Από τον Σοφιστή του Πλάτωνα, όπου γίνεται λόγος για την τεχνητή εικόνα, που
δεν είναι πιστή αναπαράσταση αλλά μία ομοίωση [1], έως
την επανάληψη της διαφοράς του Ζιλ Ντελέζ [2], η
έννοια του simulacrum
υπάρχει ως το ακαθόριστο των μεταλλαγών, που δεν εδράζει, ούτε στο Υποκείμενο,
ούτε στο Αντικείμενο, αλλά σε έναν ανοίκειο χώρο, απροσέγγιστο, απατηλό. Υπάρχουν αρκετά γνωστά έργα που
χρησιμοποιούν την ιδέα του simulacrum.
Στο χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας, το έργο του Karel Čapek, R.U.R Rossum’s Universal Robots, εμφανίστηκε
το 1921, εισάγοντας στο λεξιλόγιο τον όρο «ρομπότ». Ο Čapek αναφέρεται σε ένα εργοστάσιο
παραγωγής ανδροειδών, που μοιάζουν επιφανειακά ανθρώπινα. Η χρησιμοποίησή τους
όμως από τον άνθρωπο δεν διαρκεί πολύ, διότι ακολουθεί η επανάστασή τους και ο
αφανισμός του ανθρώπινου είδους.
Στο έργο
του Stanislaw Lem,
Solaris (1961), τα ομοιώματα των εξωγήινων συγχέονται με τα
ομοιώματα των γήινων, σε ένα παιχνίδι όπου δεν ξεχωρίζει το νόθο και το
αληθινό. Ακόμη, όλο το έργο του Philip Dick διαπνέεται από το ίδιο θέμα, με ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό
το ομώνυμο μυθιστόρημα The Simulacra (1964), που αφορά στην έννοια της ομοίωσης ως μέσο
εξαπάτησης και κυριαρχίας. Αλλά και το έργο του ίδιου, το Do Androids Dream of Electric Sheep? (1968), μεταφέρθηκε με επιτυχία στην οθόνη με την
ταινία Blade Runner,
απεικονίζοντας ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, όπου η ανθρώπινη κοινωνία και ο
κόσμος βρίθει ομοιωμάτων.
Το ομοίωμα είναι μία αντανάκλαση, που
αντανακλά και πάλι το ομοίωμα, μία άλλη αντανάκλαση. Το ομοίωμα, αν και
κατάγεται από την φαντασία, είναι λιγότερο φανταστικό από τα καθαρά πλάσματα
της φαντασίας. Όταν ο επιστήμονας Φρανκεστάιν σκέφτεται να δημιουργήσει το
εξάμβλωμα του, το τέρας του Φράνκεστάιν, εξαρτάται μόνο από τον ίδιο εάν θα το φέρει
στη ζωή. Με άλλα λόγια, ο νεαρός επιστήμονας είναι ελεύθερος, και απολύτως
υπεύθυνος για ό,τι πρόκειται να δημιουργήσει. Το τέρας του Φρανκεστάιν είναι
πράγματι τερατώδες και ομοίωμα, ενώ ο δημιουργός του αναρωτιέται για την
αλήθεια του ομοιώματος, γεγονός που υποδηλώνεται από το ότι βρίσκεται διαρκώς
στα ίχνη του, όπως και το τέρας της ομοίωσής του τον ακολουθεί όπου και εάν
πάει. Το τέρας του Φρανκεστάιν δεν είναι φυσικό, αλλά ομοίωμα παρά φύση, αν και
πραγματικό υλικό ον, άρα δεν κατάγεται από μία αγαθοποιό αρχή, αλλά προκαλεί
στον δημιουργό του όλα τα ηθικά διλήμματα, που συνοδεύουν έκτοτε το
επιστημονικό πνεύμα. Έτσι η πραγματικότητα του τέρατος του Φρανκεστάιν χάνει
μέρος της βαρύτητάς της, είναι ένα ομοίωμα της πραγματικότητας, όπως και η νουβέλα
της Μαίρη Σέλλευ [3] είναι ένα ομοίωμα, μία
φανταστική επινόηση και όχι μία πραγματικότητα, αν και κρύβει την αλήθεια για
την ανθρώπινη ελευθερία.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν
βρίσκεται κάποιο τέλος, ένας σκοπός και προορισμός σε μία απόλυτη ομοίωση,
πέραν όλων των μεταλλαγών και μεταμορφώσεων. Συχνά υποθέτουμε ότι υπάρχει
πράγματι μία έσχατη ομοίωση [4]. Εάν
η ομοίωση είναι πραγματικά πετυχημένη, όσο και η πραγματικότητα, ποιός ο λόγος
να διαφέρουν; Επίσης, αν η ανθρωπότητα βίωνε μία καθολική ομοίωση, δεν θα
επρόκειτο για υποχώρηση στην ψευδαίσθηση ή στην πίστη ότι όλα αποτελούν
περιεχόμενο του ανθρώπινου νου, καθώς η ομοίωση και όχι ο νους δημιουργεί τις
παραστάσεις. Χωρίς αυτήν την πρωταρχική οπτική δεν μπορεί να υπάρξει κανένα
βλέμμα, και κάθε βλέμμα θα χανόταν, καθώς δεν θα υπήρχε κανένας ορίζοντας σε
μία ατελεύτητη έρημο. Όμως αν υπάρχει πράγματι αυτή η πρωταρκτικότητα του
βλέμματος, αυτού που οδηγεί στην αναπαραγωγή των υπολοίπων, τότε και αυτή η
αρχική οπτική δεν θα ήταν μία οπτική πέραν κάθε αλήθειας. Αντίθετα θα
εντασσόταν εις το διηνεκές στο παίγνιο των αλλαγών και των κοιταγμάτων. Το
θέμα είναι ότι η ακούραστη και φιλεύρευνη σκέψη του ανθρώπου έχει ανάγκη όχι να
δικαιωθεί, αλλά αυτός να μπορεί να κοιτάξει κατάματα το φως και τότε να
μισοκλείσει τα βλέφαρα, γιατί αλλιώς θα τυφλωθεί από την ανελέητη φωταύγεια.
Όταν ο Jean Baudrillard σημειώνει στο έργο του Simulacres et Simulation ότι η αδυνατότητα να αποκαλυφθεί το απόλυτο επίπεδο του
πραγματικού είναι της ίδιας τάξης με την αδυνατότητα να υπάρξει η ψευδαίσθηση,
δεν εννοεί μόνο ότι το πραγματικό δεν είναι πια δυνατό, μία παρωδία, μία
υπερ-ομοίωση [5] . Η ομοίωση δεν μπορεί να
διαλυθεί απλώς με την έλευση της αυθεντικότητας. Ωστόσο, τα νοήματα δεν παύουν
επειδή βάλλονται από άλλα νοήματα. Αυτό που θα φανερωνόταν ως νεόκοπο δεν
χάνεται, αλλά επανατίθεται. Το ομοίωμα διακρίνεται σαν μία ψευδαίσθηση, μία
παροδική άρνηση του αληθινού, και αρχίζει εκεί που το αληθινό του πραγματικού
αμφισβητείται. Το μη-ον του ομοιώματος, των simulacra, δεν αρνείται το νόημα, παρακινεί την παραγωγή του.
Φυσικά, εάν επαναληφτεί, ίσως οδηγηθεί και πάλι σε ένα άλλο simulacrum. Μακάρι, η πραγματικότητα του
νοήματος, των ανθρώπινων σχέσεων, να υπήρχε ως απόλυτη αλήθεια. Η βεβαιότητα
που θα υποκαθιστούσε το ομοίωμα δεν θα επαρκούσε να εξαλείψει το βλέμμα της
διαφοράς, με μία ταυτότητα. Όλη η υφέρπουσα διαδικασία της παραγωγής νοήματος
δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατή, ούτε κατανοητή εκατέρωθεν. Δεχόμαστε συχνά λοιπόν
ότι ένα simulacrum αντικαθιστά ένα άλλο simulacrum.
Αυτή η στροφή των υποψιών ενάντια στο
εικονικό, και στη δημιουργία ψευδεπίγραφων ομοιωμάτων του πραγματικού, φάνηκε
στην παντελή άρνηση της κοινωνίας του θεάματος από τον Γκυ Ντεμπόρ [6] και κάποιους από τους Καταστασιακούς.
Ωστόσο, δεν προέβλεψαν τη λαγνεία των μαζών του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας για
συμμετοχή στην κοινωνία αυτή. Η δυνατότητα για μία νέα πιο ενεργητική ζωή στο
εσωτερικό της κοινωνίας του θεάματος υπάρχει πλέον σε περισσότερους ανθρώπους.
Η ψηφιακή ζωή δεν είναι ένα είδος εμπορεύματος που διαψεύδει τον εαυτό του, μία
αφαίρεση που οργανώνει μοναχικά πλήθη. Όμως η έντονα δικαιολογημένη μαρξιστική
κριτική βρίσκεται τώρα εμπρός στον συνδυασμό της εικόνας με το περιεχόμενο που
κατορθώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναβαθμίζεται και να διευρύνεται η
ανθρώπινη λογιοσύνη. Η αναπαράσταση της ενεργούς ψηφιακής ζωής δεν είναι απλώς
αναπαράσταση, που δεν επιτρέπει ή συσκοτίζει την εμφάνιση ενός υποτιθέμενου
κρυμμένου επιπέδου ανθρώπινων χαρακτηριστικών, αλλά είναι ταυτόχρονα
συνειδητοποίηση της γνώσης, προσέγγιση του συγκεκριμένου, εύρεση του
ψυχαγωγικού και του ωραίου, διαρκές θέαμα και κατά βούληση εξέλιξη. Όμως, όπως
είχε προβλεφτεί από την Επιστημονική Φαντασία, δεν περνάμε για μία ακόμη φορά
στην αλήθεια του νοήματος, αλλά στο θέαμα ή ομοίωμά της, το οποίο τώρα
διαμορφώνει την αλήθεια, όταν η υποψία περί της αλήθειας απομακρύνεται, αλλά
μόνο προσωρινά.
[2] Gilles Deleuze, Difference end
Repetition, Transl. by Paul Patton, Columbia University Press, New York
1994, 1-27, για το Simulacrum βλ. 66-69, 277-8 κ.α.
[3] Mary Shelley, Frankenstein or the
Modern Prometheus. Edited with an Introduction and Notes by Maurice Hindle,
Penguin 1992.
[4] Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η
ανάλυση του David J. Chalmers, στο S. Schneider (ed.), Science Fiction and Philosophy. From time travel to superintelligence. Wiley-Blackwell , U.K.
2009, 33-52, καθώς δείχνει ότι η υπόθεση της γενικής ομοίωσης δεν είναι
κατεξοχήν σκεπτικιστική αλλά μεταφυσική.
[5] Jean Baudrillard, Simulacra and Simulation. Transl. by Sheila Faria Glaser, The University
of Michigan Press, 2010
(1981), 19.
[6] Βλ.
Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος.
Μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Σ. Γ. Πασχάλης, Θεσσαλονίκη 1986, 9-53 κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου