Η γένεση της αμφισβήτησης όσον αφορά τη δημιουργική φαντασία για τον Πλωτίνο συνίσταται σε μία διαρκή προβολή ενός ειδώλου σε ένα άλλο είδωλο, χωρίς πέρας. Ο απατηλός κόσμος των αντανακλάσεων έχει να κάνει πρώτιστα και κύρια με την ύλη της φαντασίας. Στις Εννεάδες, Ι.4.10, ο Πλωτίνος συγκρίνει την ύλη με κάτοπτρο. Ό,τι αντικατοπτρίζεται σε αυτό είναι μόνο μία εικόνα ή αναληθές ον (εἴδωλον ὄν καὶ εἰς οὐκ ἀληθινόν οὐκ ἀληθές).[1] Η εικόνα αυτή της ύλης είναι εικόνα ενός άλλου προτύπου και ούτω καθ’ εξής. Αν εμείς αντιλαμβανόμαστε την ύλη ως υπαρκτή είναι γιατί βλέπουμε σε αυτή το ουσιαστικό βάθος της γνώσης.[2]Φαίνεται να υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στο είδωλο και το κάτοπτρο, αφού το πρώτο απεικονίζεται στο δεύτερο. Όμως υπάρχει η περίπτωση και το κάτοπτρο να απεικονίζεται ως είδωλο σε ένα άλλο κάτοπτρο και ούτω καθ’ εξής.[3] Έτσι θεωρώντας τις σχέσεις ανάμεσα στις υποστάσεις υπό την οπτική της αντανάκλασης, και δεδομένου ότι η αισθητή ύλη ταυτίζεται με το άπειρο, η αλυσίδα των αντανακλάσεων δεν έχει πέρας. Η νοητή ύλη καθρεφτίζει τον εαυτό της ως ετερότητα του Ενός, ενώ η αισθητή ύλη θα πρέπει να αντανακλάται, είτε στην ψυχή, όπου θα πρέπει να βλέπει τον εαυτό της, αλλά ως κατώτερη ψυχή, είτε στον εαυτό της, οπότε θα είναι και κάτοπτρο και είδωλο μαζί. Πρόκειται για ένα αβυσσαλέο κάτοπτρο που θα έχει ένα αβυσσαλέο είδωλο. Μόνο με την αναβάθμιση της αισθητής ύλης σε νοητή, καθώς προσεγγίζει τη πηγή κάθε αντανάκλασης, ο καθρέφτης των αντανακλάσεων και των παραμορφώσεων σπάει και η ύλη φωτίζεται.
Παρόλα αυτά η φαντασία παραμένει ένας τρόπος να εξελίσσεται η ζωή, η νόηση, το είναι και το γίγνεσθαι. Η λειτουργία της φαντασίας είναι απελευθερωτική όταν πετυχαίνει να προσανατολίσει εκ νέου σε μία άλλη διέξοδο προς την πραγματικότητα· είναι όμως υποδουλωτική όταν, δημιουργώντας εμμονές, παγιώνει τον τρόπο σκέψης. Για παράδειγμα η ώριμη υπαρξιστική φιλοσοφία του Ζαν-Πωλ Σαρτρ στηρίχτηκε ακριβώς στη λειτουργία της φαντασίας και της εικονοποιείας,[4] όπως ερμηνεύτηκε πριν τον πόλεμο από τον ίδιο. Το ελεύθερο υπαρξιστικό υποκείμενο[5] γεννιέται από το άνοιγμα της σκέψης προς το πραγματικό· βασική προϋπόθεση για αυτή τη διάνοιξη είναι η φαντασία. Καθώς κανείς χρησιμοποιεί την ικανότητα του να φαντάζεται τον κόσμο, το επόμενο λογικό στάδιο είναι η δράση, με στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την καλυτέρευσή του. Με βάση αυτή παράγεται όχι ό,τι περιέχεται εντός της, αλλά δυνατότητες, απρόσμενοι συνδυασμοί, εντάσσοντας τη συνείδηση σε μία συνολική δομή, κατά τρόπο που δεν μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος χωρίς τη βοήθειά της. Η φαντασία είναι μία υπερβολή και υπέρβαση εκ του γεγονότος όχι της έλλειψης πιθανής σχέσης μαζί της, αλλά λόγω του ανεξάντλητου, ενίοτε πηγαίου δυναμισμού της. Ο τύπος αυτού του δυναμισμού είναι κατεξοχήν εσωτερικός και δευτερευόντως εξωτερικός, έχοντας ως αντικείμενο προς διαμόρφωση τη «φανταστική ύλη». Η φαντασία καταλαμβάνει τον χώρο μεταξύ του ασυνειδήτου και του συνειδητού, όντας πέραν της συνήθειας και της πεζότητας.
Η νωθρή ονειροπόληση προσφέρει την απαραίτητη ανάπαυλα για την ανατροφοδότηση του στοχασμού. Είναι μία διαλειμματική χαρά, αν και ο τύπος της ενέχει ποικιλίες και συγκινήσεις. Αφορά άλλοτε τα μικρά και άλλοτε τα μεγάλα και σπουδαία, με ή χωρίς πρωταγωνιστές, φεύγοντας ανεπαισθήτως όπως ήλθε, χωρίς να αφήσει ίχνη. Βρίσκεται ένα βήμα πριν το όνειρο, ελεγχόμενη μόνο εν μέρει. Καλλιεργείται μέσα από την Τέχνη, διότι όπως και η συλλογική μνήμη στηρίζεται σε αρχέτυπα, εικόνες και σύμβολα, μύθους και τύπους, σχετικά με την κοινωνία και τη φύση. Εάν έχει δομή αυτή είναι ουσιαστικά φανταστική. Όταν υπάρξει η δυνατότητα ερμηνείας της ποτέ δεν πρόκειται για μία συνολική δομική ερμηνεία, αλλά μόνο για επιμέρους συσχετίσεις, συστήματα και κώδικες. Εάν η σκέψη και η γλώσσα αδυνατούν να εκφράσουν το όλο, η φανταστική ονειροπόληση ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της. Ο συνειδητός άνθρωπος διστάζει να προχωρήσει, κρυφοκοιτάζοντας με περιέργεια προς τον τόπο όπου θα πρέπει να βρίσκεται προσωρινά η αλήθεια, όμως η φαντασία είναι ήδη εκεί με ορμή, αλλά εξαιτίας αυτής δεν μπορεί να παραμείνει. Οι εντυπώσεις που παρέχει είναι φευγαλέες και γοητευτικές, ονειρικές και παιγνιώδεις. Για να γεφυρώσει το κενό προς ό,τι την τροφοδοτεί, εγκαθιδρύει αντιστοιχίες ανάμεσα στο είναι και τη σκέψη. Όμως λόγω της εικονικής παρουσίας της, η φαντασία δεν αναμιγνύεται παρά μόνο στην μεταφορά από το ένα σημείο στο άλλο, διότι παρά την ευμετάβλητη και εύπλαστη ύλη της, διαθέτει όρια που δεν τα θέτει η ίδια.
Ο φιλόσοφος που ερμήνευσε πάμπολλες όψεις της φαντασίας, ο Γκαστόν Μπάσελαρ (Gaston Bachelard), τόνισε τη μεταίχμια θέση της ανάμεσα στο ασυνείδητο και τη λογική, τοποθετώντας τη στο κατώφλι του λογικού, της αντικειμενικής γνώσης. Παραδόξως η θεωρία της φαντασίας που προέβαλε, δεν στηρίχτηκε μόνο στις ποιητικές εικόνες που αφθονούν στην Τέχνη, αλλά στηρίχτηκε σε μία «υλική φαντασία».[6] Δεδομένης της προσωπικής υλικότητας εκάστου ανθρώπου, εύκολα συνάγεται η ύπαρξη μίας «φανταστικής ύλης», κατά τον τρόπο ίσως που ο Πρόκλος αναφερόταν σε μία «φανταστή ὕλη», που προηγείται της «νοητής ύλης», δηλαδή της νοητικής επεξεργασίας των δεδομένων των αισθήσεων. Η αληθινή πειθώ για τον Μπάσελαρ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ονειροφαντασία,[7] στη λεωφόρο της οποίας αποδίδονται οι σκέψεις. Η παραδοξότητα της θέσης αυτής έγκειται στην παραδοχή ότι η σκέψη που διατείνεται πως προσεγγίζει το πραγματικό δεν μπορεί να το προσεγγίσει καίρια και ουσιαστικά, παρά μόνο εάν απομακρυνθεί από αυτό. Τίθεται όμως θέμα πειθούς πιο πολύ παρά αντιστοίχησης της σκέψης προς την αλήθεια. Η πειθώ σχετίζεται προς την αλήθεια αλλά αφορά τον τρόπο παρουσίασής της. Εάν λοιπόν η σκέψη αποδίδεται στις ονειροφαντασίες είναι για να παρουσιαστεί πιο ωραία; Όχι εάν ο τρόπος έκφρασης και το περιεχόμενο συμπίπτουν· προκρίνεται έτσι η αντιστοιχία προς την αλήθεια των αισθησιακών αξιών από αυτή των αισθητηριακών. Το θέμα είναι γιατί να επιλεγεί η μία ποιητική εικόνα από κάποια άλλη, και ακόμη γιατί να επιλεγεί η συγκεκριμένη ερμηνεία της από μία άλλη. Έκδηλη είναι η ταλάντευση ανάμεσα στην εξορθολογίκευση και την υποκειμενοποίηση, η έλλειψη του θεμελίου που θα σταθεροποιούσε το κριτήριο της επιλογής, η διττή κλίση του επιστήμονα-φιλοσόφου και του καλλιτέχνη, ποιητή-φιλοσόφου. Η ταλάντευση αυτή επιτείνεται καθώς οι εικόνες δεν παγιώνονται αλλά παραμένουν διαρκώς ρευστές. Κατά τον Μπάσελαρ, η φαντασία ως θεωρία της ύλης οδηγείται αναπόφευκτα στην υπερβολή.[8]
[1] Ἐννεάδες ΙΙΙ.6.3.
[2] Πρβλ. την άποψη του Werner Heisenberg (Φυσική και Φιλοσοφία, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Αθήνα 1978, 24-5), ότι κάθε απόφανση για το βαθμό της γνώσης μας ως προς την πραγματική κατάσταση στηρίζεται στην «πιθανότητα» στα μαθηματικά ή στη στατιστική. Με την κβαντομηχανική εισήχθη ένα νέο είδος φυσικής πραγματικότητας, που βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στο μέσο μεταξύ δυνατότητας και πραγματικότητας.
[3] Στο έργο του Tzvetan Todorov (Introduction à la littérature fantastique, Éditions du Seuil, Paris 1970, 126-130) με αφορμή το θέμα του εαυτού και τις μεταμορφώσεις του, η λειτουργία της φαντασίας, όσον αφορά τη λογοτεχνία, συγκρίνεται με μία σειρά βλεμμάτων και αντανακλάσεων από κάτοπτρα και φακούς, υποδηλώνοντας τον ομιχλώδη χαρακτήρα της. Εύλογα διαφαίνεται η αντιστοιχία με τον κόσμο της ύλης, όπως περιγράφεται από το Νεοπλατωνισμό. Όμως ενώ στο έργο του Πλωτίνου η αοριστία και το χάσιμο στις «εικόνες του βλέμματος» ανάγεται τελικά σε μία πρωταρκτική απλότητα, δηλαδή την αλήθεια του Ενός, στη λογοτεχνία η μόνη υπόσχεση ενοποίησης είναι η αναγωγή στο εγώ.
[4] Jean Paul Sartre, The Imaginary. A phenomenological psychology of Imagination, translation, introduction by Jonathan Weber, Routledge, London-New York 2004, 5.
[5] Βλ. Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, μτφρ. Κ. Σταματίου, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα χ.χ., 18, 22 κ.ε.
[6] Gaston Bachelard, Το Νερό και τα Όνειρα. Δοκίμιο πάνω στην φαντασία της ύλης, μτφρ. Έλση Τσούτη, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1985, 19.
[7] «Το όνειρο είναι πιο δυνατό από την εμπειρία». Βλ. Gaston Bachelard, Η ψυχανάλυση της φωτιάς, μτφρ. Γιάννης Εμίρης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 1987, 46.
[8] Αυτή η υπερβολή σηματοδοτεί μία μετάβαση από το αρνητικό άπειρο της ύλης σε έναν εξαγιασμό της ως διάρκεια της στιγμής μέσω του διαλογισμού, «όταν το παρόν δεν περνάει» (Βλ. Γκαστόν Μπάσελαρ, Η εποπτεία της στιγμής, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 74), παραπέμποντας στις πνευματικές ασκήσεις των μυστικών της Ύστερης Αρχαιότητας.