Πόσοι αντέχουν την ευθύνη της πρώτης πρότασης ενός φιλοσοφικού
κειμένου; Να απαντήσω αμέσως: ελάχιστοι! Το να αρχίζει ένα φιλοσοφικό κείμενο
μεγαλειωδώς, αυθεντικώς, δημιουργικώς και πρωτοτύπως αποτελεί σπανιότατο
φαινόμενο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αρχίσει κανείς ένα φιλοσοφικό κείμενο,
ιδού μερικοί από αυτούς: να αρχίσει με γενικολογία∙ να αρχίσει με αναφορά στη
σπουδαιότητα του θέματος προς εξέταση∙ να αρχίσει με δάνεια φράση από άλλο
φιλοσοφικό κείμενο γνωστού φιλοσόφου∙ να αρχίσει με επίκεντρο το «εγώ»,
καθιστώντας το πιθανώς σωστό επιχείρημα ύποπτο υποκειμενικότητας κ.α.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποιος σωστός, τέλειος τρόπος
ξεκινήματος ενός τέτοιου κειμένου. Το να ανταποκριθεί ο φιλοσοφών στο αίτημα να
αναφερθεί στην ουσία είναι το μέγιστο και το σημαντικότερο όλων. Τότε για ποιο
λόγο δεν αρχίζει κανείς ένα φιλοσοφικό κείμενο αναφερόμενος στην ουσία; Το πιο
πιθανό είναι επειδή ο γράφων προσπαθεί να προσεγγίσει την ουσία με το σύνολο
του κειμένου του.
Όμως το ερώτημα που γεννάται είναι: η ουσία στην οποία αναφέρεται το κείμενο αφορά το ίδιο το κείμενο ή μία εξωκειμενική πραγματικότητα; Αν η πρώτη πρόταση επιβάλλεται να εκφράζει κάτι ουσιαστικό, μπορεί να αναφέρεται στην ουσία καθαυτή ή όχι;
Να το πούμε κυνικά και μεταμοντέρνα: όταν γράφουμε, πρόκειται για αναπαράσταση, για ομοίωμα,
για προβολή και ψευδαίσθηση, για υποκειμενοποίηση του όλου και του μέρους,
για το σχεδόν τίποτα. Αν όμως με την πρώτη πρόταση θέλουμε να πούμε αυτό το σχεδόν τίποτα, τότε θα πρέπει να μεταφέρουμε
ουσία. Ειδάλλως με την πρώτη πρόταση δεν λέμε απολύτως τίποτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου