπτωση αυτή ονομάζει θεϊκή σοφία – στην καθυπόταξη αυτού που όχι απλώς διαφέρει, ή ακόμη και αντιτίθεται, αλλά ανταγωνίζεται σε ένα παίγνιο εν ου παικτοίς. Σκοπεύει στο να πείσει ότι, αν και ο αγών είναι μέχρις εσχάτων, η νίκη είναι προκαθορισμένη. Είναι σαν να δηλώνεται περίτρανα ο στόχος της απόλυτης εξόντωσης του αντιπάλου: «Εάν υπάρχω, δεν υπάρχεις». Η ίδια φράση διατυπώνεται και λογικά, χωρίς φαινομενικά μόνο αμφισβήτηση: «Υπάρχω, άρα δεν υπάρχεις». Όμως εφόσον το δεύτερο σκέλος, του μη-όντος τίθεται εδώ και λεκτικά στο τραπέζι των συζητήσεων, η υποψία συνοδεύει όχι μόνο αυτό, αλλά και το πρώτο.

                                                                                                     

[1] Για παράδειγμα το έργο της Έλις Πίτερς, Οράματα και Λείψανα. Μία Μεσαιωνική Ιστορία Μυστηρίου. Μτφρ. Νίκος Σακαλίδης, Άγρωστις, Αθήνα 1989, 8-34, αρχίζει με τους μοναχούς να οργανώνουν την έρευνα και τα ταξίδια τους. Πρβλ. Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος, Αθήνα 1965, 162.  
[2] Οι υποψίες κινούνται όχι μόνο από τα συμβάντα της εξωτερικότητας, τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους, αλλά και κατά τη διαρκή προσπάθεια αποκωδικοποίησης γρίφων σε βιβλία, που συνδέονται με την ιστορικότητα και το απόκρυφο. Βλ. Arturo Pérez-Reverte, The Club Dumas. Transl. by Sonia Soto, The Harvest Book Harcourt, Orlando-Austin-New York-San Diego-Toronto-London 1996, 73-82 κ.α. Στο έργο αυτό του Ισπανού λογοτέχνη στηρίχτηκε η ταινία του Ρομαν Πολάνσκι, Η Ένατη Πύλη (The Ninth Gate - 1999)    


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ



Η κοινωνική πραγματικότητα στις κυριότερες εκφάνσεις της λειτουργεί με βάση τις ποικιλόμορφες σχέσεις της πόλης. Οι σχέσεις και οι δομικοί παράγοντες οργανώνουν και συγκροτούν τις εσωτερικότητες, έτσι ώστε να τις ενσωματώνουν στην ιστορική κίνηση προς τα εμπρός. Οι πόλεις δεν αποτελούνται, ωστόσο, μόνο από ετεροκίνητα και ετεροπροσδιορισμένα άτομα. Ο τρόπος που κανονικοποιούν, που θεσμοθετούν και που δομούν, προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Επίσης, επιτρέπει τη συχνή μετατόπιση προς χώρους, όπου η συνείδηση και ό,τι την περιλαμβάνει μπορεί να προσδιοριστεί ποικιλοτρόπως.Όμως τότε γιατί πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι στρέφονται εναντίον τους; Γιατί προκαλούν όλη αυτήν τη δηλητηριώδη κριτική και το μένος; Η εξήγηση του φαινομένου της κριτικής απέναντι στα φαινόμενα που αποκαλούνται πόλεις έγκειται στο αναντίρρητο γεγονός ότι αποτελούν τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες συγκεντρώσεις ανθρώπινης και υπερ-ανθρώπινης δύναμης που υπήρξε ποτέ. Η δύναμή τους, που ενίοτε πηγάζει από την ουσία τους, στηρίζεται στην ανηλεή νορμοποίηση και αντικειμενοποίηση των μελών τους. Πρόκειται για μία διαδικασία ελέγχου που μπορεί να χαρακτηριστεί με μία σειρά από ονόματα, η οποία, όση απάλυνση και εάν επιδεχθεί, παραμένει ολοφάνερα αυτό που είναι: μία παγίδευση των σκέψεων και των σωμάτων. Εκ πρώτης όψεως δεν διαφαίνεται κανένα νήμα που να μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή, μόνιμη και σταθερή συμμετοχή στην αλήθεια, καθώς αυτή δεν μπορεί να ικανοποιήσει κανέναν, μέσα από την καθημερινή αυταπάτη. Εάν υπήρχαν κάποιοι που, διαμέσου της σκέψης και του λόγου, στόχευαν στο να επιτεθούν, να καταλύσουν, ίσως και να καταστρέψουν, αλλά ταυτόχρονα και να απελευθερώσουν τις γνησιότερες δυνάμεις των υπάρξεων μέσα στο χωροχρόνο των πόλεων, όλοι φάνηκαν να καταφεύγουν σε αδιέξοδες λύσεις, έστω και εντός της ιστορίας. Ο λόγος, που δια του λόγου δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση, εξηγείται από το νοηματικό φορτίο του ρήματος «μπορώ» και του ουσιαστικού «λόγος». Το πρώτο υποδηλώνει την κατεξοχήν αναζήτηση της δύναμης που διαρκώς έρχεται αντιμέτωπη με κάποια άλλη ή άλλες δυνάμεις. Άρα αυτοαναιρείται, εφόσον συνιστά μία ακόμη παγίδευση στο ιδεώδες της βούλησης για ισχύ. Όσο για το δεύτερο, είναι ακριβώς αυτή η αρχαιοελληνική σημασία του που ακυρώνει κάθε δια του λόγου προσπάθεια, εφόσον αφορά μία ακόμη μορφή λελογισμένης τάξης που προκύπτει από τη χρήση και την πρακτική εφαρμογή του.Απέναντι σε αυτή την ανέλπιδη και ματαιόσπουδη προσπάθεια αντιπαρατάξεων στο λόγο δια του λόγου και στην ισχύ δια της ισχύος, ποιο αληθινό φως να λάμψει και ποια προοπτική να διαφανεί; Όταν η μία κατάλυση φέρνει την άλλη και κάθε ανανέωση την επόμενη, το φως της θρησκευτικής αλογίας ή της αισθητικής τέρψης μπορεί εκ των έσω ή να εκβαρβαρώσει ή να εκλεπτύνει, ή ακόμη και να λυτρώσει; Η επαναστατικότητα μέσα σε δομημένο πλαίσιο είναι λοιπόν καταδικασμένη να αποτύχει; Εάν απομακρυνθεί κανείς από την επανάληψη σε τι να ελπίσει; Εάν λοιπόν ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος αντιμετωπίζει μέσα από μία κριτικότητα τα δομημένα σύνολα, εάν προσπαθεί να αντεπεξέλθει μέσω διαβαθμίσεων ή ιεραρχιών στην πραγματικότητα των πόλεων, εάν ακόμη μοχθεί να καταστήσει δυνατό το αδύνατο, τότε βρίσκεται δυστυχώς πάλι στο σημείο από όπου ξεκίνησε. Εφόσον ο πλήρης έλεγχος του νου και της πόλης είναι αδύνατος και βέβαια απευκταίος, στο ίδιο αποτέλεσμα εκ του αντιστρόφου οδηγεί και η απόλυτη αναρχία και το ανεξέλεγκτο χάος· ανάμεσά τους η μετριοπάθεια μπορεί να οδηγήσει στη ρουτίνα και την καθημερινή έλλειψη πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας. Συγκράτηση και απελευθέρωση, δομή και δημιουργία, λόγος και παράλογο, αλλά και η ανάμιξή τους, οδηγούν σε μία καθημερινή έμμονη συνέχεια. Έξω από κάθε μεταφυσική της πόλης, που μέσα στην πόλη φαίνεται να αναζητάται, έξω από αυτή την κίνηση προς την υπέρτατη Αγαθότητα που την αγαθύνει και μπορεί να την εκλαμπρύνει ίσως κάποτε, η πόλη στέκεται φρούριο για να φυλακίσει, αλλά και για να προστατεύσει τις προσδοκίες και τις δράσεις μας. Μέσα στον ορυμαγδό των πολύβουων λεωφόρων ή στην φαινομενική ησυχία των στενοσόκακων, ο διαβάτης συμμετέχει εκούσια ή ακούσια στην πολύπλοκη μετατροπή της φύσης από τον άνθρωπο. Οι πόλεις ορθώνονται περήφανα και θρασέως ως η πιο ολοφάνερη πραγματοποίηση της επιβολής του ανθρώπου πάνω στην φύση. Στρεφόμενος ο άνθρωπος ενάντια στη φύση, μέσα από την προσπάθεια εκμετάλλευσης της, ήρθε σε ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό του. Οι μεγάλες μητροπόλεις τον διατηρούν και ταυτόχρονα τον αναλώνουν, προωθώντας την πρακτική που κάποτε προερχόταν από τους νόμους της φύσης, τους οποίους έχουν τώρα προσαρμόσει και αναδιαμορφώσει.Οι πόλεις ανοίγονται στο πεπρωμένο του ανθρώπου: ο τεχνητός ιστός τους στοιχειώνει τα όνειρα, τις αποφάσεις, τις κρίσεις, τις επιθυμίες μας. Είναι οι υποδοχείς και ταυτόχρονα οι κενοί χώροι μας. Μας περικυκλώνουν και μας φροντίζουν. Περιορίζουν τις επιδιώξεις, αλλά και μας γεννούν, μας μεγαλώνουν και μας μορφώνουν. Ο μητροπολιτικός κόσμος τους, άτεγκτος και απρόβλεπτος συνάμα, κάποτε μας τρομάζει και κάποτε μας εκπλήσσει. Τι μένει στις ψυχές από αυτήν την πολυπρόσωπη πραγματικότητα με τις συνεχείς διαπλοκές και τους ελιγμούς; Η ουσία και η σχέση εντός του θαυμαστού τους παιγνίου μεταμορφώνονται πολυεπίπεδα. Λαμβάνουν νέες νοηματοδοτήσεις, καθώς το γνωστό και καθιερωμένο συχνά ανατρέπονται.   Η κριτική στάση προς την πόλη, όταν δεν στρέφεται εναντίον της με στόχο να την αναιρέσει δια παντός, αποτελεί μία ανατρεπτική και βελτιωτική προσπάθεια. Μία κριτική θεωρία της πόλης θα διάνοιγε προοπτικές ουσιαστικής συμμετοχής στις μορφές με τις οποίες εκφράζεται το ιστορικό πνεύμα. Παλεύουμε με το χώρο, με το χρόνο, με κάθε υλική και φανταστική ή νοητή αντίσταση. Ο τόπος και ο χρόνος όπου διοχετεύονται οι βαθύτερες τάσεις, ορμές, κλίσεις, ανάγκες και χαώδεις ή αδιαμόρφωτες φαντασίες του εγκεφάλου είναι αυτή η πολύμορφη κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργεί και επιτρέπει την δια του λόγου και εν κινήσει εκδήλωσή τους. Η ψυχολογική σημασία τους αφορά στο επίπεδο της άμεσης νομιμοποίησης τους και σχηματισμού τους, αλλά το πνευματικό τους νόημα μπορεί να το υπερβεί. Η λογική της δημιουργίας δεν επιβεβαιώνεται από αυτήν την ίδια, καθώς το αίτιο της έχει δύο ριζώματα: το γενικό και το ατομικό. Κάθε διέξοδος της επιθυμίας λοιπόν βρίσκεται κάποτε ανάμεσα σε αντικρουόμενες τάσεις, όταν δεν μπορεί να τις συμβιβάσει γόνιμα και συμφιλιωτικά. Η επιθυμία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, έτσι ώστε της διαφεύγει η αφοσίωση σε μία αρχή που να υπερέχει έναντι όλων των άλλων. Από την άλλη, το κυνήγι της δύναμης τη διαπερνά από άκρη σε άκρη. Το θέμα της δύναμης ή των δυνάμεων εντός των πόλεων δεν είναι παρά ένας ακόμη τρόπος να μιλάμε για πράγματα και ανθρώπους, που ακολουθούν τη φορά τους. Οι πρωτοφανείς και κάποτε αιφνίδιες εκπλήξεις οδηγούν συχνά στο συμπέρασμα ότι δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η πραγματική δύναμη του επιθυμητικού τόπου, που στην ουσία είναι ένας μη-τόπος, μία άφατη πριν την φανέρωσή της, άχωρη, μη-ακόμη πραγματικότητα, που τείνει να εκδηλωθεί. Ωστόσο, ο τόπος της πόλης δεν είναι αυτός όπου η φανέρωση της επιθυμίας θα λάβει χώρα: είναι αντίθετα ο τόπος όπου η ρήξη απέναντι σε αυτήν μέσω της διαρκούς έλλειψης που τη συνοδεύει, φέρνει στο προσκήνιο την αναίρεσή της. Η επιθυμία δεν στοχεύει στην ταύτιση, ούτε την πληρότητα· είναι το ίδιο το ασυνείδητο και το ά-τοπο που μας καθιστούν επιλήσμονα όντα.Η βίωση των αληθινών αντιφάσεων, εντός των οποίων βυθιζόμαστε ανεπίγνωστα καθημερινά, είναι αυτή η διάνοιξη που ακυρώνει κάθε ουσιαστική επιθυμία. Η μόνη γνήσια επιθυμία εντός της πόλης δεν είναι παρά η αφθαρτοποίηση, όχι αυτού του συνονθυλεύματος πρόχειρων αναμνήσεων και στιγμών, ούτε των πρόσκαιρων επαφών που απλώς την αιχμαλωτίζουν σε ένα παίγνιο εν ου παικτοίς, αλλά της στάσης εντός του αληθινού προορισμού της. Ο προορισμός αυτός δεν συμπληρώνει απλώς την προσωρινή έλλειψη γνησιότητας. Είναι μοναδικός, επιτρέποντας την ένωση με το "πάντη απλούν". Είναι δυνατόν άραγε για την επιθυμία να προσεγγίσει κάτι απρόσιτο και ουσιαστικά άγνωστο; Και πώς να το ανακαλύψει εντός του ανελέητου βομβαρδισμού εντυπώσεων και παραστάσεων; Κλείνοντας τα μάτια, σφραγίζοντας το σύνολο των αισθήσεων, στρεφόμενοι ολοκληρωτικά σε μία παρουσία εντός του εαυτού, για πόσο μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι, όταν όλα στριφογυρίζουν με απίστευτη ταχύτητα παντού γύρω μας;

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ


Στην Ιλιάδα, ο Αγαμέμνων απευθυνόμενος στον Αχιλλέα, λέει
να μην προσπαθεί να τον εξαπατήσει με το νου, γιατί δεν θα τον 
έχει ούτε δίπλα του, ούτε θα τον πείσει. Παρόμοιο είναι 
και το αποτέλεσμα της κριτικής ενός συγχρόνου προς τους 
παλαιούς φιλοσόφους: ούτε μπορεί να συμπλεύσει μαζί τους,
ούτε να αλλάξει ουσιαστικά την οπτική γωνία των 
αποθανόντων. Μπορεί μόνο να αλλάξει τον τρόπο που η 
δική του εποχή βλέπει το έργο τους.  


Το πιο εύκολο για έναν άνθρωπο είναι να ρίξει μερικές λέξεις στο χαρτί. Το θέμα είναι με ποια σειρά θα τις ρίξει. Ακόμη και ένα ζώο, π.χ. πίθηκος ή γάτα, αν χτυπήσουν ένα πληκτρολόγιο, μπορεί να σχηματίσουν τυχαία κάποιες λέξεις. Το θέμα όμως παραμένει: ποιος είναι ο πιο πετυχημένος μπορετός συνδυασμός; Αν τον ήξερα θα τον έγραφα. Θα έριχνα τις σωστές λέξεις με τη σωστή σειρά. Το θέμα όμως είναι οι λέξεις αυτές όχι μόνο να αρέσουν απόλυτα σε όλους, όχι μόνο να πληρούν απόλυτα τις προσδοκίες όλων, αλλά και να είναι λογικά οι ορθότερες. Ακριβώς σε αυτό το σημείο η ανθρωπότητα αναγνωρίζει ως ορθότερα κάποια μεγάλα φιλοσοφικά έργα. Όλα τα άλλα, υπομνήματα, σχόλια, αναφορές, άρθρα, δημοσιεύσεις, συμπληρώσεις, λεξικά, πίνακες κ.α. είναι δευτερεύοντα, τριτεύοντα κ.ο.κ. Για αυτό συνιστάται η αναστροφή με αυτά τα κείμενα, όχι για να τα σχολιάσουμε με τη σειρά μας, ούτε για να τα μιμηθούμε, ή απλώς για να τα θαυμάσουμε. Εδώ υπεισέρχεται το ερώτημα: ποια είναι η σωστή στάση απέναντι στα μεγάλα φιλοσοφικά έργα; Η απάντηση είναι εύκολο να δοθεί, και δίδεται από τα ίδια αυτά έργα των φιλοσόφων, δηλαδή από τη στάση που οι ίδιοι κράτησαν απέναντι στους προγενέστερους ομότεχνούς τους: η καταλληλότερη στάση απέναντι σε ένα μεγάλο φιλοσοφικό έργο είναι η κριτική στάση. Αντίθετα με ό,τι δηλαδή απαιτεί συνήθως η κοινωνία από τους ανθρώπους, την υπακοή. Οι ίδιοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι έδωσαν το παράδειγμα που θα πρέπει να ακολουθήσει κανείς στον χώρο τους: το ξεχέρσωμα όλων των προηγούμενων καλλιεργειών ή αλλιώς το γκρέμισμα όλων των άλλων οικοδομημάτων. Συνήθως αυτό γίνεται για να καρπίσει η νέα σπορά ή για να οικοδομηθεί ένα νέο, πιο μοντέρνο, πιο άνετο και κομψό οικοδόμημα.
Αν τα φιλοσοφικά έργα προκαλούν την κριτική, και τη διαφωνία, η πραγματικότητα γύρω μας ζητά από εμάς την ενσωμάτωση, την αποδοχή, τη συναίνεση, τη σύμπλευση, τη συμφωνία. Τίποτε δεν μας χαρίζεται, αλλά κανείς δεν είναι διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις. Η αληθινή κριτική βέβαια υπακούει σε κάποιους κανόνες. Όμως η αληθινή κριτική βρίσκει μόνη της τους αληθινούς κανόνες, δικούς της, και συνήθως στρέφεται απέναντι σε άλλους κανόνες, άλλες κριτικές. Τότε ποια η διαφορά της μίας κριτικής από την άλλη; Δυστυχώς το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό: όλες οι κριτικές σκοπεύουν στην καταστροφή, όσο καλόβουλες και αν υποτίθεται ότι είναι. Όμως εξίσου καταστροφική μπορεί να θεωρηθεί και η συμφωνία, όταν οδηγεί στον εφησυχασμό, ίσως εκατέρωθεν, όταν πρόκειται για πρόσωπα. Παρά ταύτα, θα έλεγε κανείς ότι, έστω και δια της καταστροφής, η αληθινή κριτική είναι εποικοδομητική, ότι προάγει τον πολιτισμό, ώστε να συνεχιστεί η κίνηση και η ζωή, η δημιουργία. Όμως ποιος ανέχεται την κριτική, και είναι αρκετή η κριτική για να ξεθεμελιωθεί ένα μεγάλο φιλοσοφικό έργο; Το παράδοξο της κριτικής δεν είναι ότι δεν πετυχαίνει τον σκοπό της, ότι δεν αναιρεί και δεν καταστρέφει τη φήμη ενός έργου παλαιότερου φιλοσόφου∙ το παράδοξο είναι ότι η κριτική διαμορφώνει τον κριτή, ότι επιστρέφει στον πομπό της. Δεν αλλάζει το έργο της σκέψης του παρελθόντος, αλλά διαμορφώνεται το σήμερα του κριτή, όχι του κρινόμενου το παρελθόν.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΜΠΛΟΓΚ




Από την μέχρι τώρα ενασχόλησή μου με το μπλόγκινγκ παρατήρησα κυρίως μία διττή κατάσταση, την οποία δεν προσέχει κανείς αμέσως, ιδιαίτερα αν δεν εμπλακεί στη διαδικασία που προκύπτει από την ανάγκη να αναρτήσει ο ίδιος ποστ σχετικά με το θέμα του. Από τη μία μεριά, υπάρχουν όσοι λειτουργούν εν είδει ηχούς, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό των μπλόγκερς, δηλαδή για όσους άκριτα συνήθως αναπαράγουν πληροφορία που, είτε συναντούν στο διαδίκτυο και εμπίπτει στον τομέα των ενδιαφερόντων τους, είτε προβάλλουν μία μεγάλη γκάμα από επαναλαμβανόμενα κείμενα και υλικό που τους στέλνουν άλλοι. Εννοείται ότι ο χώρος της δημοσιογραφίας ενδείκνυται για μία παρόμοια τακτική και στάση απέναντι στην πληροφορία.
Από την άλλη, υπάρχει μία μικρή σχετικά κατηγορία μπλόγκερς, που είτε αναπαράγουν ελάχιστα, και συνήθως ό,τι τους ενδιαφέρει άμεσα και εντάσσεται αυστηρά στον οικείο χώρο τους, είτε δημιουργούν οι ίδιοι, με κριτήριο την αυθεντικότητα: αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι δεν επαναλαμβάνουν ό,τι είναι ήδη αποθηκευμένο κάπου σε κάποιο σέρβερ, αλλά και ότι δεν αντιγράφουν τυφλά ούτε άλλο έντυπο υλικό που βρίσκεται σε βιβλία και περιοδικά. Με άλλα λόγια, αυτή η διάκριση αφορά μία θεματική ουσίας. Ας αφήσει κανείς στην άκρη τη δημιουργία μπλογκ για σκοπούς διαφήμισης και προβολής. Να γιατί τα μπλογκ έχουν ένα ρόλο που δεν έχουν οι ιστοσελίδες. Αυτός δεν αφορά φυσικά στην αμεσότητα ή την οικειότητα ή ακόμη την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα, που στα μπλογκ μοιάζει να είναι πιο εμφανής από ότι στις ιστοσελίδες.
Στα μπλογκ που ξεκίνησαν ως ημερολόγια οι άνθρωποι άρχισαν να εκφράζονται δημόσια, να διαλέγονται, συνειδητοποιώντας ότι αποτελούν πρόσωπα, και όχι μόνο υποχείρια πολύτροπων και πολυδιάστατων σχέσεων. Με άλλα λόγια, ήρθαν αντιμέτωποι εξαίφνης με μία ανάγκη να απελευθερώσουν τον εαυτό τους, να τον φέρουν και να τον υψώσουν έξω από τους ίδιους, ως προέκταση της σωματότητας. Η αφυλοποίηση διαμέσου της ψηφιοποίησης ως καταγραφή σκέψεων και βιωμάτων της καθημερινότητας, όταν δεν αφορά βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού, αφορά την ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου, που ενσωματώθηκε στον κόσμο, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτήν την ενσωμάτωση. Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι εκτός του προσώπου, οι μπλόγκερς ανακάλυψαν τη δυνατότητα να συμβάλλουν περαιτέρω στη διαμόρφωση της παγκόσμιας σκέψης. Αποτέλεσαν μέρη ενός μεγάλου ζωντανού οργανισμού. 
Εν είδει συμπεράσματος: ακόμη και εάν η ουσία δεν ταυτιστεί με τη μερικότητα, καθορίζει το πρόσωπο. Η σύγκλιση τους και η δυνατότητα το πραγματικό να εκφραστεί ως αλήθεια δια του πνεύματος, το οποίο, αν και γίνεται συνειδητό από το ίδιο, εκφράζεται ως διαφορά, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Έτσι, η έννοια της αυθεντικότητας δεν παράγεται απλώς, αλλά παρουσιάζεται. Το θέμα είναι ότι για να συσχετιστεί προς την ενότητα του όλου, δεν χρειάζεται μόνο το πνεύμα, αλλά και την έκφραση της τελικής κατεύθυνσης και επαναφοράς.       

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

World Philosophy Day


In my opinion World Philosophy Day could not find a better place than Greece. Of course, every man can think as a philosopher, but the word “philo-sophy” in ancient Greek is divided in two words: philos (friend) and sophia (wisdom). So, Philosophy is not only the wisdom one can naturally develop because of the social conditions of life, but the thinking on thinking; that is the thinking about the presuppositions of thinking, and especially of thinking right, so as what one thinks to be in correspondence to reality: the quest for truth. The questioning, whether one is thinking philosopically, philosophizing, or simply he is thinking, does not have any meaning. But if someone is just thinking, and starts thinking about what he is thinking, inquiring what is thought of, where it is coming from, where it is going, why, how it works, if it can be somewhere, then he will not only be a wise man, but a philosopher, in the sense that he will be a friend of wisdom; he holds the position of an observer, who wonders about everything and doesn’t pretend to know everything. So, he can be identified with the Socratic words: ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα (one thing I know I know nothing). 

The adventure of Philosophy started on the shores of Ionia, in 6th cent. B.C., by the Pre-Socratic philosophers, who first tried to find explanatory principles of how nature works. So, Philosophy is a historical phenomenon with a beginning in History. It can’t be attributed to any other people of the Ancient World, as were the Egyptians, the Sumerians, the Akkadians, the Assyrians, the Babylonians, the Persians, the Jews etc. Philosophy in the Archaic and Classical Greece was distinct from other aspects of social life, for example Religion, Theater, Politics, Art etc. It started in Ancient Greece and it followed a special course in History, even if in Late Antiquity and the Middle Ages confused with Religion (it must be noted here that, in the Latin Middle Ages Philosophy was considered as ancilla theologia, while in Byzantium it had maintained its practical and theoretical autonomy). In Renaissance the West found its way out of the Middle Ages only through the rediscovery of the ancient civilization. “La querelle des anciens et des modernes”, had already appeared at the time of Humanism, and especially later in Enlightenment, to lead in the culmination of the scientific spirit, based on the observation and the experiment. But the Scientific Revolution could not be accomplished without the revival of Greek Philosophy, which always was connected with Science.

I agree that every man is a philosopher, but Philosophy in the course of History was developed in many theories, ideas, systems, principles etc. without the consideration of which no one can seriously claim that he contributes to the study of Philosophy. Philosophy is not neither initial (a nostalgia for paradise), nor final (deification of mankind), in the sense that it is founded on reason, with or without the aid of experience. 

Also, Philosophy, on the one hand, is narrow connected with the social sciences, because it can’t be a private Philosophy that is Philosophy without being characterized by communicability (in the same way that a private language doesn’t exist). On the other hand, Philosophy is connected with the natural sciences, because it uses physical means for its expression, and its principles are used for the construction of theories about nature. If Philosophy was a non-social and a non-scientific phenomenon would be celebrated everywhere and nowhere, but since it is a historical phenomenon with a beginning in History, it should return to its roots, where it came from. The question raised in the late 20th cent., about the end of Philosophy in History, was a consequence of the understanding of the historicity of Philosophy: if Philosophy had a beginning, why wouldn’t have an end? In reality the problem wasn’t about the end of Philosophy, but about the philosophy of the end. Philosophy continues its course not because there are human beings who philosophize, but because there is a philosophical discipline. Philosophy is not just a name for serious thinking, but has to be identified with the real being our words convey.